ΕΚ∆ΟΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

∆ΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΝΑΞΟΥ «ΑΡΣόΣ»

¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ˘ πÛÙÔÚÈÎÔ‡ √ Ì › ÏÔ ˘ ¡ ¿Í Ô ˘ ∞ ƒ ™ fi ™ — ∞ Â Ú ¿ ı Ô ˘

1/2005

Λεπτοµέρεια από τοιχογραφία στον Αγ. Γεώργιο Μαραθού.

Στο εξώφυλλο, ‘‘η µοναξιά της Αριάδνης’’, του Στελιου Ν. Μαρινακη. Τα κείµενα του τεύχους αυτού γράφτηκαν από τον Κωνσταντίνο Αντ. Κατσουρό.

∏ «T∞ƒ∞ÃH ∫∞π ∏

™Ãπ™ª∞∆π∫ø¡» ∆∏™ ¡∞•√À «∂•∂°∂ƒ™∏» ∆ø¡ ª∏§πø¡ ∆ø¡

Στην αδελφή µου

την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τα σταυροφορικά στρατεύµατα, οι Λατίνοι ηγήτορες διένειµαν µεταξύ τους τα εδάφη της αυτοκρατορίας των Ρωµαίων, την Ρωµανία. Η διανοµή στα χαρτιά δεν παρουσίαζε δυσκολίες, η κατοχή όµως στην πραγµατικότητα αποδείχθηκε δύσκολη. Οι Ρωµαίοι δέχθηκαν την λατινική επικυριαρχία µε τον όρο να διοικηθούν µε τα ήθη και έθιµα, µε τα οποία τους είχαν διακυβερνήσει οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, δηλαδή οι κάτοικοι «να έχουν τα οσπίτια τους οµοίως τα ιγονικά τους». Όταν οι συµφωνίες δεν τηρούνταν τότε οι «Σχισµατικοί» Έλληνες ταράζονταν, τα πνεύµατα των ανθρώπων ερεθίζονταν και στασίαζαν, ακολουθούσαν τα δύσβατα µονοπάτια της εξέγερσης. Ο 13ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της διάλυσης της αυτοκρατορίας της Ανατολής από τον συνασπισµό δυτικοευρωπαϊκών πολιτικών και στρατιωτικών δυνάµεων, που ίδρυσαν ηγεµονίες στα εδάφη της. Ταυτόχρονα και οι βυζαντινοί άρχοντες συστήνουν ηγεµονίες και, τελικά, µετά από εµφύλιες συρράξεις και συγκρούσεις µεταξύ Ρωµαίων και Λατίνων, επιτυγχάνεται, από τους βυζαντινούς της Νίκαιας, η ανασύσταση της αυτοκρατορίας της Ανατολής µε την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1261. Αυτός είναι ο αιώνας κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατό να ανιχνευθεί στις Κυκλάδες, στη Νάξο και στη Μήλο, η λανθάνουσα πολιτισµική παράδοση κι ως ένα σηµείο η εθνολογική συνέχεια, που σε συσχετισµό µε τον οικονοµικό και κοινωνικό παράγοντα και τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, θα αναδείξει τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα των εγχώριων νησιωτών Ρωµαίων, εκείνα που θα αναµετρηθούν µε αντίστοιχα χαρακτηριστικά των νεήλυδων Λατίνων, διαπάλη που θα οδηγήσει στη συγκατάµειξη των γνωρισµάτων της ανατολικής και της δυτικής παράδοσης, στην κοινωνία δηλαδή της Ελληνολατινικής Ανατολής, µέχρις ότου ο Ελληνισµός διαµορφωθεί σε «συντελεσµένο» έθνος. Από τις αρχές του 13ου αιώνα, ήδη από το 1211, οι Κρητικοί, µ’ επικεφαλής την τάξη των αρχόντων, που διέθετε ικανούς αρχηγούς αλλά καθόλου συνοχή και ενότητα, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από βυζαντινές οικογένειες, µε µεγάλη οικονοµική και κοινωνική δύναµη και ιδιαίτερη επιρροή στον εγχώριο πληθυσµό, αρνούνταν να υποταχθούν στους Βενετούς και αντέδρασαν µε µια σειρά επαναστατικών κινηµάτων. ΕΤΑ

Μ

3

Τα κινήµατα αυτά υποχρέωσαν τη Βενετία να τροποποιήσει τα αρχικά της σχέδια για την πολιτική και κοινωνική οργάνωση που είχε προγραµµατίσει να εφαρµόσει στην Κρήτη. Το πρώτο επαναστατικό κίνηµα, γνωστό µε το όνοµα των υποκινητών του, των Αγιοστεφανιτών, εκδηλώθηκε αµέσως µόλις εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, το 1211, οι πρώτοι άποικοι. Συµµετοχή στα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αυτού του κινήµατος είχε ο πρώτος δούκας του Αιγαίου Πελάγους, Μάρκος Σανούδος1. Ακόµη πιο σοβαρή, για τους Βενετούς, από την προηγούµενη «ήταν η επανάσταση που άρχισε το 1228 µε την ενίσχυση του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Αρχηγοί του κινήµατος ήταν και πάλι Σκορδίληδες και Μελισσηνοί. Ο δούκας της Κρήτης Ιωάννης Στορλάτο, ανίκανος να αντιµετωπίσει µε τις δικές του µόνο δυνάµεις τους επαναστάτες, ζήτησε τη βοήθεια του δούκα του Αρχιπελάγους. Οι Κρητικοί απευθύνθηκαν στον Βατάτζη, ο οποίος έσπευσε να στείλει στη µεγαλόνησο 33 πολεµικά πλοία µ’ επικεφαλής τον µεγαδούκα Αυξέντιο. Μετά την άφιξη των ανθρώπων του Βατάτζη στην Κρήτη, ο δούκας του Αρχιπελάγους, µη θέλοντας να συγκρουστεί µε τον βυζαντινό στρατό και να θέσει σε κίνδυνο τις νησιωτικές του κτήσεις, αποχώρησε άπρακτος»2. Ο βυζαντινός στόλος που έσπευδε προς βοήθεια των εξεγερµένων Κρητικών, για λόγους αντιπερισπασµού, προκειµένου να υποχρεώσει τις δυνάµεις του δούκα της Νάξου και Άνδρου να αποσυρθούν από την Κρήτη, επετέθη εναντίον της Αµοργού. Εκδίωξε τους βασάλους του δούκα και παρεχώρησε το νησί στον Ιερεµία Γκίζι, τον ηγεµόνα των Σποράδων, που πιθανότατα συνεργάσθηκε για την επιτυχία της βυζαντινής επίθεσης. Ίσως όµως να µην έγινε επίθεση εναντίον της Αµοργού και ο ∆ούκας να εγκατέλειψε την Κρήτη φοβούµενος βυζαντινή επίθεση εναντίον της επικράτειάς του ή και για να αποκαταστήσει ζηµιές που πιθανόν είχαν γίνει στις κτήσεις του από τον βυζαντινό στόλο κατά τον διάπλου προς την Κρήτη. Ωστόσο, η επιστροφή του δούκα µπορεί να µην οφειλόταν στην παρουσία, µόνο, του βυζαντινού στόλου αλλά και στη διένεξή του µε τους ηγεµόνες της Τήνου και Μυκόνου και των Σποράδων νήσων, τους Γκίζι3. Πιθανόν όµως η επάνοδος του ∆ούκα στη Νάξο να σχετιζόταν και µε τα γεγονότα που διαδραµατίσθηκαν στην ίδια τη Νάξο, χωρίς να παραγνωρίζεται

1. Χρύσα Μαλτέζου, Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας (1211-1669), στο «Κρήτη. Ιστορία και Πολιτισµός», Σύνδεσµος Τοπικών Ενώσεων ∆ήµων και Κοινοτήτων Κρήτης, 1988. Βλ. επίσης Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Ο Μάρκος Σανούδος και η εδραίωση του δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους, θα δηµοσιευθεί στο τ. 7 του π. Φλέα, 2005. 2. Χρύσα Μαλτέζου, Η Κρήτη, ό. π. «Πάσα σχεδόν η νήσος µετέσχεν εις την σκληράν αυτήν εξέγερσιν», γράφει ο Στ. Ξανθουδίδης, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των Κρητών, Αθήνα 1939. 3. Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, Μαρίνος Σανούδος Τορσέλλο. Ιστορία της Ρωµανίας, Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 2000.

4

η σηµασία των άλλων στρατιωτικών και πολιτικών κινήσεων: ο ∆ούκας είχε διατάξει την κατάργηση θρησκευτικής συνήθειας των ορθοδόξων υπηκόων του. Επρόκειτο για τη συνήθεια των κατοίκων της Νάξου να περνούν από την οπή µιας πέτρας τοποθετηµένης στο ναό τα ασθενικά παιδιά τους, αλλά και τα ζώα τους, την εορτή του Αγίου Παχωµίου, που έµεινε γνωστή ως το έθιµο του Τρυποπεράσµατος4. Η συνήθεια αυτή ήταν γνωστή σ’ όλο το νησί, όχι µόνο στη ∆ρυµαλία, και τηρούνταν από τους κατοίκους νησιώτες µε θρησκευτική ευλάβεια. Το έθιµο επιβίωσε στη Νάξο µέχρι τα τελευταία χρόνια. Ο Ροβέρτος Saulger, ο ηγούµενος των Ιησουϊτών, στον οποίο οφείλουµε την πληροφόρηση για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Νάξο, αφηγείται: «Κατά την εποχήν ταύτην οι Σχισµατικοί της Νάξου Έλληνες επέφερον ταραχήν τινα εν τη νήσω, ένεκα αρχαιοτάτης τινος δεισιδαιµονίας, ην ο δούξ ηθέλησε να καταργήσει. […] Οι σχισµατικοί, λαός, ιερείς και µοναχοί, µεγάλως εταράχθησαν επί τούτω […] γενική επαπειλείτο στάσις. […] Οι µάλλον δυσαρεστηθέντες ήσαν οι κάτοικοι της ∆ρυµαλίας […]»5. Ο Ροβέρτος Saulger τοποθετεί την «ταραχή», που προκλήθηκε από την απόφαση του δούκα να καταργηθεί η συνήθεια του «Τρυποπεράσµατος», κυρίως στην ∆ρυµαλία, –«οι µάλλον δυσαρεστηθέντες» ήταν οι κάτοικοι της ∆ρυµαλιάς,– χωρίς να αναφέρει ιδιαίτερη περιοχή, την εποχή του Μάρκου Β΄ Σανούδου, που τον θέλει να πεθαίνει το 1263. Γνωρίζουµε ότι η ηγεµονία του Μάρκου Β΄ άρχισε το 1260/2 και τελείωσε το 1303. Εποµένως, δούκας δεν ήταν ο Μάρκος Β΄, και, το πιθανότερο, η κινητοποίηση των Ναξίων κατοίκων της υπαίθρου έλαβε χώρα όταν ηγεµόνευε ο Άγγελος Σανούδος. Συντρέχει κι άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης. Ο Saulger ιστορεί ότι ο Μάρκος Β΄ κλήθηκε στην Κρήτη, αντί του πατέρα του Άγγελου Σανούδου, να προσφέρει τη βοήθειά του στους Βενετούς για να καταστείλουν την εξέγερση των Ρωµαίων αρχόντων. Στην αφήγησή του για την εξέγερση στην Κρήτη, αναφέρει τις οικογένειες των Μελισσηνών, των Σκορδίληδων, των ∆ρακοντόπουλων. Πράγµατι οι άρχοντες αυτοί ήταν οι υποκινητές και οι αρχηγοί της επανάστασης που έµεινε γνωστή ως «η τρίτη επανάστασις των δύο Συβρίτων», στην οποία αναµείχθηκε ενεργά και την ενίσχυσε δια στόλου και στρατού ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ ο Βατάτζης6. Αν λοιπόν αυτοί ήταν οι αρχηγοί της εξέγερσης και τα γεγονότα

4. Στέφ. ∆. Ήµελλος, Περί του εν τη νήσω Νάξω εθίµου «του Τρυποπεράσµατος», Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόµ. Α΄, 1961, αναδηµοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, 4, 1990. 5. R. Saulger, Ιστορία των Αρχαίων ∆ουκών και των Λοιπών Ηγεµόνων του Αιγαίου Πελάγους, εν Ερµουπόλει, 1878, αναδηµοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, 12, 1992. Οι πληροφορίες για τη ∆ρυµαλία, περί 10.000 ανδρών ετοιµοπόλεµων, πύργων και 12 χωριών, µάλλον είναι υπερβολικές για την εποχή στην οποία αναφέρονται. 6. Στ. Ξανθουδίδης, Η Ενετοκρατία, ό. π. Ο W. Miller (Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204 – 1566, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 1997) αντλεί την πληροφορία του για το έθιµο του Τρυποπεράσµατος από τον Ρ. Saulger. Παρά το γεγονός ότι τοποθετεί την ηγεµο-

5

συνέβησαν µε την παρέµβαση του βυζαντινού Μέγα ∆ούκα, τότε έλαβαν χώρα όταν ηγεµόνευε ο Άγγελος και όχι ο Μάρκος Β΄. «Κατά την εποχήν ταύτην οι Σχισµατικοί της Νάξου Έλληνες επέφερον ταραχήν τινα εν τη νήσω […]». Οι «Σχισµατικοί», λοιπόν, κινήθηκαν την εποχή που συνέβη η εξέγερση των αρχόντων στην Κρήτη εναντίον των Βενετών, όταν δούκας της Κρήτης ήταν ο Ιωάννης Στορλάτο, δηλαδή η κίνηση έλαβε χώρα το 1228 ή λίγο αργότερα, πριν ή και κατά τη διάρκεια του 1230. Η «ταραχή» των αγροτών Ναξίων και κυρίως των ∆ρυµαλιτών, που στρεφόταν εναντίον του ∆ούκα ο οποίος διέταξε την κατάργηση εθίµου και συνήθειας συνδεδεµένου µε τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ήταν εξέγερση που στρεφόταν εναντίον του Άγγελου Σανούδου; Στον Άγγελο, µάλλον, πρέπει να αποδοθεί η ανέγερση ή η επαναλειτουργία του Απάνω Κάστρου, ίσως και η διαµονή σ’ αυτό για κάποιο χρονικό διάστηµα και η χρησιµοποίηση του βυζαντινού ναού του Αγίου Μάµαντα, –που λειτουργούνταν σύµφωνα µε το ανατολικό τυπικό από τον 9ο αι.,– ως Μητρόπολη των Λατίνων, κάτω από την πιεστική παρουσία του βυζαντινού στόλου στα νησιά και τις διαβολές των Γκίζι. Ο B.J. Slot µε πληροφόρησε ότι το 1230, από τη Βενετία όπου βρισκόταν, ο Μάρκος Α΄ παρεχώρησε το µοναστήρι του Φωτοδότη Χριστού στο τάγµα των Βενεδικτίνων µοναχών. Να σηµειωθεί εδώ ότι, σ’ αντίθεση µε ό,τι συνέβη σ’ άλλες λατινοκρατούµενες χώρες, στο δουκάτο Νάξου και Άνδρου οι ∆ούκες κράτησαν υπό τη δικαιοδοσία τους τα µοναστήρια. ∆εν δήµευσαν την περιουσία τους και δεν την παραχώρησαν στη λατινική εκκλησία αλλά, όπως έδειξε η πρακτική της Signoria, της Αυθεντίας, τα µεταγενέστερα χρόνια, παραχωρούσαν στους nobili βασάλους τους δικαιώµατα, επί της περιουσίας προφανώς, των µοναστηριών, ποτέ όµως µε κληρονοµικό δικαίωµα. ∆εν είναι γνωστά τα δικαιώµατα που απέδιδαν στους ∆ούκες ή στους φεουδάρχες αφεντότοπους τα ορθόδοξα µοναστήρια. Έτσι, αρχικά, διαµορφώθηκε η εντύπωση µεταξύ των Ελλήνων ότι τα µοναστήρια είχαν τεθεί υπό την προστασία των ∆ουκών. Εποµένως ∆ούκας το 1228 και το 1230 ήταν ο Μάρκος Α΄. ∆εν γνωρίζουµε µε βεβαιότητα αν εναντίον του στρεφόταν η «ταραχή» των Ναξιωτών7. Ίσως είχε παραχωρήσει αρµοδιότητες στον Άγγελο κι αυτός

νία του Μάρκου Β΄ µεταξύ 1262 και 1303, σ’ αντίθεση µε τις χρονολογίες του Saulger, εν τούτοις συνεχίζει να δέχεται ότι η «ταραχή των Σχισµατικών» έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της ηγεµονίας του Μάρκου Β’. Μάλιστα εξαιτίας της κατάργησης του εθίµου γράφει γι’ αυτόν ότι «δεν φέρθηκε ανεκτικά» στους ορθοδόξους υπηκόους του, αφού «δεν ανέχθηκε την άκακη λατρεία τους που έκλεινε µέσα της κάτι το παγανιστικό κι είχε την αρχή της στα αρχαία χρόνια», κι ότι δεν ήταν συνετός πολιτικός. Όπως ήδη παρατηρούµε ο Μάρκος Β΄ ήταν µάλλον αµέτοχος µε τα διαδραµατιζόµενα. 7. Ο B.J. Slot, γνωρίζει ότι ο Μάρκος Α΄ Σανούδος ζούσε µέχρι και το 1230. Με πληροφόρησε ότι στη Βενετία, πρόσφατα, είδε το φως έγγραφο µε το οποίο παραχωρεί το µοναστήρι του Φωτοδότη Χριστού στο τάγµα των Βενεδικτίνων µοναχών. Το έγγραφο της παραχώρησης του ορθόδοξου µοναστηριού εκδόθηκε από τον Μάρκο Α΄ στη Βενετία. Το ζητούµενο είναι αν ο Μάρκος Α΄ εξακολουθούσε να είναι ο ηγεµόνας ή αν είχε, το

6

ο τελευταίος, πράγµατι, εκστράτευσε στην Κρήτη και διέταξε την κατάργηση της συνήθειας8. Οπωσδήποτε η απόφαση να καταργηθεί το έθιµο, αν ο Saulger µας πληροφορεί σωστά, υπήρξε η αφορµή και όχι η αιτία της «ταραχής» που προκλήθηκε στη Νάξο και κυρίως µεταξύ των κατοίκων της ∆ρυµαλιάς. Την αιτία δεν την γνωρίζουµε. ∆εν γνωρίζουµε αν οι δύο πρώτοι δούκες έλαβαν µέτρα, ούτε και ποια, σε βάρος της ορθόδοξης εκκλησίας. Γνωρίζουµε ότι καθολικός αρχιεπίσκοπος δεν εγκαταστάθηκε στη Νάξο πριν το 12439. Γνωρίζουµε επίσης ότι επί ηγεµονίας Μάρκου Α΄, το 1226, ιδρύθηκε από µη ιερωµένους, λαϊκούς Λατίνους Καθολικούς, οργάνωση, επιτροπή µάλλον, µε την επωνυµία «Αδελφότης του Αγιοτάτου Σώµατος του Χριστού», προκειµένου να διαχειρισθεί τους οικονοµικούς πόρους που άρχισαν να συγκεντρώνονται από την λατινική κοινότητα για να υποστηριχθεί η υπό ίδρυση Καθολική Εκκλησία, γεγονός που δηλώνει την ελλιπή εκκλησιαστική οργάνωση της Καθολικής κοινότητας10. Από την άλλη πλευρά, των ορθοδόξων, τον 13ο αιώνα, ο αριθµός των νέων εκκλησιών είναι σχετικά µεγάλος. Επίσης, παρατηρούνται νέα τοιχογραφικά στρώµατα. Αλλά το κύριο γνώρισµα της ορθόδοξης εκκλησίας το µαρτυρά η δοµή και τα χαρακτηριστικά των νέων ορθόδοξων ναών που οικοδοµούνται στην ύπαιθρο: αυτοί έχουν «πολύ µικρότερες διαστάσεις από αυτές των προηγούµενων εποχών. Οι νέοι κτήτορες δεν είναι πλέον άρχοντες, αλλά ιδιώτες και µάλιστα συνήθως χωρικοί, γι αυτό και οι µικρές εκκλησιές είναι χτισµένες µε κοινά υλικά σε απλούστερες κατασκευές που έχουν ως µόνο στολίδι τις ελάχιστα δαπανηρές τοιχογραφίες, εκτελεσµένες ασφαλώς από ντόπιους ζωγράφους. Οι κτήτορες που αναφέρονται συχνά στις επιγραφές είναι οικογενειάρχες, ιερείς, καµιά φορά και ζωγράφοι. Άλλωστε

1230, αποσυρθεί ή και εκχωρήσει εξουσίες στον διάδοχό του Άγγελο, κι αν η «ταραχή» των Ναξιωτών καταλογίζεται στην πολιτική του τελευταίου ή του πατέρα του Μάρκου Α΄. 8. «Εσφαλµένως οι χρονογράφοι De Monacis, Dandolo κλπ. αναγράφουσι τον Μάρκο, όστις είχεν αποθάνει κατά το 1227 και τον είχε διαδεχθεί ο υιός του Άγγελος. Ή τούτον άρα πρέπει να δεχθώµεν ως ελθόντα εις Κρήτην ή να υποθέσωµεν ότι είναι εσφαλµένη επανάληψις της βοήθειας του Μάρκου (Hopf, εις Εγκυκλοπ. Ersch-Gruber, τόµ. Ε΄ σελ. 313). Πρβλ. Μίλλερ-Λάµπρου, Ιστορία Φραγκοκρατίας Ι, 337 και Αντ. Μηλιαράκη, Ιστορ. Νικαίας, σελ. 265-266», στο Στ. Ξανθουδίδης, ό. π. Παραµένει λοιπόν ανεξακρίβωτο αν επρόκειτο για τον Μάρκο Α΄ ή για τον γιο και διάδοχό του, τον Άγγελο. Το πιθανότερο είναι ότι επρόκειτο για τον Άγγελο Σανούδο, ο οποίος µε την βοήθεια των Βενετών οχύρωσε τη Σούδα. 9. G. Fedalto, Vescovi Franchi, Veneziani ed Orientali nell’ oriente Latino. Confronti e statistiche, στο «Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (XIII-XV secolo)», Bενετία, 2002. 10. Ιωάννης Ν. ∆έλλα Ρόκκας, Η Καπέλλα Καζάτζα, η αδελφοσύνη και η Εµπορική Σχολή Νάξου, στο Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόµ. ∆΄, 1964, αναδηµοσίευση στο π. Αρχατός, 1, 1997.

7

συχνά στην εικονογράφηση ενός ναού συµβάλλουν περισσότεροι χορηγοί»11. Η µαρτυρία αυτή µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι αρκετά σηµαντικός αριθµός από τους εγχώριους άρχοντες είχε ήδη, από την αρχή της κατάκτησης, αποδεκατιστεί, φυσικά ή οικονοµικά. «Οικογενειάρχες, ιερείς και ζωγράφοι», οι στασιαστές. Η θέση της ορθόδοξης εκκλησίας στην κοινωνία που διαµορφωνόταν, και η οικονοµική κατάστασή της δεν καλυτέρευσε κάτω από την καινούργια Αφεντία. Μάλλον χειροτέρευε. Θεώρησαν λαός, ιερείς, µοναχοί, ότι η πολιτική και στρατιωτική εξέλιξη στην περιοχή τους και οι αντιπαλότητες των Λατίνων φεουδαρχών, τους προσέφεραν την ευκαιρία να εξεγερθούν και η απαγόρευση της συνήθειας απετέλεσε το πρόσχηµα; Για να διεκδικήσουν δικαιώµατα που έχασαν; Και ποια ήταν αυτά; ∆εν έχουµε πληροφορίες. Πιθανόν οι νησιώτες αγρότες να εξεγέρθηκαν επειδή συνδύασαν την απαγόρευση της συνήθειας του Τρυποπεράσµατος µε την παραχώρηση - ίσως να µην ήταν η µόνη - του µοναστηριού του Φωτοδότη Χριστού, και µάλιστα σε µοναχικό τάγµα όπως ήταν οι Βενεδικτίνοι, και θεώρησαν τα δύο µέτρα ως επέµβαση στις θρησκευτικές τους συνήθειες και στο καθεστώς της εκκλησίας. Ωστόσο δεν είχε απαγορευθεί στους βιλλάνους νησιώτες να οικοδοµούν ναούς και να τους αγιογραφούν, να τους ανιστορούν και να τους ζωγραφίζουν. Ένα είδος «ισορροπίας», λεπτής και επικίνδυνης, φαινόταν ότι είχε διαµορφωθεί στη Ναξιακή ενδοχώρα ανάµεσα στην εκκλησία που περιέκλειε το λαό της υπαίθρου από τη µια, και στην Αυθεντία από την άλλη, εκείνη την περίοδο των πρώτων δεκαετιών της ηγεµονίας των Σανούδων. Πιθανότατα η απαγόρευση της συνήθειας να οφειλόταν και στο γεγονός πως η λογική του ∆ούκα δεν µπορούσε να χωρέσει ότι το έθιµο αυτό, του Τρυποπεράσµατος, σχετιζόταν µε τη θρησκευτική λατρεία, όπως, αιώνες αργότερα, ο Γερµανός ιησουίτης ηγούµενος Λίχτλε δεν µπορούσε να καταλάβει τους εορτασµούς των χωρικών, τα πανηγύρια, την ηµέρα της εορτής των Αγίων12.

11. Μαν. Χατζηδάκης, Εισαγωγικές Σηµειώσεις, στο «Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1989. Επίσης βλ. Κ. Α. Κατσουρός, Ο Μάρκος Σανούδος, ό. π. 12. Χαρακτηριστικά της νοοτροπίας των Βενετών αποίκων είναι τα ακόλουθα: «[…] Μέχρι και τις αρχές του 13ου αι. οι Βενετοί είχαν την αίσθηση ότι συνέχιζαν να είναι Βυζαντινοί. Μετά την τέταρτη σταυροφορία όµως σηµειώνεται το αντίθετο φαινόµενο, όταν µεγάλες οικογένειες εγκαθίστανται σε διάφορες ηπειρωτικές περιοχές και στα νησιά µεταφέροντας τις συνήθειες της πατρίδας τους». Στην Κρήτη ειδικότερα ακολουθήθηκε πολιτική «εκβενετισµού», «[…] εκτός από τη διοίκηση και την οικονοµία και σε εκκλησιαστικό επίπεδο, όπου οι Βενετοί προσπάθησαν να ελέγξουν πλήρως τον ορθόδοξο κλήρο». Ωστόσο, παρά την πιεστική πολιτική, «σηµειώνεται άνθηση στην ανέγερση εκκλησιών και ευαγών ιδρυµάτων, φορολογικές απαλλαγές για τους φτωχούς ιερείς, επιχορηγήσεις και ελεηµοσύνες προς τα µοναστήρια κ. ά.», βλ. Giorgio Fedalto, Greci e Veneziani: Scontri e incontri di politica e religione. Il caso di Creta, Θησαυρίσµατα, 30, 2000.

8

Οι βιλλάνοι, οι ιερείς, οι µοναχοί της Νάξου και ιδιαίτερα της ∆ρυµαλίας έδειξαν την ετοιµότητά τους απέναντι στο µέτρο που έλαβε η Αφεντία, αλλά και διατράνωσαν την απόφασή τους να µην ανεχθούν παρεµβάσεις ή και ανατροπές στα θρησκευτικά τους έθιµα και κατ’ επέκταση επεµβάσεις στην εκκλησιαστική τους οργάνωση και στην άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας. Η «ταραχή» αποκάλυψε την πολιτισµική αντοχή και ευρωστία της νησιωτικής υπαίθρου, στα τέλη της τρίτης δεκαετίας µετά την κατάκτηση, αλλά και την πολιτισµική απόσταση που υπήρχε ανάµεσα στους Ρωµαίους αγρότες νησιώτες και στους Λατίνους. Για την εξέγερση στη Μήλο οι ειδήσεις είναι λιγοστές και δεν είναι σαφείς. Την πληροφορία ότι εξεγέρθηκαν οι βιλλάνοι της Μήλου την έχουµε από τον Ροβέρτο Saulger13 αλλά και από τον Χριστόφορο Buondelmonti14. Ο τελευταίος υποστήριξε ότι οι Μηλιοί σκότωσαν τη δούκισσα15. Επικεφαλής της εξέγερσης ήταν τέσσερις Μηλιοί. Ανάµεσα τους ένας µοναχός. ∆εν διασώθηκαν πληροφορίες γι’ αυτούς. Κατέλαβαν το Κάστρο, έδιωξαν τη φρουρά κι όλους τους Λατίνους. Τους λόγους της εξέγερσης δεν τους γνωρίζουµε. Ο ∆ούκας ζήτησε από τους εξεγερµένους να παραδοθούν κι όταν αυτοί αρνήθηκαν κατέλαβε το Κάστρο και εκτέλεσε τους αρχηγούς της εξέγερσης. Μεταξύ αυτών και τον µοναχό, που ήταν ο πρωταγωνιστής. Τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον πέταξαν στη θάλασσα όπου και πνίγηκε. ∆εν έλαβε µέτρα εναντίον των βιλλάνων-υπηκόων του, δίνοντας τέλος στην εξέγερση και επαναφέροντας την τάξη στο νησί, που αποτελούσε κτήση της οικογένειας των ∆ουκών. Η εξέγερση έγινε, το πιο πιθανό, τη χρονική περίοδο κατά την οποία δραστηριοποιείται ο βυζαντινός στόλος στο Αιγαίο για να ανακτήσει τον έλεγχο των νησιών, µετά την νικηφόρα µάχη της Πελαγονίας το 1259, και σχετίζεται, πιθανόν, µε τη δραστηριότητα του βυζαντινού ναυάρχου Φιλανθρωπηνού στο Αιγαίο, οπότε ηγεµόνας στο δουκάτο ήταν ο Άγγελος, ή µετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, την 25 Ιουλίου 1261, δραστηριότητα που συµπίπτει µάλλον µε την ηγεµονία στο δουκάτο του Μάρκου Β΄. ∆εν γνωρίζουµε αν υπήρχαν σχέσεις και το είδος των σχέσεων µεταξύ Μηλίων και Βυζαντινού στόλου. Ο Μαρίνο Σανούδο Τορσέλλο, βενετός διπλωµάτης και προπαγανδιστής σταυροφοριών, δεν κάνει λόγο για την εξέγερση της Μήλου ούτε αναφέρεται στην «ταραχή» των «Σχισµατικών» Ελλήνων της Νάξου16. Γενικά δεν

13. Ρ. Saulger, Ιστορία των Αρχαίων, ό. π. 14. Χριστόφορος Buondelmonti Description des iles de l’ Archipel, εκδ. Emile Legrand, Παρίσι, 1897. 15. Ανδρέας Λεντάκης, Το αρχοντολόϊ της Μήλου και τα οικόσηµά του, Μηλιακά, τόµ. Α’. 16. Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, Μαρίνος Σανούδο Τορσέλλο, ό. π.

9

κάνει λόγο για γεγονότα που λάµβαναν χώρα στο εσωτερικό του δουκάτου και αφορούσαν στις σχέσεις που διαµόρφωναν οι εγχώριοι µε τους αποίκους κυριάρχους. Ίσως γιατί κύρια πηγή της «Ιστορίας» του ήταν ο συγγενής του ∆ούκας Μάρκος Β΄, κι αυτός δεν είχε λόγο να αναφέρεται στις αντιδράσεις των βιλλάνων του. Μάλλον είχε κάθε λόγο να τις αποσιωπήσει και να παρουσιάζει την εικόνα µιας ηγεµονίας την οποία συνθέτουν η ειρήνη και η ευηµερία των υπηκόων του, οι οποίοι είναι ευχαριστηµένοι από τα έργα και τις ηµέρες του ∆ούκα τους. Και οι δύο δεν είχαν συµφέρον να περιγράψουν και να αφηγηθούν τις όποιες αντιδράσεις των εγχώριων Ελλήνων. Ωστόσο η φράση που αφορούσε τις κτήσεις της Ρωµανίας, «όλοι οι κάτοικοί τους είναι Έλληνες και ασπάζονται την αίρεση αυτή (την ορθοδοξία) και η καρδιά τους είναι αφοσιωµένη στις ελληνικές συνήθειες και, όταν µπορέσουν να εκδηλωθούν ελεύθερα θα το κάνουν» (quando potessero mostrarlo liberamente, lo fariano), ίσως αναφέρεται στις κινήσεις αυτές, για να προειδοποιήσει τους µεταγενέστερους, αλλά και ο µέλλοντας «θα το κάνουν» - µέχρι εκείνη την εποχή δηλαδή δεν είχαν κινητοποιηθεί - µάλλον θέλει να αποκρύψει τα γεγονότα που είχαν ήδη λάβει χώρα. Ο Τορσέλλο υποδείκνυε στους Λατίνους πρίγκιπες και ηγεµόνες τον κίνδυνο που ήταν πρωτίστως πολιτισµικός: οι συνήθειες, η γλώσσα, η θρησκεία. Είναι γεγονός ότι µετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το 1261, οµόθυµη ήταν η συµπαράσταση του βυζαντινού πληθυσµού των νησιών προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και δυσµενής η στάση του απέναντι στη Βενετία και τους Βενετούς αποίκους, ειδικά κατά τη διάρκεια του βενετο-βυζαντινού πολέµου (1296-1302). Νεότεροι Κυκλαδίτες µελετητές συνέδεσαν τη φράση, «όλοι οι κάτοικοί τους είναι Έλληνες […]», µε την εξέγερση στη Μήλο, µε σκοπό να δείξουν ότι οι Έλληνες διαπνέονταν από εθνικό φρόνηµα και η εθνική συνείδηση ήταν η δύναµη που τους κινητοποιούσε προκειµένου να αποκτήσουν την εθνική ανεξαρτησία τους. Όµως, δεν θα πρέπει να συνδέονται τέτοιου είδους κινητοποιήσεις µε την εθνική αφύπνιση και ενσυνειδησία, καθώς δεν είναι η εθνική συνείδηση η δύναµη που κινητοποιεί τα λαϊκά στρώµατα, τους κοπιαστές βιλλάνους, εκείνη την εποχή, µέσα στην καρδιά του Μεσαίωνα. Η εµπειρία από τον Αιγαιακό χώρο, από τον Ιόνιο χώρο, αλλά και τον τουρκοκρατούµενο ελληνικό χώρο, «δεν µπορεί να είναι, αν και συχνά έχει εκληφθεί έτσι, µια ιστορία αέναης άµυνας, µια ιστορία διατήρησης της ελληνικότητας, ωσάν τα ιστορικά υποκείµενα να γνώριζαν µέσω µίας µεταφυσικής και τελεολογικής αντίληψης τα µελλούµενα της ιστορίας. Εκείνο που προκύπτει σε κάποια φάση της ιστορίας ως (πρόσκαιρο, παρ’ όλες τις απαιτήσεις µονιµότητας και αλήθειας) εξαγόµενο της διαλεκτικής των ανθρωπίνων δράσεων, δεν µπορεί να προϋποτίθεται ως δεδοµένο ή προαπαιτούµενο στην ιστορική πράξη του παρελθόντος. Αν η ιστορία έχει πριν και µετά, εµείς οφείλουµε αυτά να τα σεβόµαστε, και τούτο απλούστατα σηµαίνει ότι αναγνωρίζουµε

10

στην ιστορική εµπειρία πριν απ’ όλα την προίκα της ιστορικότητας, το σηµαντικότερο όπλο κατά της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας. Η ιστορία του βενετοκρατούµενου χώρου δεν µπορεί να είναι οι αγώνες της φυλής µας, η διατήρηση ενός εθνικού χαρακτήρα ή ό,τι άλλο συναφές, αν και πολύ συχνά αυτό προβλήθηκε. Ούτε µπορεί να είναι η αυτόνοµη εξιστόρηση ενός τόπου. Αυτοί οι τόποι, απ’ όπου πέρασαν οι Βενετοί, υπήρξαν περιοχές-επαρχίες µιας αυτοκρατορίας-Republica, και µόνο µέσα στον ποταµό της ιστορίας εκείνης οι επιµέρους ιστορίες έχουν νόηµα. Αυτό που σήµερα, στις τελευταίες φάσεις της ιστοριογραφικής µας έρευνας συνειδητοποιούµε, είναι ακριβώς ότι η ιστορία των βενετοκρατούµενων χωρών είναι επίσης τµήµα της βενετικής ιστορίας και η κατανόησή της οφείλει να προϋποθέτει την εξοικείωση µε την ιστορία εκείνη»17. Το πιθανότερο, λοιπόν, οι κινητοποιήσεις αυτές συνδέονταν µε προβλήµατα θρησκευτικής και οικονοµικής φύσης, που σχετίζονταν µε τη θέση της ορθόδοξης εκκλησίας στη νέα φεουδαλική και καθολική χριστιανική πολιτεία που είχε εγκαθιδρυθεί, µε την περιουσία της, το καθεστώς διοίκησής της και τη σχέση της µε την δυτική εκκλησία καθώς και µε τη Signoria, Αυθεντία. Αλλά και µε στρατιωτικά και πολιτικά ζητήµατα, την επιχειρησιακή δραστηριότητα του βυζαντινού στόλου στο Αιγαίο και τον έλεγχο της Κρήτης, τις βλέψεις και τις κινήσεις των βενετών ηγεµόνων που εποφθαλµιούσαν ο ένας τον άλλο. Ολόκληρο αυτό το περιβάλλον διαµορφωνόταν, κατά κανόνα, ανεξάρτητα από τις θελήσεις και υπερέβαινε, τις περισσότερες φορές, τις δυνατότητες των αντιφρονούντων Μηλίων και Ναξίων, των Κυκλαδιτών γενικότερα. Οι Κυκλαδίτες παρακολουθούσαν τα τεκταινόµενα και δρούσαν όχι για να αποτινάξουν τον ζυγό των Σανούδων αλλά για να µην χάσουν δικαιώµατα και συνήθειες που τους είχαν αναγνωρισθεί από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Οφείλουµε να λάβουµε σοβαρά υπ’ όψη ότι οι νησιώτες χωρικοί, αγρότες, κτηνοτρόφοι, τεχνίτες και ψαράδες, παρά την πολιτισµική, θρησκευτική και τη γενικότερη θεσµική επίθεση την οποία δέχθηκαν, συντήρησαν την ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη θρησκεία και συνέχισαν να εφαρµόζουν δικαιϊκούς κανόνες και ρυθµίσεις που κληρονόµησαν από το Βυζάντιο. Αυτή η πολιτισµική συνέχεια µε τη συνδετική και αφοµοιωτική λειτουργία της θα επιτρέψει, σταδιακά, την ανάκτηση της εθνικής συνείδησης µέχρις ότου ο ελληνισµός διαµορφωθεί σε «συντελεσµένο έθνος»18. Νάξος, ∆εκέµβρης 2004 – Γενάρης 2005

17. ∆ηµ. Αρβανιτάκης, Ετεροκαθορισµός, αφοµοίωση και νέες ταυτότητες: η Ζάκυνθος κατά το πρώτο µισό του 16ου αιώνα, «Τα Ιστορικά», τόµ. Εικοστός, τ.39, 2003. 18. Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαµόρφωση του νέου Ελληνισµού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005.

11

«ªÈÛfi – della mita di Nicosia ÓËÛ›Ó ‹ÁÔ˘ ÛÙÔÓ •ÂÚfiηÌÔ» Ενθύµηση του Τάκη Θεόφιλου

Ο Βενετός Μαρίνο Σανούδο Τορσέλλο, συγγενής των δουκών του Αιγαίου Πελάγους, µας πληροφορεί1 ότι ο Μαρίνος Σανούδος, δευτερότοκος γιος του δεύτερου δούκα Άγγελου Σανούδου (1228/30-1260/62) και αδελφός του τρίτου δούκα Μάρκου Β΄ (1260/62-1303), είχε νυµφευθεί την θυγατέρα του Γουλιέλµου Α΄ da Verona, την Πόρτσια, και ήταν ηγεµόνας της «µισής» Νάξου και ολόκληρης της Πάρου. Βασιζόµενος στην πληροφορία αυτή ο Hopf σηµειώνει τον Μαρίνο Σανούδο ως ηγεµόνα της Πάρου και της Αντιπάρου. Τα διαδραµατιζόµενα έλαβαν χώρα κατά τον 13ο αιώνα. Ήταν µια ταραγµένη εποχή. Η ηγεµονία των Σανούδων γνώριζε, από αρκετές πλευρές, την αµφισβήτηση. Οι Βενετοί, τελικά, δεν είχαν παραιτηθεί από τις επικυριαρχικές τους αξιώσεις στα νησιά του δουκάτου. Οι Βυζαντινοί δεν είχαν ποτέ αποδεχθεί ότι έχασαν τα νησιά και ο στόλος τους, κάθε φορά που τους δινόταν η ευκαιρία, δεν δίσταζε να προκαλέσει ζηµιές ή και να αφαιρέσει κάποια από την λατινική ηγεµονία. Οι Λατίνοι ηγεµόνες των νησιών έριζαν αναµεταξύ τους. Στο εσωτερικό του δουκάτου, στη Μήλο και στη Νάξο, από τις σηµαντικότερες κτήσεις των Σανούδων στις Κυκλάδες, είχαν εκδηλωθεί στασιαστικές νοοτροπίες και συµπεριφορές από τους κατοίκους τους και γενικότερα, οι Κυκλαδίτες, ευνοούσαν κάθε αντίπαλο των Βενετών που τριγύριζε στα νερά των νησιών τους. Τέλος, πάντοτε παρόντες, οι πειρατές. Στις συνθήκες αυτές ήταν µάλλον δύσκολο κάποιος ευγενής, έστω κι αν επρόκειτο για τον δευτερότοκο γιο του δούκα του Αρχιπελάγους, να ήταν κάτοχος, να του αποδίδονταν δικαιώµατα δηλαδή, της µισής Νάξου, ολόκληρης της Πάρου και της Αντιπάρου. Το κείµενο της «Ιστορίας της Ρωµανίας», του Μ. Σανούδο Τορσέλλο, έχει ως εξής: «[…] de miser Marin Sanudo, signor della mita di Nicosia[…]». Αν ο συγγενής του δούκας Μάρκος Β΄, αφηγούµενος, είπε τη φράση, «ήταν

1. Η πληροφορία δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή, βλ. Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, Μαρίνος Σανούδος Τορσέλλο. Ιστορία της Ρωµανίας, ΕΙΕ/ ΙΒΕ, Αθήνα, 2000. Πρόκειται για χρονογραφία, που συντάχθηκε στα λατινικά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα. Ο συγγραφέας έζησε το διάστηµα µεταξύ των τελευταίων δεκαετιών του 13ου αι. και των πρώτων του 14ου αι. Ας σηµειωθεί ότι ο δούκας του Αρχιπελάγους Μάρκος Β΄ υπήρξε το βασικό πρόσωπο που πληροφόρησε τον συγγραφέα για τις πολιτικές εξελίξεις στην Εύβοια και στο δουκάτο της Νάξου.

12

κύριος στο µισό νησί», ο Τορσέλλο, κρατώντας τις σηµειώσεις του, θα είχε κάποια περιέργεια ή απορία να ρωτήσει τι άραγε µπορούσε να σηµαίνει «µισό νησί»; Έγραψε «µισό Νησί» κι αργότερα «της µισής Νάξου», χωρίς να µπει στον κόπο να προσδιορίσει τα όρια αυτού του «della mitα»: γι αυτόν δεν είχε σηµασία αν ήταν η ανατολική ή η δυτική, η βόρεια ή η νότια Nάξος, ή αν επρόκειτο για µια άλλη «διαίρεση» του νησιού. ∆εν του πέρασε διόλου από το µυαλό να διασταυρώσει και να επιβεβαιώσει την πληροφορία ρωτώντας τον ίδιο τον Μαρίνο Σανούδο, µε τον οποίο είχε συνοµιλήσει για διάφορα θέµατα, όπως ο ίδιος γράφει. Άλλωστε την «Ιστορία» του την έγραψε πολύ αργότερα από την εποχή που συλλέγει τις πληροφορίες του, τέλη της δεύτερης ή την τρίτη δεκαετία του 14ου αι., σε προχωρηµένη ηλικία2. Από την άλλη, για τον ∆ούκα Μάρκο Β΄ ήταν τόσο κοινό αυτό που έλεγε ώστε δεν θεώρησε ότι έπρεπε να διευκρινίσει στον συνοµιλητή του τι σήµαινε «µισό νησί». Έχει ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία να γνωρίζουµε, επειδή «µισό νησί» στη Νάξο ονοµάζουµε, µέχρι σήµερα, την περιοχή που είναι γνωστή ως Ξερόκαµπος. Στη ναξιακή κοινωνία, στη Χώρα, τον 20ο αι., η αείµνηστη Φιλισία Πολίτου, µε µεγάλη κτηµατική περιουσία, ιδιαίτερα στον Ξερόκαµπο, ήταν γνωστή ως «η µισο- νησιού»3. Σε νοταριακό έγγραφο µαρτυρούνται το 1680 χωράφια του αφέντη Τζαµπατάκη Μπαρόντζη «όπου είναι στο µισό νησίν ήγου στον Ξερόκαµπον»4. Ο Ξερόκαµπος αναγράφεται ως τιµάριο στο τουρκικό φορολογικό κατάστιχο του 16705. Κι’ αυτό σηµαίνει ότι µέχρι και το 1670 ο «Ξερόκαµπος» χαρακτηρίζεται από την οθωµανική διοίκηση φορολογική οντότητα, ενιαία ιδιοκτησία, που ανήκε πιθανόν σε ένα ή δύο τιµαριούχους, οργανωµένη παραγωγική µονάδα, που καταβάλλει φόρο µ’ αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισµα, του τιµαρίου. Ποια εποχή παραχωρήθηκε ολόκληρη, ενιαία, αυτή η έκταση; Ποιος ήταν ο παραχωρητής; Σε ποιον ή ποιους παραχωρήθηκε ως παραγωγική µονάδα και, ως τέτοια, σε ποιον ήταν υπόφορη, απέδιδε δικαιώµατα; Ονόµαζαν Ξερόκαµπο και «µισό νησί» την περιοχή ήδη από την εποχή του Άγγελου Σανούδου, εποµένως και πριν απ’ αυτόν; Το πιθανότερο. Πριν την λατινική κατάκτηση ποιο ήταν το νοµικό και παραγωγικό καθεστώς του

2. «Συγκεχυµένη και ελλιπή» χαρακτηρίζεται η αφήγησή του, βλ. Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, στο ίδιο. 3. Την πληροφορία µου έδωσαν τα εγγόνια της µακαρίτισσας Φ. Πολίτου, κ. Νικόλαος Πολίτης, καθηγητής Λυκείου στη Χώρα Νάξου, και κ. Χρήστος Πολίτης, υπάλληλος ∆ήµου Νάξου. Τους ευχαριστώ και από τη θέση αυτή. 4. Α. Σιφωνιού-Καράπα, Γ. Ροδολάκης, Λ. Αρτεµιάδη, Ο κώδικας του νοτάριου Νάξου Ιωάννου Μηνιάτη, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ∆ικαίου, Ακαδηµία Αθηνών, Αθήνα, 1990, αρ. εγγ.120. 5. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική Πολιτεία εν τη νήσω Νάξω, εν Ερµουπόλει, 1925. Το τιµάριο «Ξερόκαµπος» αναγράφεται στο τουρκικό κατάστιχο του 1670 και οφείλει να καταβάλει στον βασιλικό ταρσανά 1000 άσπρα. ∆υστυχώς δεν αναγράφεται ο κάτοχος ή οι κάτοχοι του τιµαρίου.

13

Ξερόκαµπου; Υπήρξε στρατιωτικό κτήµα, στρατιωτόπιο; Είχε παραχωρηθεί σε µοναστήρι; Στο παρακείµενο, του Αγίου Θαλλαλαίου, για παράδειγµα; Είχε δοθεί ως προνοιατική δωρεά; Είναι δυνατό να είχε παραχωρηθεί ως φέουδο στον δεύτερο γιο του ∆ούκα και πιθανό διάδοχό του, σε περίπτωση απώλειας του πρωτότοκου Μάρκου; Και ποια ήταν η έκταση την οποία κάλυπτε αρχές του13ου αι. η παραγωγική αυτή ενότητα; Τα όρια της έκτασης αυτής ήταν πάντα τα ίδια; Η περιοχή Ξερόκαµπος βρίσκεται κοντά στη Χώρα, στο Μέσα Κάστρο. Τα σηµερινά όριά της είναι: δυτικά, του Αγά η Βρύση, νότια, τα κτήµατα του Τζόβενου (Άγιος Χρυσόστοµος), ανατολικά, ο Άη Φηκάς και βόρεια τα κτήµατα Καλλιβούρτση. ∆εν έχουµε πληροφορίες, γενικά, για την παραγωγική απόδοση των φέουδων, γεωργική και κτηνοτροφική6. Παλαιότεροι θυµούνται ότι στον Ξερόκαµπο καλλιεργούσαν αµπέλια, έσπερναν σιτάρι και κριθάρι κι ότι ήταν βοσκότοπος. Επειδή οι παραγωγικές συνήθειες και δραστηριότητες άλλαζαν, τουλάχιστον µέχρι την εµφάνιση του τρακτέρ και του τουρισµού, µε πολύ αργούς ρυθµούς σ’ αυτό τον τόπο, υποθέτουµε ότι ο δευτερότοκος γιος του Άγγελου Σανούδου, ο Μαρίνος, παρήγαγε και, πιθανώς, εµπορευόταν δηµητριακά, κρασί και κτηνοτροφικά προϊόντα. Τρεις δηλαδή βασικές, απαραίτητες για την κοινωνία, παραγωγικές δραστηριότητες την εποχή του Μεσαίωνα: δηµητριακά, αµπελουργία, κτηνοτροφία, ζώα και προϊόντα. Πού οφείλει η τοποθεσία «Ξερόκαµπος» την ονοµασία του µισό νησί; Από ποια εποχή ήταν γνωστή η περιοχή µ’ αυτή την ονοµασία; Μια εξήγηση µας την δίνει η ίδια η γεωγραφία της περιοχής και, κυρίως, η συναφής µ’ αυτή νοοτροπία των κατοίκων της. Όπως ήδη αναφέραµε ο Ξερόκαµπος βρίσκεται πολύ κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού, την Χώρα. Η Χώρα, η πρωτεύουσα που ιδρύθηκε από τον Μάρκο Σανούδο, χωρίζεται από την περιοχή µε µια χαµηλή βουνοσειρά, όπου το µοναστήρι του Αγίου Χρυσοστόµου, που αποκόβει από τον κάτοικο της Χώρας αυτό που υπάρχει πίσω. Τι υπάρχει πίσω; Το µισό νησί7. Πιθανόν όµως να είχε παραχωρηθεί σε καλλιεργητές - στρατιώτες ως στρατιωτικό κτήµα τον 8ο αιώνα, ή, αργότερα, τον 11ο ή 12ο αιώνα, ως πρόνοια-οικονοµία, και αποτελούσε οργανωµένο ενιαίο παραγωγικό σύνολο, που κάλυπτε µεγάλη έκταση σε σχέση µε τις άλλες, πολύ µικρότερες, γειτονικές ιδιοκτησίες, ώστε οι κάτοικοι της Χώρας και των άλλων γει-

6. Στα Λιβαδοχώρια, στο Γλινάδο συγκεκριµένα, µέχρι τα τελευταία χρόνια, µε τη φράση «ευτός είναι µισονήσης» χαρακτήριζαν τον πλούσιο άνδρα, βλ. Μαν. Σέργη, Τοπωνύµια Γλινάδου, Πρακτικά του Α΄ Πανελλήνιου συνεδρίου µε θέµα «Η Νάξος δια µέσου των αιώνων», Φιλώτι, 1992, Αθήνα 1994. Εποµένως το «µισό νησί», δηλαδή ο Ξερόκαµπος, εθεωρείτο από τους εγχώριους κατοίκους πλούσιος τόπος. 7. Είναι µια εξήγηση από την οπτική του κατοίκου της Χώρας, του κατοίκου του Μέσα Κάστρου και του Μπούργου, ο οποίος, έχοντας τις αγροτικές ενασχολήσεις του σε εκτάσεις που απλωνόταν µέχρι τα Λιβάδια, τον Παρατρέχο και την περιοχή γύρω από τις Αλυκές, κατά κανόνα δυσκολευόταν, και δυσκολεύεται µέχρι σήµερα, στην επικοινωνία του µε το υπόλοιπο νησί.

14

τονικών περιοχών να παροµοίαζαν την παραγωγική αυτή έκταση και τελικά να την ονόµασαν «µισό νησί». Μπορεί ωστόσο, µε δεδοµένη τη µεγάλη σε µέγεθος ενιαία παραγωγική µονάδα, να δήλωνε την κτηµατική έκταση που παρεχωρείτο προς εκµετάλλευση ως µισιάρικη, µισιακή-µεσιακή γη, που αποδίδει την ηµίσεια, όπως ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς, δηλαδή το µισό από την παραγωγή των καρπών στον κάτοχό της και το άλλο µισό στον καλλιεργητή του κτήµατος. Αυτό το καθεστώς παραχώρησης γης ίσως ήταν το κυρίαρχο στον Ξερόκαµπο, και από εδώ να προέρχεται η ονοµασία της τοποθεσίας «µισό νησί»8. ∆εν αποκλείεται ωστόσο ο Μαρίνος Σανούδος να αξίωνε ή και να διεκδικούσε από τον πατέρα του, τον δούκα Άγγελο, ή από τον αδελφό του, τον δούκα Μάρκο Β’, την παραχώρηση δικαιωµάτων πάνω στο µισό νησί, στη µισή Νάξο. Αυτοί του πρόσφεραν τον Ξερόκαµπο, και, σκωπτικά, µεταξύ των ανθρώπων της signoria, αφεντίας, και µεταξύ των Μπουργιανών, αστών, λεγότανε ότι, τελικά, του παραχωρήθηκε το «µισό νησί», γη δηλαδή πολύ µικρότερη σε έκταση και παραγωγική απόδοση, απ’ αυτήν που διεκδικούσε ο δευτερότοκος γιος του Άγγελου Σανούδου. Αυτός, ο Μαρίνος Σανούδος, συνήργησε µε τον Βαρθολοµαίο Α΄ Γκίζι εναντίον του αδελφού του δούκα Μάρκου Β΄ και υπέρ του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, όπως ειδοποίησε τον δούκα ο Κάρολος των Ανζού, ιδρυτής της γαλλικής ηγεµονίας στην Ιταλία και επικυρίαρχος των δουκών του Αιγαίου Πελάγους9. Νάξος, ∆εκέµβρης του 2004

8. Να σηµειώσουµε εδώ ότι το µισό της παραγωγής από τους καρπούς έδιναν αγροί κατώτερης ποιότητας, βλ. Ν. Α. Κεφαλληνιάδης, Ποιµενικά Νάξου. Επιτόπιοι συνήθειαι εξ ανεκδότων εγγράφων, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόµ. Ι’, 1974-1978. 9. Την πληροφορία αυτή αντλούµε από τον Silvano Borsari, Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo, Napoli 1966.

15

™¶∂Y¢∂

µƒ∞¢Eø™. ¢È¿ÏÔÁÔ˜ ÁÈ· ÌÈ· ηχÙÂÚË ˙ˆ‹ ÛÙÔ˘˜ ¢‹ÌÔ˘˜ Î·È ÛÙ· ÈÚÈ¿. Ενθύµηση του Ανδρόνικου Γ. Ρεφενέ

Βεβαίως στη Νάξο δεν τσακιζόµαστε στο τρέξιµο. Την ένταση ωστόσο δεν την αποφεύγουµε. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι είµαστε, αν και νησιώτες, ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί στις σχέσεις που διατηρούµε µεταξύ µας. Τόσο ώστε δίνουµε την εντύπωση ότι κάτι πολύ σπάνιο, πολύ ακριβό, διεκδικούµε οι µεν από τους δε, και δεν δεχόµαστε να το µοιραζόµαστε µε τους άλλους. Παρά την ένταση που προκαλείται από την αντιπαλότητα και διεκδίκηση αυτή, αλλά και τη διαµόρφωση προσωπικών πολιτικών και σειρά σχέσεων και µορφών διαπλοκής, οι ρυθµοί είναι περισσότερο ανθρώπινοι. Αλλά αυτό δεν µε καθησυχάζει. Πολλά στο τοπίο το Ναξιακό υπήρξαν ανθρώπινα που σήµερα δεν συναντώ. Τον ελεύθερο χρόνο δεν καταφέρνουµε να τον αξιοποιήσουµε σύµφωνα µε τις ανάγκες µας, κι’ αυτές οι τελευταίες, φαίνεται ότι, δεν στάθηκαν ικανές ν’ αποφύγουν την µετάλλαξη. Επιθυµούµε ταχύπλοα πλοία, τα οποία µας ξεχνούν το χειµώνα, έχουµε γίνει µια πολύ καλή αγορά αυτοκινήτων, κάποτε δύσχρηστων για το οδικό δίκτυο του νησιού, θέλουµε γρήγορους υπολογιστές, έχουµε πολυδύναµα κινητά τηλέφωνα και δεν λείπει το αεροπλάνο - αν αποφύγουµε την κατασκευή καινούριου αεροδροµίου θα έχουµε αποφύγει δαπάνες τις οποίες κανείς δεν είναι σε θέση να πει πότε θα έχουν τις δυνατότητες να εξοφλήσουν οι Ναξιώτες. To ίδιο ισχύει και για το «µεγάλο» λιµάνι, το οποίο θα λειτουργεί ως τέτοιο 100 µέρες από τις 365 του χρόνου, µε τα σηµερινά δεδοµένα της τουριστικής υποδοµής και τις δυνατότητες παροχής υπηρεσιών. Τι να το κάνουµε «τόσο» µεγάλο; Καταφέραµε να αποδοµήσουµε τον ιστορικό ιστό της πόλης µας, της Χώρας, και πολλοί κάτοικοι δεν γνωρίζουν ότι κατοικούν στον Μπούργο, στο Νιο-Χωριό ή στην Εβραϊκή. Ή, κι αν το γνωρίζουν, δεν σηµαίνει τίποτα γι αυτούς. Κατασκευάσαµε µια νέα πόλη, ασφυκτική, χωρίς χωροταξία, πεζοδρόµια, πλατείες και δηµόσιους χώρους. Υποψιάζοµαι ότι, τελευταία, σκεπτόµαστε το πώς θα µεθοδεύσουµε, χωρίς επίσηµα να το οµολογούµε, τρόπους διάλυσης του ∆ήµου ∆ρυµαλίας, ή θα εκµεταλλευτούµε τις περιστάσεις προκειµένου να ενοποιηθεί ολόκληρο το νησί σ’ ένα ∆ήµο: στην πραγµατικότητα δηλαδή να υπαχθεί στη Χώρα, στην πρωτεύουσα, εντείνοντας ακόµη περισσότερο, απ’ ό,τι συµβαίνει µέχρι τώρα, τον αποπροσανατολισµό των νησιωτών κατοίκων της Νάξου, επιταχύνοντας την ερηµοποίηση της νησιωτικής υπαίθρου. Επιθυµούµε περισσότερη «αστικοποίηση» σε βάρος των χωριών, γοητευόµαστε

16

από την ελευθεριάζουσα ατµόσφαιρα της εποχής, ενώ είναι φανερό ότι δεν γνωρίζουµε άλλους, εκτός απ’ αυτόν, τρόπους προκειµένου να επιτευχθεί η ποθούµενη αστική ολοκλήρωση. Αυτή η «αστικοποίηση», που δεν προέρχεται από την ανάπτυξη παραγωγικών δυνατοτήτων σ’ ολόκληρο το νησί, αλλά από την παρασιτική µεγέθυνση µιας περιοχής, της πρωτεύουσας, της Χώρας, αφαιρεί από τους νησιώτες Ναξιώτες το περιεχόµενο της πραγµατικής ζωής, τους µεταλλάσσει, και οδηγεί στην ερηµοποίηση της υπαίθρου. Η «αστικοποίηση» δεν έχει πρόγραµµα, δεν ακολουθεί συγκεκριµένο σχέδιο. ∆εν έχει ραχοκοκαλιά, δεν έχει νεύρο, ούτε φυσιογνωµία. Απλώς συµβαίνει, συνοδευόµενη από την επωδό: ό,τι γίνεται για καλό είναι! Έχω την πεποίθηση ότι το αυτοκίνητο δεν µας βοήθησε να γνωρίσουµε καλύτερα, απ’ ό,τι γνώριζαν οι πρόγονοί µας, το νησί µας. Τα µνηµεία, τα τοπία στο νησί, για τον νησιώτη Ναξιώτη µοιάζουν µε τα καρτούν που φεύγουν καθώς τα προσπερνά µε το αυτοκίνητο. Μόνο καθ’ υπόδειξη επισκεπτόµαστε κάποιους από τους ιστορικούς χώρους, ή και χάριν της κοσµικότητας, της επίδειξης κάποτε, και των δηµοσίων σχέσεων κατά κανόνα. Πού χάθηκε η εµπειρία ενός αργόσυρτου γεύµατος, πλούσιου σε γεύση και σε συζήτηση; Πού χάθηκαν οι παρέες, η συντροφικότητα; Πώς ηττήθηκε η κριτική σκέψη και ο στοχασµός από τον όγκο και την ταχύτητα των διακινούµενων πληροφοριών; Γιατί δεν υπάρχει χρόνος για διάβασµα και ονειροπόληση; Γιατί καταντήσαµε αιχµάλωτοι της τηλεόρασης, του ατοµικισµού, της αποξένωσης, του προσωπικού µας calcolatore; Πού χάθηκε η συλλογικότητα; Η ευχαρίστηση να εργαζόµαστε και να παράγουµε µαζί µε τους άλλους; Γιατί προσχωρήσαµε στην τυποποίηση και στην οµοιοµορφία; Γιατί παραδοθήκαµε στα φυτοφάρµακα; Γιατί υποκύπτουµε στα τρελά, τοξικά και µεταλλαγµένα τρόφιµα που παράγονται στις επικίνδυνες «φάµπρικες» της εντατικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, χωρίς το µεράκι και τον χρόνο του καλλιεργητή; Υπάρχει στη Νάξο σοβαρό πρόβληµα ερηµοποίησης ή απερήµωσης, όπως αλλιώς λέγεται. Το φαινόµενο εξελίσσεται µε βραδύτητα και εµφανίζει χρονική και τοπική ασυνέχεια. Έτσι δεν γίνεται άµεσα αντιληπτό από την τοπική νησιωτική κοινωνία, µέχρις ότου την πλήξει ανεπανόρθωτα. Η Νάξος, όπως και τα άλλα νησιά του Αιγαίου, ανήκει στις περιοχές «υψηλού κινδύνου». Τι είναι το φαινόµενο αυτό; Ας µη φανταστούµε αµµόλοφους τύπου Σαχάρας. Ας ρίξουµε µια µατιά γύρω µας: κουρασµένα χωράφια, εξαντληµένοι υδροφόροι ορίζοντες, γυµνά βουνά, περιορισµός της φυσικής βλάστησης, µείωση της πανίδας, ασυγκράτητη οικοδοµική δραστηριότητα, αλλοίωση του περιβάλλοντος χώρου. Στη Νάξο όλο και περισσότερα κοµµάτια γης

17

εξαντλούνται, χάνονται. Κάθε χρόνο η εύφορη γη δίνει τη θέση της σε χτισµένη γη, υπερβοσκηµένη γη, σε υπερεκµεταλλευόµενη γεωργικά γη, σε ξερή, φτωχή γη που παρασύρεται, που δεν δίνει τους χυµούς της στα λιβάδια, δεν τρέφει ζώα και ανθρώπους. Η ερηµοποίηση δεν είναι µια πολυετής διεργασία, ούτε το αποτέλεσµα κάποιων πρόσκαιρων αντίξοων καιρικών συνθηκών. Οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες, στις δικές µας δραστηριότητες, είτε ζούµε στην Αθήνα είτε στο νησί, στην Νάξο. Στην αλλαγή της χρήσης της γης, στην εντατική γεωργία –την εκµηχάνιση και τη µονοκαλλιέργεια που εξαντλεί τα εδάφη και τα υδατικά αποθέµατα– στην άρδευση µε υφάλµυρα νερά, στην εγκατάλειψη της ορεινής και νησιωτικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, στην υπερβόσκηση1, στην αποψίλωση για οικιστικούς λόγους ή για βόσκηση. Η ανθρωπογενής κλιµατική αλλαγή επιταχύνει την ερηµοποίηση, ενώ η υποβάθµιση των εδαφών οδηγεί στην απώλεια της βιοποικιλότητας. ∆εν είναι γνωστό, και δύσκολα µπορεί να υπολογισθεί σε Ευρώ, το οικονοµικό κόστος της απερήµωσης, της καταστροφής της αγροτικής υπαίθρου της Νάξου. Ένα χρέος που δύσκολα θα ξεχρεώσουµε, αν υπάρχει ακόµα καιρός. Στην υποβάθµιση των εδαφών και του τοπίου σηµαντικό ρόλο έπαιξε και η εγκατάλειψη της ορεινής νησιωτικής γεωργίας. Οι αναβαθµίδες εγκαταλείφθηκαν. Οι αναβαθµίδες, αυτή η ιστορική και θετική επέµβαση του ανθρώπου στη νησιωτική φύση, γιατί συγκρατεί το νερό, το χώµα, τρέφει τους τοπικούς πληθυσµούς και δηµιουργεί ένα καλαίσθητο τοπίο, εγκαταλείφθηκαν και αφέθηκαν στην τύχη τους. Η εγκατάλειψη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στους ορεινούς τόπους του νησιού, οδηγεί στην πλήρη καταστροφή του ναξιακού τοπίου. Οι όποιες οριακές προσπάθειες αποκατάστασής τους δεν υπήρξαν επαρκείς για την αναβάθµισή τους στην προτεραία κατάσταση. Αλλά ακόµη κι αν οι ξερολιθιές, οι αναβαθµίδες, αναστηλωθούν, δεν πρόκειται να καλλιεργηθούν αφού πλέον έχει χαθεί το κίνητρο. Η εκµηχάνιση της γεωργίας και το κυρίαρχο µοντέλο καλλιέργειας, η µονοκαλλιέργεια, µε τις πολύ εντατικές αρδεύσεις, οδηγεί στη νιτρορύπανση και στην υπεράντληση των νερών, στην υφαλµύρωσή τους και στη συνέχεια στην αλάτωση των εδαφών, µια από τις βασικές αιτίες της ερηµοποίησης. Η κατάσταση χειροτερεύει όταν δεν βοηθάει το κλίµα ή η µορφολογία του εδάφους. 1. Ένα από τα πιο σηµαντικά αίτια της ερηµοποίησης είναι η υπερβόσκηση, ακόµη και σε περιοχές όπου υπάρχουν λιγότερα ζώα από άλλοτε, γιατί έχουν εκλείψει οι τοπικές κοινωνίες. Η Μήλος, στις αρχές του αιώνα, είχε 35-40.000 αιγοπρόβατα αλλά δεν παρατηρούνταν υπερβόσκηση, γιατί υπήρχε µια ζωντανή τοπική κοινωνία που προστάτευε τους κοινόχρηστους χώρους. Τώρα δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχει τουρισµός και εξορυκτικές δραστηριότητες. Έτσι, τα σηµερινά 5.000 αιγοπρόβατα επιφέρουν τροµακτική καταστροφή στη βλάστηση. Αλλά και η αλλαγή του κτηνοτροφικού µοντέλου συντελεί στην υπερβόσκηση. ∆εν υπάρχουν πλέον νοµάδες κτηνοτρόφοι, αυτοί µένουν στον κάµπο, ανεβάζουν µε µηχανοκίνητα µέσα τα ζώα στις ορεινές περιοχές, δεν µετακινούνται και τα βοσκοτόπια εξαντλούνται.

18

Η οικοδοµική δραστηριότητα, από τις ανθηρότερες στο νησί, παρά το ότι σ’ αυτήν βρίσκουν απασχόληση επαγγελµατίες µε διαφορετικές ενασχολήσεις, είναι εξαιρετικά επιβαρυντική για τη Νάξο. Η σύνδεση της ιδιοκτησίας της γης µε το δικαίωµα προς οικοδόµηση, εξαφανίζει εδάφη, σκεπάζει και σφραγίζει τη γη σε πολύ µεγαλύτερη έκταση από εκείνη που καλύπτει το οικοδόµηµα, αλλάζει την απορροή των υδάτων, που δεν προλαβαίνουν να απορροφηθούν και συµπαρασύρουν τα εδάφη µε την πληµµύρα. Τέλος, το φαινόµενο της απερήµωσης επιτείνεται όταν η οικονοµική δραστηριότητα και οι πληθυσµοί συγκεντρώνονται στα πεδινά και τις παραθαλάσσιες περιοχές. Όταν εκτελούνται µεγάλα οδικά και τεχνικά έργα, όταν ο χώρος δεν υπάρχει ως φυσικός ούτε ως κοινωνικός, παρά µόνο όταν τον ανταλλάσσουµε, τον εκχρηµατίζουµε, τον καταναλώνουµε. Όταν, επίσης, µακρά περίοδος οικονοµικής και κοινωνικής δραστηριότητας συνοδεύεται και συνδέεται από µια µακρά περίοδο παρουσίας τοπικών ελίτ που δεν ανανεώνονται σε πρόσωπα, σε ιδέες, σε προσανατολισµούς: όταν δηλαδή εδραιώνεται πολιτική, οικονοµική, κοινωνική και πολιτισµική δυσπραγία. Όταν η τελευταία επιβραβεύεται από την αδρανούσα, αδύναµη, «αστική» και όχι µόνο, τοπική νησιωτική(;) κοινωνία. Κι αυτό παρά το ότι οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτισµικές επιλογές έχουν κατ’ επανάληψη δοκιµασθεί και αποδείξει την ανεπάρκειά τους. Πολιτική για την καταπολέµηση της απερήµωσης δεν έχει εκπονηθεί. Απαιτούνται οπωσδήποτε εξορθολογισµός της οικιστικής δραστηριότητας, της γεωργίας, εξοικονόµηση νερού, σεβασµός προστατευόµενων περιοχών κ.ο.κ. Αλλά, βασική προϋπόθεση της ανασυγκρότησης της υπαίθρου είναι η συγκρότηση ενός νέου πληθυσµού. Το 1999 στο Ορβιέτο της Ιταλίας πραγµατοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση της «Οµοσπονδίας πόλεων για µια καλύτερη ζωή – Citta Slow». Συµµετείχαν 30 ∆ήµοι από την Τοσκάνη, την Ούµπρια και το Τσιάντι. Στην πορεία το δίκτυο µεγάλωσε και ως ένα βαθµό διεθνοποιήθηκε, µε τη συµµετοχή 63 πόλεων απ’ όλο τον κόσµο. Από την Ελλάδα παρακολουθούν την προσπάθεια οι δήµοι της Ύδρας και του Καστελλόριζου. Το δίκτυο των «αργών πόλεων» προωθεί την ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της ταυτότητας κάθε πόλης, ως µια απάντηση στην ισοπεδωτική λειτουργία της παγκοσµιοποίησης, που τείνει να διαµορφώσει έναν οµογενοποιηµένο και εµπορευµατοποιηµένο τρόπο ζωής. Για να ενταχθεί ένας δήµος σ’ αυτό πρέπει να υλοποιήσει συγκεκριµένες πολιτικές, που προωθούν: – Την περιβαλλοντική προστασία. – Την ανάπτυξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πόλης και των γύρω περιοχών. – Την αναπαλαίωση και αξιοποίηση των παλιών κτηρίων.

19

– Την τεχνολογία που αναπτύσσει την ποιότητα του περιβάλλοντος και του αστικού ιστού. – Την παραγωγή τροφίµων µε παραδοσιακό τρόπο και φιλικό προς το περιβάλλον. – Τον αποκλεισµό κυκλοφορίας (εµπορίας και καλλιέργειας) µεταλλαγµένων προϊόντων. – Την διάσωση της αυτόχθονης παραγωγής και των τοπικών χειροτεχνιών. – Τη φιλοξενία και την άρση των όποιων εµποδίων στην απόλαυση της οµορφιάς της πόλης απ’ όλους και την εκπαίδευση των µαθητών – αλλά και των πολιτών - στις αρχές του…Slow κινήµατος,

«σπεύδε βραδέως», όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοι. Η ανάπτυξη της ποιότητας της ζωής, η προώθηση του τοπικού τρόπου διατροφής, η διαµόρφωση ενός φιλόξενου περιβάλλοντος, ο αποκλεισµός του ιστορικού κέντρου της πόλης από αυτοκίνητα, κλπ., η ηρεµία, η οµορφιά του τοπίου, η φιλία, η καλοσύνη, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, πρέπει να αποτελούν τις προτεραιότητες των πολιτών, τις αναγκαίες συνθήκες µιας ζωής ανθρώπινης. Οφείλουµε να προστατεύουµε και να αξιοποιούµε το ιστορικό τοπίο και περιβάλλον µε τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται κτήµα και γνώση όλων των πολιτών νησιωτών. Οφείλουµε να προστατεύουµε τα χωριά µας. Να αποκτήσουν νέες δυνατότητες, να θέσουν προτεραιότητες καινούριες: είναι απορίας άξιο πώς άνθρωποι, προερχόµενοι από χωριά µε µακραίωνη παράδοση στην οικονοµία, στις τέχνες και στα γράµµατα, θεωρούν ότι η δυτική ακτή του νησιού, ήδη αλλοιωµένη και κακοποιηµένη, είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η νησιωτική κοινωνία της Νάξου, κι εποµένως ο ∆ήµος ∆ρυµαλίας είναι περίπου περιττός. Αντιθέτως ο άνωθεν ∆ήµος θα πρέπει ίσως να χωρισθεί σε µικρότερες ενότητες. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και µε το ∆ήµο Νάξου. Η δυτική ακτή επιβίωσε ακριβώς επειδή υπήρξε η ενδοχώρα µε τον πλούτο της, και χωρίς αυτήν είναι δύσκολο να επιβιώσει: είναι καιρός να αντιληφθεί ότι είναι απροστάτευτη στο κάθε παλιρροϊκό κύµα που θα ξεκινήσει από την Αµοργό ή από την Σαντορίνη, κι εποµένως είναι αναγκαίος ένας νέος σχεδιασµός γι’ αυτήν. Οφείλουµε να προστατεύσουµε τον ελαιώνα της Τραγαίας. Οφείλουµε να προστατεύσουµε το Λιβάδι. Οφείλουµε να σκεφθούµε και να αναπτύξουµε δραστηριότητες συµβατές µε τον ελαιώνα της Τραγαίας και µε το Λιβάδι. Η πρόοδος και η ανάπτυξη πρέπει να επαναπροσδιοριστούν: οφείλουµε να δοκιµάσουµε και να προσπαθήσουµε να παντρέψουµε την παράδοση µε τις καλύτερες τεχνολογικές καινοτοµίες. Να επενδύσουµε σε τεχνολογίες που προστατεύουν και δεν αλλοιώνουν τη δοµή του περιβάλλοντος. Να ενδιαφερθούµε για τη βιώσιµη ανάπτυξη, να θέσουµε στόχους σχετικούς µ’ αυτήν, αρχίζοντας από σήµερα. Να προστατέψουµε τον εγχώριο παραγωγό

20

και την εγχώρια παραγωγή. Να προχωρήσουµε στην εξειδίκευση της εγχώριας παραγωγής. Να σκεφθούµε τέσσερις διαστάσεις, κάθε µια ξεχωριστά και στο σύνολό τους: σε τι συνίσταται το τοπικό, ποιο περιεχόµενο έχει και από ποια συστατικά απαρτίζεται το έδαφος, ο χώρος, τι είδους ζωή επιθυµούµε στην κοινότητα, πόλη ή χωριό, ποια πρέπει να είναι η φύση και η ουσία της ανάπτυξης. Οφείλουµε να προστατευθούµε από κινδύνους που απειλούν την υγεία, το περιβάλλον, τον διατροφικό πολιτισµό, να ελέγξουµε τις εταιρείες του διατροφικού υλικού. Η διατροφική παράδοση, η διαδικασία του γεύµατος, συνιστούν βασικές πλευρές του ανθρώπινου πολιτισµού, της πολιτιστικής ταυτότητας και αντικατοπτρίζουν τον τρόπο ζωής και τις παραγωγικές σχέσεις. Η διάσωση και ανάπτυξη µοναδικών διατροφικών προϊόντων της Ναξιακής γης θα πρέπει να αποτελέσει διεκδίκηση των Ναξιωτών2. ∆εν πρόκειται για επιστροφή στον τοπικισµό, αλλά για έναν αγώνα στον οποίο διακυβεύονται πολλά περισσότερα από την τουριστική ανάδειξη του αθότυρου, του ξυνότυρου, του αρσενικού, κ. ά. της τοπικής κτηνοτροφικής παραγωγής, προϊόντων των οποίων η ύπαρξη χρονολογείται από τα χρόνια του Βυζαντίου, από το εισόδηµα, σηµαντικό εξίσου του κάθε κτηνοτρόφου. Πολύ σωστά οι συµπατριώτες µας Φιλωτίτες διεκδίκησαν και διεκδικούν τη λειτουργία Τ. Ε. Ι για τη ζωϊκή και τη φυτική παραγωγή, µε έδρα το Φιλώτι. Θα πρέπει να επιδιωχθεί η λειτουργία Σχολής Τουριστικών Επαγγελµάτων, ή να δηµιουργηθεί από τους ∆ήµους, που καλό είναι να γίνουν περισσότεροι από δύο, χωρίς αυτό να τους εµποδίζει να συνεργάζονται. Τέλος, η λειτουργία Πανεπιστηµιακής Σχολής θα προσέδιδε άλλη όψη και χαρακτήρα στο νησί µας: στα πλαίσια του Πανεπιστηµίου του Αιγαίου µπορεί να λειτουργήσει σχολή της οποίας το αντικείµενο θα είναι η σπουδή της Ελληνολατινικής Ανατολής σ’ όλες τις όψεις και εκφάνσεις της. Τα ιστορικά µεσαιωνικά µνηµεία του νησιού, αλλά και το αρχειακό υλικό που έχει διασωθεί, συνηγορούν υπέρ αυτής της διεκδίκησης. Αλλά και η ύπαρξη δύο ιστορικών µνηµείων σχολείων, όπως η Εµπορική Σχολή, η παλαιά µονή και σχολείο των Ιησουϊτών, και η Σχολή των Ουρσουλινών, που θα µπορούσαν να στεγάσουν µια τέτοια Πανεπιστηµιακή Σχολή, µοναδική στην Ελλάδα, δίνουν στη Νάξο πολύ µεγάλο συγκριτικό πλεονέκτηµα. Οι διάσπαρτοι στο νησί µεσαιωνικοί πύργοι θα µπορούσαν να καλύψουν συναφείς δραστηριότητες. Πολλαπλά, εκτός από τα οικονοµικά, θα ήταν τα ωφέλη από µια τέτοια εξέλιξη3.

2. Στην Ίο προωθείται από το ελληνικό τµήµα του οικο-διατροφικού κινήµατος η προστασία ενός ξεχωριστού κεφαλοτυριού, που παράγεται από ελάχιστους ηλικιωµένους τυροκόµους. Επίσης, στη Σαντορίνη, γίνεται προσπάθεια να προστατευθεί µια πολύ παλιά ποικιλία αµπέλου, το µαυροτράγανο, που έχει εγκαταλειφθεί λόγω χαµηλής παραγωγικότητας, φαίνεται ότι µπορεί να δώσει ερυθρό ξηρό κρασί τεραστίων δυνατοτήτων. 3. Βλ., Συµβολή στη διαµόρφωση της πολιτισµικής πολιτικής του Πολιτιστικού Οργανισµού ∆ήµου Νάξου, Φλέα, τ. 4, 2005.

21

Τέλος θα πρέπει να εξετασθεί και να µελετηθεί µε σοβαρότητα, αξιοπρέπεια και σεβασµό, κάθε πτυχή της συµβίωσης µε τους αλλοεθνείς και αλλογενείς ανθρώπους, που ζουν και εργάζονται στη Νάξο, των οποίων τα παιδιά σπουδάζουν στα εκπαιδευτήρια του νησιού: τη θέση τους στην τοπική κοινωνία µας ως εργαζοµένων, τα δικαιώµατά τους ως πολιτών, τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωµάτων αυτών, την πολιτισµική ταυτότητά τους, τις ευκαιρίες που τους δίδονται να την εκφράζουν. Τη µαθητεία τους στην εγχώρια κοινωνία και τις υποχρεώσεις τις οποίες οφείλουν να αναλάβουν και να τηρούν απέναντι στους συντοπίτες τους Ναξιώτες και στην Ελληνική Πολιτεία. Να συζητηθεί ο αναγκαίος συγκερασµός, η συγκατάµειξη των ποικίλων πολιτισµικών παραδόσεων, που κατ’ ανάγκη θα επέλθει. Μήπως είναι ώρα να ανοίξει στη Νάξο η συζήτηση για όλα αυτά; Και κυρίως, το σηµαντικότερο: µήπως πρέπει οι ίδιοι οι Ναξιώτες ν’ αρχίσουν να σχεδιάζουν τις προοπτικές του τόπου τους και της ζωής τους; Νάξος, Οκτώβρης 2004

22

™˘Ì›ÏËÌ· Bologna-Belegno-MÂÏÒÓÈ· Στο τ. 3, έγραφα ότι είναι χρήσιµο να καταχωρηθεί η πληροφορία ότι το 1271, στην Κρήτη, συναντήσαµε τον Φίλιππο Bellono, ο οποίος εµπορεύεται σιτάρι. Να καταχωρήσουµε επίσης τον Γεώργιο Bellono, ψαρά, ο οποίος το 1326, 1327, 1328 εγγυάται για τους καπετάνιους ή και εµπόρους που αναχωρούν από τον Χάνδακα ή από τα Χανιά, µε προορισµό

την Κορώνη της Πελοποννήσου, βλ. Χαράλαµπος Γάσπαρης, Η ναυτιλιακή κίνηση από την Κρήτη προς την Πελοπόννησο κατά τον 14ο αιώνα, Τα Ιστορικά, τόµ. Πέµπτος, τ. 9, ∆εκέµβριος 1988. ∆εν γνωρίζουµε ποια σχέση υπήρχε ανάµεσα στον Φίλιππο και τον Γεώργιο Bellono, ούτε αν υπήρξε κάποιου είδους σχέση µε την αρχοντική οικογένεια της Νάξου.

µÈ‚Ï›· Ελάτε να παίξουµε µε τις βιβλιοπεταλούδες στην Άνοιξη του Βιβλίου Οι: Κ. Ξ. Γ. Μαρούλης, ΕΝΙΑC Πληροφορική, Βάβουλας Γιώργος, Φροντιστήριο Μ. Ε. «Παιδεία», και Βασαλάκης Μανώλης, Βιβλιοχαρτοπωλείο, διοργάνωσαν την εκδήλωση «Η Άνοιξη του Βιβλίου», την 24 Απριλίου 2005, στις 11 το πρωί, στην Κεντρική Πλατεία της Χώρας, την «Ηµέρα του Βιβλίου», για να ενθαρρυνθεί η αναγνωσιµότητα στις µικρότερες –και όχι µόνο– ηλικίες. Η εκδήλωση περιελάµβανε βιβλιοδραστηριότητες, κυνήγι χαµένου βιβλίου και έκθεση βιβλίου. Προσκεκληµένος ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Σάκης Σερέφας και η εκδήλωση τελούσε υπό την αιγίδα του Πολιτιστικού Οργανισµού του ∆ήµου Νάξου. Μικροί και µεγάλοι διάβασαν, ζωγράφισαν, τραγούδησαν, προσπάθησαν να έρθουν σ’ επαφή και να γνωρίσουν τον κόσµο του βιβλίου. Μια προσπάθεια αξιόλογη προκειµένου να καλλιεργηθεί η βιβλιοφιλία και να δηµιουργηθεί στην πηγή η κοινωνία των αναγνωστών. Είναι ανάγκη να υπάρξει πολιτική για το βιβλίο. Να οργανώνονται εκθέσεις και παρουσιάσεις βιβλίων, οµιλίες για τα βιβλία, να ενισχυθεί το κύρος του βιβλίου ως πνευµατικού αγαθού.

Σήµερα, για παράδειγµα, την 24 Απριλίου του σωτηρίου έτους 2005, οι ∆ήµοι όφειλαν να έχουν ανοικτές τις βιβλιοθήκες στα δηµοτικά διαµερίσµατα ώστε να τις επισκεφθούν οι δηµότες, να έχουν οργανώσει γι’ αυτούς εκδηλώσεις σχετικές µε την αξία του αγαθού αυτού. Αλλά και τα σχολεία µπορούσαν να παρουσιάσουν στους γονείς την κατάσταση των σχολικών βιβλιοθηκών και να ζητήσουν την συνδροµή τους. Απορίας άξιο, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν παρατηρήθηκε, δεν έγινε, κι ούτε χρήµατα χρειάζονταν ούτε ιδιαίτερη προετοιµασία. ΝΙΚΟΣ Γ. ΣΒΟΡΩΝΟΣ, Το Ελληνικό έθνος. Γένεση και διαµόρφωση του νέου Ελληνισµού, Πόλις, Αθήνα,2004. «[…] Παρ’ όλη την αµεσότητα και τη δύναµη της ιδέας του έθνους και τον βασικό της ρόλο στην ιστορία των νεοτέρων χρόνων, στάθηκε δύσκολο, ακόµα ως τα σήµερα, να δοθεί ένας επιστηµονικός ορισµός του έθνους κοινά παραδεκτός, να καθοριστεί µε ακρίβεια το περιεχόµενό του και το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το έθνος από άλλες συγγενικές έννοιες, κυρίως από την

23

έννοια του λαού ή της εθνότητας (ethnie), µε την οποία συχνά ταυτίζεται. […]». Είναι λοιπόν φρόνιµο «να πάρουµε για βάση της ιστορικής ανάλυσης που αφορά το Νέο Ελληνισµό την άµεσα αισθητή εικόνα που δίνει στο σύγχρονο άνθρωπο ένα συντελεσµένο έθνος: µια διαµορφωµένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων µε συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο µε δική του πολιτισµική φυσιογνωµία και ψυχοσύνθεση, µε κοινά υλικά και πνευµατικά συµφέροντα και µε σταθερά εκφρασµένη βούληση ή τάση πολιτισµικής ή πολιτικής αυτονοµίας, που µπορεί να φτάσει ως την απαίτηση κρατικής ανεξαρτησίας. Η γενική αυτή εικόνα ενός συντελεσµένου έθνους χρειάζεται την ιστορική της εξήγηση, γιατί βέβαια κανένας πλέον σοβαρός µελετητής δεν ικανοποιείται µε τις ροµαντικές αντιλήψεις που παρουσίαζαν το έθνος ως κάποια υπερβατική οντότητα δεδοµένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση µιας φυλής ή, το πολύ, ενός συνόλου συγγενικών φύλων, ή ενός µεταφυσικού «λαϊκού πνεύµατος», µιας «ψυχής». Ούτε αρκείται στη διαπίστωση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής ενότητας είναι η κοινή βούληση των ατόµων που το απαρτίζουν. Η δηµιουργία της κοινής αυτής βούλησης υπακούει σε κάποια ιστορική νοµοτέλεια και βρίσκεται σε στενή εξάρτηση µε τους κοινωνικούς παράγοντες που κινούν την ιστορία. […] Η προσπάθειά µας λοιπόν στη γενική τούτη θεώρηση θα είναι να καθορίσουµε µε συντοµία τα κύρια χαρακτηριστικά των διαφόρων σχηµατισµών από τους οποίους πέρασε το ανθρώπινο σύνολο που ονοµάζουµε Ελληνισµό έως ότου φτάσει στην καθαρότητα µιας εθνικής συνείδησης, τον ρόλο των διαφόρων παραγόντων στη διαµόρφωση ενός ελληνικού έθνους και τα στοιχεία που απαρτίζουν την ιδιαίτερη φυσιογνωµία του Νεότερου Ελληνισµού ως σχηµατισµένου έθνους», γράφει ο αείµνηστος Νίκος Γ. Σβορώνος

στα «Εισαγωγικά» του έργου αυτού, που είναι καλό να το έχετε όλοι στις βιβλιοθήκες σας. ΖΑΚ ΛΕ ΓΚΟΦ, Οι ∆ιανοούµενοι στο Μεσαίωνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002. «Πόσοι από εµάς γνωρίζουν τον «άγνωστο Μεσαίωνα»; Πόσοι υποψιάζονται ότι πίσω από την κυρίαρχη αντίληψη περί σκοταδισµού και οπισθοδρόµησης κρύβεται µια σηµαντική πολιτισµική άνθηση; Ο διανοούµενος του Μεσαίωνα, στοχαστής και δάσκαλος, ρήτορας και φιλόσοφος, ένας πραγµατικός τεχνίτης του πνεύµατος, θα οδηγήσει στη µεγάλη άνθηση του 12ου και 13ου αιώνα, «του άγνωστου Μεσαίωνα»: από τις συντεχνίες των λογίων-φοιτητών µέχρι την ίδρυση των πρώτων πανεπιστηµίων, από τις µονοµαχίες διαλεκτικής και ρητορικής µέχρι την ειδίκευση σε διάφορους επιστηµονικούς τοµείς, ένας µικρόκοσµος δηµιουργικής σκέψης και γόνιµης αναζήτησης αναδεικνύεται µέσα στη µεσαιωνική πόλη». ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΠΑΠΑ∆ΙΑ – ΛΑΛΑ, Ο Θεσµός των αστικών Κοινοτήτων στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος–18ος αι.), Βενετία 2004. « […] Η κυρία Αναστασία ΠαπαδίαΛάλα διαπραγµατεύεται στη µελέτη της το θεσµό των αστικών κοινοτήτων, όπως αυτός διαµορφώθηκε στη βενετοκρατούµενη Ελλάδα. Μέσα από ποικίλες θεµατικές και πολλαπλά πεδία παρατήρησης η συγγραφέας εξετάζει µε τρόπο ευµέθοδο και συστηµατικό τον καίριο για τις τύχες των εγχώριων πληθυσµών θεσµό των αστικών κοινοτήτων όχι µόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση µε φαινόµενα που αναπτύσσονται στον δυτικό ευρωπαϊκό κόσµο. […] µας παρουσιάζει τους µηχανισµούς συγκρότησης και δραστηριοποίησης της τοπικής κοινωνίας στη νέα θεσµική πραγµατικότητα που επέβαλε η ξένη κυριαρχία. […] η παρακολούθηση της διοικητικής µηχανής που εγκαθιδρύθηκε, η συµπεριφορά

24

και στάση της τοπικής κοινωνίας απέναντι στις αλλαγές που υπαγόρευσαν οι µητροπολιτικές αρχές και η πολιτική συγκυρία, η αναζήτηση των παραγόντων εκείνων που οδήγησαν στη διάπλαση συνείδησης και ταυτότητας είναι ζητήµατα που προσεγγίζονται µε περισσή

γνώση στο βιβλίο και γίνονται αντικείµενο προσεκτικών αναλύσεων. […]», γράφει µεταξύ των άλλων στο «Προλογικό Σηµείωµα» η κ. Χρύσα Μαλτέζου, ∆ιευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.

¶ÂÚÈÔ‰Èο ∆ΗΜ. ∆ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Στοιχεία για τον οικιακό εξοπλισµό στα χρόνια της οθωµανικής κυριαρχίας: η περίπτωση του καθρέφτη, Τα Ιστορικά, τόµ. ∆έκατος τρίτος, τ.24, 25, Ιούνιος, ∆εκέµβριος 1996. « Τα τελευταία χρόνια εµπλουτίζονται οι γνώσεις µας για την µετά τον 17ο αι. αρχιτεκτονική των σπιτιών του ελληνικού χώρου. Από την άλλη οι γνώσεις µας για το εσωτερικό του σπιτιού, οικιακός εξοπλισµός σε σκεύη, σε εργαλεία, ο τρόπος της κατασκευής τους τα χρόνια της τουρκοκρατίας, «δεν έχουν αποτελέσει αντικείµενο συστηµατικής µελέτης από την πλευρά της ιστορικής έρευνας. […] Οι µαρτυρίες των περιηγητών που επισκέφθηκαν ελληνικές περιοχές από τον 17ο έως τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα συγκλίνουν στην παρατήρηση ότι η επίπλωση των περισσότερων σπιτιών – και ιδίως των αγροτικών – ήταν πολύ φτωχική και περιοριζόταν σε ελάχιστα έπιπλα, κι αυτά συνήθως κακότεχνα και µε έντονες τις φθορές από τη µακροχρόνια χρήση. Κάποιο κρεβάτι – ή στρώµα στο δάπεδο – ένα δυο σκαµνιά, κάποιος πάγκος ή τραπέζι για το φαγητό, οι κασέλες για τα ρούχα και ο σοφάς είναι όσα έπιπλα συνιστούν στα µάτια των ξένων περιηγητών τον εξοπλισµό των κατοίκων του νησιωτικού και του ηπειρωτικού χώρου. […] Η απουσία σχεδόν επίπλων από τις οικίες δεν είναι ιδιοτυπία του ελληνικού χώρου, αντίθετα αποτέλεσε πολιτιστικό γνώρισµα µε ευρύτατη γεωγραφική διάδοση που

εκτείνεται µέχρι τα πρόσφατα χρόνια. […] στις αγροτικές κοινωνίες, η αλλαγή οποιουδήποτε στοιχείου σχετίζεται µε την καθηµερινή διαβίωση και πρακτική, είναι µια διαδικασία αργόσυρτη. Έτσι η επίπλωση των σπιτιών – που για παράδειγµα στο Κάστρο της Κιµώλου κατά τον 16ο-17ο αιώνα απαρτίζεται κατά βάση από κασέλες (οι οποίες χρησιµοποιούνταν ταυτόχρονα για τη φύλαξη του ρουχισµού και για καθίσµατα), το συζυγικό κρεβάτι («κρεβατσούλλα») και το ταβλωτό όπου κοιµούνταν τα παιδιά – φαίνεται ότι στις αγροτικές τουλάχιστον κατοικίες δεν είχε διαφοροποιηθεί αισθητά ως τα τέλη του περασµένου αιώνα ως προς την ποιότητα και την ποσότητα των επίπλων […]». Όµως ο καθρέφτης είχε ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Για αιώνες αποτέλεσε το κύριο «µέσο που επέτρεπε στον άνθρωπο να έχει οπτική εικόνα του εαυτού του. […] ο καθρέφτης βρισκόταν στο επίκεντρο σειράς λαϊκών δοξασιών, προλήψεων, διηγήσεων, παραµυθιών, ενδεδυµένος συχνά µε «µαγικές» ή «διαβολικές» ιδιότητες […] Η ύπαρξη καθρεφτών αποτελεί τεκµήριο εµπορικών σχέσεων µε τη ∆υτική Ευρώπη και κυρίως µε τη Βενετία. […] συνιστά τουλάχιστον για τον 17ο και 18ο αιώνα, µια σαφή ένδειξη οικονοµικής ευµάρειας, ενσωµάτωσης στην καθηµερινότητα αγαθών εισαγόµενων από τη ∆ύση και επιρροής από πρότυπα ζωής µε αστικά χαρακτηριστικά. […] καθρέφτες περιλαµβάνονταν µεταξύ των προικώων αγαθών µόνο στις προικοδοτήσεις εύπορων οικογενειών. […]

25

Αν περιοριστούµε στο παράδειγµα της Νάξου, […] µπορούµε να σηµειώσουµε µεταξύ των κατόχων καθρεφτών µέλη αρχοντικών οικογενειών, όπως των Μπαρότζη, Σοµµαρίπα, Σιγάλα, Τάγαρη, Γοζαδίνου, Γεράρδη. […] Για τους ανθρώπους αυτούς λειτουργούσε ως αγαθό που προσδιόριζε ένα στυλ ζωής και ταυτόχρονα ως σύµβολο κοινωνικής καταξίωσης», γράφει ο ερευνητής και µελετητής της Αιγαιοπελαγίτικης κοινωνίας ∆ηµ. ∆ηµητρόπουλος.

τούµενης Κέρκυρας. Η έκθεση του γενικού προβλεπτή και καπετάνιου της Κέρκυρας Giovanni Malipiero (1741). – Ν. Καραπιδάκης, Από την ιστορία των πόλεων. Η διαµόρφωση της οµάδας των Κερκυραίων πολιτών (ΙΕ΄- ΙΣΤ΄ αιώνες). – Αντώνης Πάρδος, Η Μάνη στο µάτι του κυκλώνα. Άγνωστες πτυχές των συνεννοήσεων µε το ισπανικό βασίλειο της Νεάπολης (1639-1648).

Από τον δεύτερο, 1994-1996: – Νίκη Κουτράκου, Μεσαιωνικός ελληνισµός και µεσαιωνικός κόσµος. Σχόλια ∆ΗΜ. ∆ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ∆όµηση και κοινοτική παρέµβαση στα νησιά του Αιγαίου, στη θεώρηση των Arnold Toynbee και 17ος-αρχές 19ου αι., Μνήµων, τόµ. Εικο- Robert Fossier. στός τρίτος, Αθήνα 2001. Από τον τρίτο τόµο, 1996-1997: Το κείµενο συντάχθηκε στο πλαίσιο – Κωνσταντίνος Ντόκος κ. ά., Η απελευτου ερευνητικού προγράµµατος «Αιγαίο. θέρωση των δουλοπαροίκων της ΒενεΙστορική µελέτη των οικισµών και η αρχι- τοκρατούµενης Κρήτης στις αρχές του τεκτονική της κατοικίας», το οποίο διε- 15ου αιώνα. ξήχθη την περίοδο 1995-1998 από το – Κωνσταντίνος Ντόκος-Μαρία ΜελέΚέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Ε. Ι. ντη, Το ξένο λεξιλόγιο στις ελληνικές Ε και το τµήµα Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. πηγές της Βενετοκρατίας. Στο Αιγαίο, µε την πολυµορφία και την Από τον τέταρτο τόµο, 1999-2000: ιδιαιτερότητα του νησιωτικού χώρου, τα χαρακτηριστικά των νησιών, τις διαφο- – ∆ηµήτρης Αρβανιτάκης, «Οι Ποπολάρετικές ιστορικές διαδροµές τους, απο- ροι απειλούν Σικελικούς Εσπερινούς» τυπώνονται οι ποικίλες µορφές του οικι- Κέρκυρα 1633-1644. στικού πλέγµατος και των τύπων κατοί- – Σπύρος Ν. Ασωνίτης, Η αγγαρεία στην κισης. Εξετάζονται: 1.Οικιστική συγκρό- Κέρκυρα κατά τον όψιµο Μεσαίωνα. τηση και κοινοτική παρέµβαση. 2.Οι – Κωνσταντίνος Ντόκος, Οι αστικές κοικατοικίες-Το ζήτηµα της οριζοντίου ιδιο- νότητες και οι αγγαρείες του δηµοσίου κτησίας. 3.Κτίσµατα εντός των οικισµών στη Βενετοκρατούµενη Πελοπόννησο. που δεν χρησιµεύουν ως κατοικίες. 4.Ο Στον πέµπτο τόµο, 2001-2003: αγροτικός χώρος: καλλιεργήσιµες εκτά- – Αλεξάνδρα Στεφανίδου, Τα γενεαλοσεις, κτίσµατα και εγκαταστάσεις. γικά δέντρα του Αρχείου της Καθολικής Αρχιεπισκοπής της Σαντορίνης. Εώα και Εσπέρια, Περιοδικό της Εται– ∆ηµ. Κ. Γιαννακόπουλος, Η θεώρηση ρείας Έρευνας των Σχέσεων του Μετου πολιτικού συστήµατος των ιταλικών σαιωνικού και Νέου Ελληνισµού µε τη κρατιδίων (α΄ µισό του 15ου αιώνα) από ∆ύση, τόµ. 5, Αθήνα 1993-2003. τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Παραθέτουµε από τον 1ο τόµο, 1993: – Κωνστ. Ντόκος, Κ. Βασιλάκη, Γ. Βιολι– Μαρία Ντούρου-Ηλιοπούλου, Η ανδε- δάκης, Στ. Λεµπέση, Μ. Μάνδηλα, ∆. γαυική παρουσία στο πριγκιπάτο της Μητουλάκης, Φ. Πέρρα Κ. Πεσλής, Οι Αχαϊας και στην Κέρκυρα τα πρώτα χρό- Πελοποννησιακές πόλεις και η µεταστοιχείωση του πληθυσµού τους κατά τη νια του Καρόλου Β΄ (1289-1300). – Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Συµβολή Β΄ Βενετοκρατία. Το παράδειγµα της στην οικονοµική ιστορία της Βενετοκρα- Τριπολιτσάς.

26

– Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Η συµµετοχή της γυναίκας στην οικονοµία κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (Η περίπτωση της Σερβίδας κλώστριας). Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο Καρδαµίτσα, τηλ. 2103615156 Τα Ιστορικά, Περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών, τόµ. Εικοστός πρώτος, τ. 41, ∆εκέµβριος 2004. Αφιέρωµα στον Φίλιππο Ηλιού. Μεταξύ των άλλων γράφουν: Σπ. Ασδραχάς, Π. Μουλλάς, Αλ. Πολίτης, Β. Κρεµµυδάς, Π. Νούτσος, Π. Κιτροµηλίδης, Ν. Καραπιδάκης, κ. ά. Τ’ Απεράθου, αρ. φυλ. 166, Νοέµβρης∆εκέµβρης 2004, Πολυτεχνείου 1, Αθήνα 10433. ∆ιαβάστε προσεκτικά την ενδελεχή µελέτη του Οµοτ. Καθηγητή Πανεπ. Θράκης κ. Γεωργίου ∆ηµητροκάλλη, «Άγιος Γεώργιος ο ∆ιασορίτης». Στις σελίδες της η έκδοση φιλοξενεί µελέτες, κείµενα, αναλύσεις των: Βασ. Βλ. Σφυρόερα, Μιχ. Γρατσία, Νίκου Γρατσία, «Ναξιο-γράφου», Άννας ΜπαρδάνηΖαβιτσάνου, Στέφανου Πολυκρέτη, Γιάννη Πρωτονοτάριου-Σωζωγιάννη και ποιήµατα της ∆ιαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου, Άννας Μπαρδάνη-Ζαβιτσιάνου, Ειρήνης Μαστοροπούλου-Ναυπλιώτη, Νίκου Β. Σφυρόερα. Αντί-ΡΗΣΗ. Απόπειρες παρέµβασης στο κοινωνικό αρχιπέλαγος. Περιοδική έκδοση της αυτόνοµης πρωτοβουλίας Νάξου, τ. 1, Ιούνιος 2004. Από το «σηµείωµα της σύνταξης»: «Ζώντας χρόνια τώρα σ΄ έναν µικρό τόπο […] έχουµε δει πολλές φορές τα πάθη και τις αντιθέσεις να εκφυλίζονται αργά σαν σε στεκούµενο νερό. Η επαρχία έχει απολέσει προ πολλού την αθωότητά της, αν ποτέ την είχε […] Τα νησιά έχουν πλέον έντονα τα στοιχεία της ερηµοποίησης. Τόποι νεκροζώντανοι το χειµώνα, που αναζωογονούνται πρόσκαιρα από τη λάµψη του τουρισµού,

µιας βιοµηχανίας που αναπαράγει εκτός από τις συνήθεις εκµεταλλευτικές σχέσεις, τη φαινοµενικότητα στις ανθρώπινες επαφές, στην ιστορία, στον πολιτισµό, ακόµα και στην ίδια τη φύση. Μια οικονοµική δραστηριότητα που ελέγχεται όλο και περισσότερο, χρόνο µε το χρόνο, από τις διάφορες πολυεθνικές που καθορίζουν, όχι µόνο το είδος της ανάπτυξης, αλλά εν εντέλει την ίδια µας τη ζωή. Μια ολόκληρη κοινωνία έχει διαπαιδαγωγηθεί να δείχνει γραφική, να εκποιεί κάθε έννοια αξιοπρέπειας µε αντίτιµο έναν απατηλό (για τους περισσότερους) ευδαιµονισµό, καθώς ο καπιταλισµός ως γνωστόν είναι καλός αλλά έχει λίγες θέσεις. Το πλέγµα των εξουσιών και της διοίκησης στο νησί δεν ενθάρρυνε ποτέ την κοινωνική συµµετοχή. Αντίθετα, η συλλογική συνείδηση σφυρηλατήθηκε µε τέτοιον τρόπο, ώστε οι όποιες κοινωνικές ανάγκες να ικανοποιούνται µέσα σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο πελατειακών σχέσεων. Οι τοπικές αρχές, υπερεργολάβοι των συµφερόντων που επιβάλλουν τη σαρωτική άγρια ανάπτυξη, ωθούν την κοινωνία στον εξανδραποδισµό και την εξάρτηση, ενώ κάθε κοµµάτι γης καθίσταται αξιοποιήσιµο οικόπεδο. Σε αυτήν την περίοδο κρίσης, είναι επιβεβληµένη η δυναµική µας παρουσία, όχι για να καλλωπίσουµε την κατάσταση ή να βολευτούµε προσωρινά. Αντίθετα, στόχος µας είναι να αντιπροτείνουµε προτάγµατα ριζοσπαστικά, να µεταφέρουµε στη Νάξο την αύρα έστω, των κινηµάτων που εδώ και χρόνια δραστηριοποιούνται ενάντια στην παγκοσµιοποίηση και τη βαρβαρότητα του κεφαλαίου.[…] Το έντυπο αυτό, καρπός της Αυτόνοµης Πρωτοβουλίας Νάξου, είναι µια απόπειρα από ανθρώπους που ζούµε και εργαζόµαστε στη Νάξο, ένα σχήµα πολυσυλλεκτικό που παρά τις διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και εµπειρίες βρίσκει το σηµείο σύγκλισης στην αναγκαιότητα να παρέµβουµε και να δράσουµε σ’ αυτόν τον τόπο». «Μετανάστες: Απόκληροι δύο κόσµων» της Κατερίνας Αγγελή, «Το αγρο-

27

τικό ζήτηµα στη Νάξο» του Γιάννη Βάσιλα και «Νάξος: Homo touristicus στην εποχή της Ολυµπιάδας» του Μανόλη Κοντοπίδη, δοµούν το πρώτο τεύχος της έκδοσης. Ναξιακά, Αισίως το περιοδικό εισήλθε στο 14ο τεύχος της Β΄ περιόδου, 2004. Είναι η πρώτη φορά, µετά την απόφαση της Ο.Ν.Α.Σ να προχωρήσει σ’ αυτή την έκδοση, που το περιοδικό εκδίδεται από µια οµοιογενή και συνεκτική οµάδα, από µια δοµηµένη συντακτική επιτροπή. Άνθρωποι που γνωρίζονται µεταξύ τους και αναγνωρίζονται ότι ανήκουν σ’ ένα συγκεκριµένο πολιτισµικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Που θέτουν στόχους κι ακολουθούν προσανατολισµούς γενικά αποδεκτούς, κι έχουν την ικανότητα να συνεννοούνται και να ξεπερνούν τυχόν προστριβές, χωρίς τον κίνδυνο µικρών καθηµερινών παρεξηγήσεων, που συσσωρεύονται και επιβαρύνουν το περιβάλλον των δραστηριοτήτων της σύνταξης. Οµάδα η οποία, σε γενικές γραµµές, δεν αντιµετωπίζεται µε καχυποψία από τη διοίκηση της Ο. Ν. Α. Σ ή και µε αντιπαλότητα από φορείς εγκαταστηµένους στην Αθήνα και στο νησί. Είναι απαλλαγµένη από διεκδικήσεις άλλων συλλογικών φορέων, αναγνωρίζεται από το πνευµατικό και πολιτιστικό µικρόκοσµο της αθηναϊκής ναξιακής παροικίας και δίνει την αίσθηση ότι έχει την ικανότητα να συσπειρώνει τους «καλλιεργηµένους» Ναξιώτες των Αθηνών και να δραστηριοποιείται στο περιβάλλον των όποιων πολιτισµικών αναζητήσεων αυτού του µικρόκοσµου. Αν από την πρώτη περίοδο της έκδοσης του περιοδικού οι συγκεκριµένοι άνθρωποι, ήδη δραστήριοι από την εποχή εκείνη, ανελάµβαναν, µε τον κ. Νίκο Κεφαλληνιάδη, την σύνταξη και διεύθυνση, τα «Ναξιακά», ίσως, να είχαν διαµορφώσει µια ταυτότητα πιο δοµηµένη και, ενδεχοµένως, θα είχαν ακολουθήσει οµαλότερη εξέλιξη: πλουσιότερη, από την

οικονοµική σκοπιά της έκδοσης, αλλά και ως ποιότητα, από την πλευρά της δηµοσιευόµενης ύλης. Από την άλλη, η συγκεκριµένη οµάδα, δεν είχε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να αναµετρηθεί µε τις αντιξοότητες της εποχής, πολιτικοποιηµένης και ζηλόφθονης, µε έντονες αντιπαλότητες, και να θεµελιώσει την έκδοση. Ωστόσο περάσαµε σε διαφορετική εποχή. Νοµίζω ότι οι συνθήκες και οι όροι µε τους οποίους διαµορφώνεται το πολιτιστικό τοπίο µεταξύ των Ναξίων της Αθήνας αλλά και στο νησί, επιβάλλουν δυναµικότερες, από τη µεριά της συντακτικής επιτροπής του π. Ναξιακά, παρεµβάσεις. Η «άπνοια», για την οποία πάσχισαν τόσο στην Οµοσπονδία µέχρι να την επιβάλουν, είναι καιρός να λάβει τέλος. Κι αυτό θα συµβεί γυρίζοντας τις πλάτες στις νοοτροπίες και τις πολιτικές του παρελθόντος, θέτοντας προτεραιότητες, εκπονώντας πρωτότυπους σχεδιασµούς, επιλέγοντας αρµόζουσες µε τις πολιτισµικές ανάγκες λύσεις κι ακολουθώντας τις δέουσες κατευθύνσεις. ∆ ι α β ά σ τ ε : Αντώνη Φλ. Κατσουρού, «Το τοπωνύµιο Λαγγουβάρδα Πάρου». Σταύρου Σπηλιάκου, «Λόγια της πλώρης». Μαρίας Γ. Τσάφου, «Τα προβιοµηχανικά ελαιοτριβεία της Νάξου. Καταγραφή και πρόταση επανάχρησης και αξιοποίησής τους», στο τεύχος 12 (50), Μάρτιος-Μάϊος 2004. Στο τεύχος 13 (51), Ιούνιος - Αύγουστος 2004, Ν. ∆έτσης, Με νηφάλιο πάθος. Η Φραγκοκρατία, η Νάξος και η αυγή του νέου Ελληνισµού. Μ. ΚόρσουΚαπέλλου, ∆ηµήτριος Κόρσος: Ένας ευπατρίδης του πνεύµατος. Θ. ∆. Κωτσάκη, Οι Κυκλάδες κατά τη Λατινική Κυριαρχία. Σ. Μ. Συµεωνίδη, Ποικίλα ιστορικά (1659-1666) των Κυκλαδικών Λατινικών Επισκόπων. Ν. Ι. Λεβογιάννη, Το νερό στο γλωσσικό ιδίωµα της Κωµιακής Νάξου. Σ. Μ. Πολυκρέτης, Ο γάµος µέσα στον παροιµιώδη Απεραθίτικο λόγο. Χ. Σιδερής, Καταναλώνοντας «Ναξιωτικότητα». Σ. Καστρησίου-Γάσπα-

28

ρη, «Ω! Των Ανωγείων και της Απειράνθου µύρο». Ενδιαφέρουσα η ζωγραφική της κ. ∆ρυµαλίτου-Παγωνίδου. Μαρίας Campagnolo-Ποθητού, «Το

ζωντάριον της Νάξου». Ι. Κ. Τουµπακάρη, «Ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης και ο Κινίδαρος», στο τεύχος 14 (52), Σεπτέµβριος-Νοέµβριος 2004.

EÎÏÔÁ¤˜ Πρόεδρος της Περιβαλλοντικής Κίνη- δόµος, του Πανεπιστηµίου του Μιλάνου, σης Νάξου αναδείχτηκε, από τις εκλο- εκ των ιδρυτών του «Ιστορικού Οµίλου γές της 30ης Μαρτίου του 2005, ο κ. Στέ- Νάξου Αρσός» και του π. Φλέα. λιος Ν. Μαρινάκης, αρχιτέκτων πολεο-

Νάξος Απρίλης του 2005

29

™·Ú¿ÁÌ·Ù· H ÂÁηٿÏÂÈ„Ë Ù˘ AÚÈ¿‰Ó˘ Στη Νάξο, ο µύθος της Αριάδνης, που αφηγείται την ιστορία της κατάλυσης της ηγεµονίας των Μινωϊτών της Κρήτης, µετατράπηκε σε ιδεολόγηµα. Έχουµε την τάση στο νησί, οι περισσότεροι, και µας αρέσει, να καταφεύγουµε στην αρχαιότητα, ν’ ανακατευόµαστε µε τους αρχαίους, προκειµένου να εξηγήσουµε την προέλευση ονοµάτων και τόπων, αλλά και για να ενισχύσουµε τη θέση της ιδιαίτερης πατρίδας µας στην πολιτιστική κλίµακα και ιεραρχία του νησιού

µας. Η προσφυγή στην «Κρήτη», αρχαία και νεότερη, προκειµένου να εξηγηθεί η προέλευση, η καταγωγή κατοίκων χωριών ή να εξηγηθούν ονόµατα κάποιων κατοίκων, έχει γίνει ιδιαίτερα προσφιλής ενασχόληση. Λόγιοι καταφθάνουν αρωγοί σ’ αυτή την επιχείρηση1. Ωστόσο, η Χώρα, οφείλει την προνοµιακή θέση της ως πρωτεύουσα του νησιού, στον Βενετό Μάρκο Σανούδο και, στη συνέχεια, στους άλλους Λατίνους που εγκαταστάθηκαν στη Νάξο από το 1500 και µετά.

1. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η ερµηνεία που αποπειράθηκαν να δώσουν στην τοποθεσία όπου η εκκλησία της Παναγίας της Κριτόµµατης ή Κρυτόµµατης, επωνυµία της Παναγίας σε ξωκλήσι έξω από τον Άγιο Θελλένη, αριστερά του αµαξιτού δρόµου που οδηγεί στο Κουρουνοχώρι. Υπήρξε µετόχι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας της Αµοργού, τον 17ου αι., και φυσικά δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα. Την περιοχή συνέδεσαν µε την Αριάδνη εκλαµβάνοντας την επωνυµία της Παναγίας ως τοπωνυµία και ερµηνεύοντας πλέον το τοπωνύµιο ως Κρητών Μαρτίς. Κατ’ ανάλογο τρόπο ερµήνευσαν την ετυµολογία του παρακείµενου χωριού, του Κουρουνοχωρίου, ανύπαρκτο πριν τον 13ο αι., το πιθανότερο, ως Κούρη-χωρίον δηλαδή χωριό της Κόρης του Μίνωα Αριάδνης και την Κριτόµατη=Μάρτις, που κατά τους αρχαίους Κρήτες σήµαινε την παρθένο και ιδίως η Αριάδνη ονοµάσθηκε Κρητών Μαρτίς, βλ. Ιακ. ∆ε Γρυµάλδη Ναξίου, Η λατρεία του ∆ιονύσου και της Αριάδνης, Ναξιακά, ήτοι ιστορία της νήσου Νάξου από των αρχαιοτάτων χρόνων µέχρι του έτους 1849, αναδηµοσίευση π. Ναξιακά, τ.4/5, 1985. Γνωρίζουµε βεβαίως ότι όλα αυτά είναι αναληθή. Κριτόµµατη από το κριτής και όµµα, Εκείνη που έχει όµµατα κριτού, Εκείνη που κρίνει, που δικάζει µε τα µάτιά της. Στη Νάξο, «υπάρχει η αντίληψη ότι η Παναγία δεν ασκεί χρέη µόνο µεσίτριας αλλά και κριτή […] ας σηµειωθεί ότι στ’ Απεράθου ακούονται συχνά οι κατάρες: «που να σε κρίνη η Παναγία» και «να’ χω αντίδικο την Παναγία», και παλαιότερα, όταν κάποιος κατηγορείτο άδικα για ζωοκλοπή, αποδείκνυε την αθωότητά του µε όρκο που έδινε µπροστά στην εικόνα της Παναγίας, µέσα στην εκκλησία. ∆υνατή όµως και άλλη εξήγηση. Υπάρχουν επωνυµίες της Παναγίας σχετικές µε τη διαµόρφωση από το ζωγράφο των µατιών της. Έτσι υπάρχει η Παναγία η Καλοµάτα, η Μαυροµάτα, η Μεγαλοµάτα και ακόµη η Γουρλοµάτα. «Αυτή η τελευταία, που φανερώνει ένα ζωγραφικό τύπο της Παναγίας µε µάτια µεγάλα και γουρλωτά, υπερβολικά ανοιγµένα, που οι βολβοί της είναι πεταγµένοι έξω από τις κόγχες και εποµένως παρουσιάζουν µεγάλη κυρτότητα, µας οδηγεί να υποθέσουµε ότι αυτή η ναξιακή επωνυµία, που ίσως είναι πολύ παλαιά, προήλθε από εικόνα στην οποίαν τα µάτια της Παναγίας παρουσιάζονταν κυρτά. Αρχικά βέβαια θα την είπαν: Παναγία η Κυρτόµµατος, έπειτα µε µετάθεση του ρ, πολύ συχνή στη νέα ελληνική (αδερφάκι > αδρεφάκι, αδερµώνιστος > αδριµώνιστος […] αρσενικο-βότανο > σερνικοβότανο), έγινε Κρυτόµµατη, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ναξιακές επωνυµίες της Παναγίας, Ονόµατα, 4, 1972, αναδηµοσίευση π. Απεραθίτικα, 1, 1989.

30

Όµως εµείς, οι σύγχρονοι, δεν έχουµε αποδεχθεί ότι η Λατινοκρατία, µε τις όποιες πολιτισµικές επιπτώσεις, αρνητικές ή θετικές, είναι και δική µας ιστορία. ∆εν έχουµε αποδεχθεί ότι είµαστε «προϊόντα» της συγκατοίκησης «δυτικών» και «ανατολικών» συνηθειών και νοοτροπιών, που δηµιούργησε ένα νέο κοινωνικό, οικονοµικό και πολιτισµικό οικοδόµηµα. Το αρχαίο παρελθόν, είναι σίγουρο, οι αρχαίοι µύθοι προπάντων, έρχονταν ως αρωγοί και προσφέρονταν να ενισχύσουν τη σύγχρονη θέση της Χώρας και να λειτουργήσουν εξαγνιστικά σε σχέση µε το µεσαιωνικό παρελθόν. Γενικότερα, ο µύθος της Αριάδνης, γνώρισε ευρύτατη αποδοχή: όπως είναι γνωστό οι µύθοι αρέσουν σ’ όλους… µικρούς και µεγάλους. Καµιά πηγή και κανένα µνηµείο δεν µας βεβαιώνουν ότι ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη στα «Παλάτια». Παρ’ όλα αυτά αρεσκόµαστε να πιστεύουµε ότι ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη στο νησάκι όπου ο ναός του Απόλλωνα, που µέχρι τα τελευταία χρόνια οι Ναξιώτες θεωρούσαν ότι ήταν αφιερωµένος στον ∆ιόνυσο Βάκχο. Εκεί την γνώρισε ο ∆ιόνυσος κλπ. κλπ. Τι δηλώνει ο µύθος; Ότι µε την ελευθερία των Αθηνών από τον ζυγό των Μινωϊτών «ελευθερώνονται» και οι Κυκλάδες, υπάγονται, δηλαδή, του λοιπού στην Αθήνα, κι ότι η Νάξος ήταν ίσως η σηµαντικότερη ανάµεσα σ’ αυτές, αφού αυτήν επέλεξε ο Θησέας σαν ενδιάµεσο σταθµό του ταξιδιού του, εγκαταλείποντας σ’ αυτήν την βασιλοπούλα της Κρήτης, σ’ ένα τόπο δηλαδή στον οποίο η ζωή εξελισσόταν κι όπου θα µπορούσε να οργανώσει µια ζωή αντάξια µε τη βασιλική καταγωγή της. Όµως η τοπογραφία της περιοχής, το 1500-1300 π.Χ., εποχή που πιθανόν έλαβαν χώρα όσα ο µύθος αφηγείται, διέφερε από το τοπίο που αντικρίζουµε σήµερα. Αν κάποιο κοµµάτι από την περιοχή, όπου η πόλη της εποχής εκείνης,

έχει διασωθεί, αυτή η τοποθεσία πρέπει να είναι η περιοχή την οποία καλούµε Απλώµατα, από την οποία έχουµε σηµαντικά αρχαιολογικά ευρήµατα της µυκηναϊκής εποχής, και, φυσικά, ναός του Απόλλωνα ή του Βάκχου, όπως τον ήθελαν µέχρι τελευταία, δεν υπήρχε το 1300. Που λοιπόν µπορεί να εγκατέλειψε ο Θησέας την Αριάδνη; Στα «Παλάτια»; Όχι! Στ’ Απλώµατα; Στο χώρο που επεκτεινόταν µέχρι τ’ Απλώµατα; Πιθανόν. Καταλληλότερος χώρος, λοιπόν, για να τοποθετηθεί το άγαλµα είναι τ’ Απλώµατα. Το άγαλµα!… Ένα καλοσχηµατισµένο γυναικείο σώµα που δεν µπορεί ν’ απαλλαγεί(;) από τον βράχο, ακέφαλο. Της Αριάδνης; Εµπνεύσθηκε από τον ποιητή ο καλλιτέχνης; «∆έθηκα µε το βράχο ετούτο…»2. Το πιθανότερο είναι ότι ο καλλιτέχνης δεν υποψιάζεται ότι υπήρξε ο συγκεκριµένος ποιητής. Αλλά δεν ενδιαφέρει εδώ η έµπνευση, η πρόθεση ή οι γνώσεις του καλλιτέχνη. Τοποθετήθηκε σ’ ένα σηµείο, στο δρόµο προς την Πορτάρα, που αποπροσανατολίζει επισκέπτες, αδαείς, είναι η αλήθεια, αλλά που αποτελούν την πλειοψηφία, και προκαλεί την έκπληξη και την αµηχανία των κατοίκων, των Χωραϊτών, για την στάση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά και την απορία για την ανάγκη, - από ποιον ή ποιους υπαγορεύθηκε; - να τοποθετηθεί στο σηµείο αυτό άγαλµα της Αριάδνης, κάτω από το ναό του Απόλλωνα, µε την µεγάλη Πόρτα, την Πορτάρα, µοναδικό µνηµείο σ’ ολόκληρο το Αιγαίο. Πού αλλού θα µπορούσε να τοποθετηθεί; Η Χώρα δεν έχει πλατείες. Αυτό όντως είναι ένα πρόβληµα, ένα µεγάλο πρόβληµα για µια σύγχρονη πόλη, και άλυτο στην προκειµένη περίπτωση. Το θέµα είναι ότι δεν µπορεί να παραµείνει εκεί όπου το τοποθέτησαν. ∆εν έχει σχέση µε τον ιστορικό χώρο, είναι ξένο προς το φυσικό περιβάλλον, δεν «δένει»

2. Νίκος Β. Σφυρόερας, Η Αριάδνη στη Νάξο, «Πολύµνια», Αθήνα 1965, αναδηµοσίευση π. Ναξιακά, τ. 4/5, 1985.

31

µε τους βράχους. Ίσως στ’ Απλώµατα, ή αλλού, αφού διαµορφωθεί κάποιου είδους πλατεία. Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, ό,τι µας προσφέρουν, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις των δωρητών, και δεν αµφιβάλλω ότι έχουν καλές προθέσεις, δεν σηµαίνει ότι πρέπει να το δεχόµαστε και να το

τοποθετούµε οπουδήποτε, επειδή απεικονίζει την Αριάδνη, την Σφίγγα, ή ποιος ξέρει αύριο τι άλλο, που σχετίζεται µε τη Νάξο. Αν επιθυµούµε να κοσµήσουµε την Χώρα ή να βελτιώσουµε την εικόνά της πολλά µπορούν και πρέπει να γίνουν, αλλά προς άλλες κατευθύνσεις, µε διαφορετικούς προσανατολισµούς.

¶·È‰È¿ ‚ÔÛÎÒÓ, ÂÁÁfiÓÈ· ‚·ÛÈÏÈ¿‰ˆÓ; 1. Τα χοιροσφάγια* Στα χοιροσφάγια συµµετείχαν τέσσερα µε πέντε άτοµα, εκτός από εκείνον που «κάρφωνε» το ζώο, το χοίρο. Η εκτροφή του δεν γινόταν στο κοπάδι. Οι χοιροβοσκοί σπάνιζαν. Το γουρούνι µεγάλωνε στον ίδιο χώρο µε την οικογένεια. Στην αυλή του σπιτιού, που είχε την γούρνα της ή το κουµάσι και στο κατώι: αυτοί ήταν οι βασικοί χώροι διαβίωσης του ζώου. ∆εν περιορίζονταν ωστόσο στο σπίτι. Τα κατηφοριανά πηγαίνανε στον Πέρα Καραβά, τα φυρροϊστριανά στην Ψάρρη Πλάκα. Μορ µορ µορ µορ ντσα ντσα ντσα ντσα, τα καλούσαν να επιστρέψουν και επέστρεφαν. Σχεδόν κάθε οικογένεια έτρεφε ένα γουρούνι. Εθεωρείτο αγαθό, αναγκαίο συστατικό της οικιακής οικονοµίας, απαραίτητο για την επίτευξη της αυτάρκειας που αποτελούσε την βασική επιδίωξη κάθε νοικοκυριού. Το αγοράζανε από τα κατώχωρα, ή από συγχωριανούς που προµήθευαν χοίρους. Αν µια οικογένεια είχε µια καλή γουρούνα, µια καλή µάνα, που θα γεννούσε πάνω από δέκα γουρουνάκια, και θα τα φρόντιζε, την κρατούσαν για να γεννά. «Ρωτήσανε το γουρούνι αν θέλει να ζήσει πολύ και να τρώει λίγο κι εκείνο αποκρίθηκε ότι θέλει να τρώει πολύ και να ζήσει λίγο». Πράγµατι το γουρούνι είναι φαγανό και δυνατό ζώο. Μπορεί να ρίξει πόρτα κάτω. Το φαγητό του, βελά-

νια, σύκα, που δεν ήταν καλά για τον άνθρωπο, τα βάζανε στην άκρη, τα φουρνίζανε και του τα δίνανε. Αχλάδια, κυδώνια, πατάτες, που δεν τρωγόντουσαν, τα βράζανε µε δυο πίτουρα (απόπλυµα). Τα πίτουρα τα προµηθεύονταν από τον φούρναρη. Χρειαζόταν την περιποίηση και την φροντίδα του νοικοκύρη και της νοικοκυράς. Το κάρφωµα- µια δουλειά για άντρες. Όλοι δεν ήταν ικανοί για το «κάρφωµα» του χοίρου. Έπρεπε να ‘ρθει ο «ειδικός», που δεν ήταν επαγγελµατίας χασάπης, να «καρφώσει» τον χοίρο. Γίνεται µε µαχαίρι που το λένε ξίφος. Αυτός που γνώριζε να καρφώνει τον χοίρο τον κάρφωνε στη σφραουργιά για να µην βασανίζεται το ζώο. Τον καλούσαν στα σπίτια κι εκείνος θεωρούσε υποχρέωση του να φανεί σ’ όλους χρήσιµος. Το πρωί ο νοικοκύρης του σπιτιού έβαζε το καζάνι µε το νερό στη φωτιά να βράζει, ετοίµαζε τα µαχαίριά του για το ξύσιµο (δεν γδέρνουν τον χοίρο στ’ Απεράθου). Στην αυλή, στο µαγερειό ή στο δρόµο τοποθετούσαν τραπέζι κι απάνω µια πόρτα του σπιτιού που έβγαζαν, κι εκεί απάνω τοποθετούσαν τον χοίρο. Πάνω στην πόρτα γινόταν το ξύσιµο. Μετά τον κρέµαγαν. Ο χώρος γέµιζε από αίµατα. Η εικόνα του αίµατος να τρέχει µπροστά στην πόρτα, πάνω στα µάρµαρα του σπιτιού και του δρόµου, σε µια εποχή που έλειπαν τα σύγχρονα µέσα

* Ευχαριστώ κι από τη θέση αυτή την κ. Σοφία Πιτυλάκη για τις χρήσιµες πληροφορίες της.

32

καθαριότητας και υγιεινής, δεν προκαλούσε την αντίδραση ή την αγανάκτηση των µελών της οικογένειας ή των γειτόνων. Όλοι το θεωρούσαν απαραίτητο να συµβεί και «καλό» για το σπιτικό. Η εικόνα αυτή, αποκρουστική για τα δεδοµένα των σηµερινών δυτικών και πολλών Ελλήνων, αποκτά το πραγµατικό της νόηµα αν σκεφθούµε ότι από την απώτατη αρχαιότητα, είτε αναφερόµαστε στην Παλαιά και Καινή ∆ιαθήκη είτε στους αρχαίους Έλληνες, η «θυσία» είναι µια ιεροτελεστία ξεχωριστή γιατί το αίµα που ρέει είναι πηγή ζωής και, εν τέλει, κι εµείς το 2005 αντιλαµβανόµαστε ότι, πέρα από τις ιεροτελεστίες, αίµα - πηγή ζωής - µπορεί να δώσει στον άνθρωπο µόνον ο άνθρωπος. Εποµένως, το «κάρφωµα» του χοίρου, έτσι όπως γινόταν, έχει να κάνει µε παλαιότατα έθιµα, όπως και όλη η τελετουργία της αποκριάς στ’ Απεράθου1. Το ζώο παρέµενε κρεµασµένο για δυοτρεις µέρες, για να στραγγίξει. Στο χώρισµα του κρέατος του ζώου συµµετείχε η γυναίκα. Την καθαριότητα επωµίζονταν οι γυναίκες του σπιτιού. Αυτές συµµετείχαν και στο «χώρισµα» του ζώου. Όταν γινόταν το χώρισµα έδιναν µια πάρτη, µια καλή µερίδα, στους συγγενείς, στους γείτονες, στους φίλους που δεν είχανε χοίρο, για κοκκινιστό ή βραστό. Πρώτα η συκωταριά. Ο πρώτος µεζές, η σπλήνα. Τη ρίχνανε πάνω στα κάρβουνα. Μαζί µε την συκωταριά βγάζουν τ’ άντερα. Πλένονται και καθαρίζονται καλά και για τρεις µέρες τα ‘χουν στο αλάτι και στα λεµόνια. Αφού πλυθούν καλά, τα βράζουν κι είναι έτοιµα για

φαγητό. Αλλού τα γεµίζουν µε χόρτα. Το κεφάλι το κόβουν την πρώτη µέρα για να κάνουν τα γλυκάδια και διάφορους µεζέδες. Τρώγεται την Τσικνοπέµπτη. Η γλίνα, το λίπος, σαν πλεκτή σάρπα, στο εσωτερικό του ζώου, την βράζουν, την αφήνουν να κρυώσει και την εποµένη µαζεύουν το βούτυρο, τη γλίνα. Την τοποθετούσαν σε πήλινα σκεύη. Το γλινερό, µικρά κοµµατάκια κρέατος, τα έχωναν στη γλίνα κι όλο µαζί το έβγαζαν και το χρησιµοποιούσαν για να φτιάχνουν οµελέτα και πατάτες τηγανιτές. Το παστό χερνό. Κοµµάτια απ’ όλα τα µέρη του σώµατος του ζώου, που έχουν πολύ λίπος. Κόβεται σε µερίδες, αλατίζεται, βγάζει τα νερά του, το βάζουν στην άρµη, ένα χρόνο, και το συντηρούν. Αυτά τα κοµµάτια, που ήταν σκέτο λίπος, τα τρώγανε µε ψωµί και τα χρησιµοποιούσαν ιδιαίτερα οι ασµυριγλάδες. Το θηκάτο, επειδή φτιάχνεται σαν θήκη, λίπος-κρέας-λίπος-κρέας, και το τρώνε µε χόρτα. Πρώτα έβραζαν τα χόρτα και στο νερό τους έβραζαν το θηκάτο. Τέλος, Το ζαµπόνι. Γίνεται από τα πισινά µέρη του ζώου. Το φτιάχνει κάποιος που γνωρίζει να «κόβει το ζαµπόνι». Στη συνέχεια το αλατίζει και το δένει. Κοπάνιζαν αρκετά σκόρδα µέχρις ότου λιώσουν και γίνουν σαν κρέµα και άλειφαν το κρέας του ζαµπονιού, όχι την πέτσα του. Μετά έβαζαν κανέλα, πιπέρι, αλάτι µέχρι να σχηµατιστεί µεγάλη κρούστα. Το τοποθετούσαν σε παλιές κασέλες. Το έχωναν σ’ αλάτι χοντρό. Σ’ εφτά-οχτώ µήνες το βγάζουν, το πλύνουν µε κρασί και το κρεµούν στο κατώι.

1 Βλ. Μάρω Παπαθανασίου, «Η θυσία στη µυθολογία και στη λατρεία», Επτά Ηµέρες, Η Καθηµερινή, Κυριακή 24 Απριλίου 2005. Στις «θυσίες» το αίµα ως φορέας του «ζωτικού» πνεύµατος, ταυτιζόταν απόλυτα µε την ίδια τη ζωή. Η τελετουργική έκχυσή του εθεωρείτο η ύψιστη προσφορά στους θεούς. Οι καθαρτήριες ή εξαγνιστικές θυσίες ανάγονται βαθιά στην προϊστορία των λαών της Ανατολικής Μεσογείου. Στο µυθολογικό / θρησκευτικό σύστηµα των Ελλήνων, κατ’ εξοχήν καθάρσιος θεός ήταν ο Απόλλων. Στο µαντείο του κατέφυγε ο Ορέστης για να καθαρθεί από το αίµα της µητροκτονίας και να γλιτώσει από τις Ερινύες, τις τύψεις που τον καταδίωκαν. Ο θεός τον εκάθαρε ραντίζοντάς τον µε το αίµα ενός χοίρου που θυσιάστηκε γι’ αυτό το σκοπό.

33

2. ΤσηΠληθερής. Ο Γεώργιος ∆. Ζευγώλης γράφει*: «Υπάρχουν και δυο βοσκίστικες γιορτές. Γίνονται κάθε χρόνο. Η µια, την ηµέρα που η εκκλησία γιορτάζει την Ανάληψη του Χριστού1. Η άλλη, είκοσι περίπου µέρες αργότερα απ’ την πρώτη, την ηµέρα που λέγεται «αποκριά του θέρους». Τότε λοιπόν όσο γάλα θ’ αρµέξουν οι µάντρες, και πρωί και απόγευµα, το µοιράζουνε στα παιδιά του χωριού χωρίς πληρωµή. Αυτό γίνεται για να πληθύνουν τα ζουλοπρόβατα και γι’ αυτό η γιορτή πήρε την ονοµασία: τση πληθερής. Όλα τα παιδιά του χωριού παίρνουν αυτές τις δυο µέρες, τα λαηνάκια2 τους και πηγαίνουνε στις µάντρες. Οι βοσκοί τους τα γεµίζουνε µε ξύαλα ή γλυκύαλα. Άµα γυρίζουν τα παιδιά στο χωριό κι όταν οι αποστάσεις είναι µακρυνές, τότε µέσα στο λαηνάκι µε το γλυκύαλα ρίχνουν ένα κοµµάτι άρτηκα3 για να µη κόψη το γάλα». Ο αείµνηστος Τάσος Μ. Ζευγώλης γράφει: «[…] κατά την ηµέρα της Αναλήψεως, επιλεγοµένης Πληθερής, το γάλα της ηµέρας διεµοιράζετο δωρεάν, εις τα ποιµνιοστάσια παρά των ποιµένων της Νάξου, εις πάντα προσερχόµενον»4. «Η προέλευσις του εθίµου αµφισβητείται αποτελούσα δύσλυτον πρόβληµα. Άλλοι µεν – δηλονότι – διατείνονται ότι παρέχεται το γάλα παρά των ποιµένων δωρεάν εις πάντας, ως θυσία, προκειµένου από της Αναλήψεως να ελαττωθή και συν τω χρόνω να εκλείψη καθ’ ολοκλη-

ρίαν το γάλα των αιγοπροβάτων αυτών, ως καλή πράξις υπέρ των πτωχών, διαθέτουσα υπέρ αυτών την θείαν πρόνοιαν, άλλοι δε ισχυρίζονται ότι η δωρεά δίδεται προς τους γεωργούς εκ µέρους των ποιµένων ως ελάχιστον δώρον διά την άνευ πληρωµής βοσκήν των ζώων των εις τους βοσκοτόπους των γεωργών εν γένει»5. Έµειναν ικανοποιηµένοι οι διοργανωτές από την αναπαράσταση του εθίµου «τα χοιροσφάγια»; Θα αναπαραστήσουν και τη συνήθεια «τση Πληθερής»; Γιατί δεν επισκεπτόµαστε τις µάντρες, τους µαζωµούς, στις περιοχές του Φιλωτιού ή τ’ Απεραθιού, στους Απίσω Τόπους, να ζήσουµε από κοντά τους βοσκούς που θα µοιράζουν το γάλα, να δούµε και να καταλάβουµε τι είναι το χιλιάρµενο; Μήπως δεν τους συναντήσουµε; Μήπως τελείωσαν όλα αυτά; Σε τι αποσκοπεί η αναπαράσταση; Να προβληθεί η άλλη διάσταση, η κτηνοτροφική, του αγροτικού τοπίου του ∆ήµου ∆ρυµαλίας, της Νάξου; Σε ποιον να προβληθεί αυτή η διάσταση; Ποια η ανάγκη; Να ευαισθητοποιηθεί ποιος; Για να µην λησµονήσουµε; Επειδή λαός που ξέχασε την ιστορία του… Να µην λησµονήσουµε τι; Ποιους αφορά η υπόθεση αυτή; Σ’ ό,τι αφορά την κτηνοτροφία, τους βοσκούς, τα ήθη και έθιµα που διαµορφώθηκαν απ’ αυτό τον κύκλο παραγωγικής δραστηριότητας, του οποίου κύριος στόχος ήταν η αυτάρκεια των νοικοκυ-

* Γ. ∆. Ζευγώλης, Ποιµενικά της ορεινής Νάξου, Λαογραφία. ∆ελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόµ. ΙΕ’, 1953, αναδηµοσίευση π. Απεραθίτικα, 1, 1988. 1. Την ίδια µέρα γίνεται γιορτή και στις Ροδίτικες µάντρες, που τη λένε «πανήγυρη του Συναληψιού». Μαζεύονται όµως µονάχα «οι συγγενείς και φίλοι του µαντράτορα και γίνεται διασκέδαση και φαγοπότι…» Βρόντη Μαντρ. Ροδ., 226. 2. το λαήνι, το λαηνάκι, (υποκορ. του: η λαήνα) µικρό σταµνί πήλινο, µε ανοιχτό στόµα και δυο αφτιά. 3. άρτηκας και στην Κρήτη. Κοραή Άπαντα, τόµ. Ε΄, 25. Είναι το φυτό: ο νάρθηξ. Το αρχικό ν έφυγε, γιατί νοµίστηκε πως ανήκει στο άρθρο, το νάρθηκα > τον άρτηκα > ο άρτηκας. 4. Τάσος Μ. Ζευγώλης, Λαογραφικά Σηµειώµατα, τόµ. Α΄, Αθήναι 1950. Την κατάργηση του εθίµου ο συγγραφέας αποδίδει στην πείνα κατά την περίοδο της εχθρικής κατοχής, ιταλικής και γερµανικής, στον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, και στην υπερβολική άνοδο των τιµών των τυροκοµικών προϊόντων. 5. Στο ίδιο.

34

ριών, σχεδόν δεν έχει αποµείνει τίποτα. Τα περίφηµα τυριά, γνωστά από τα βυζαντινά χρόνια, δεν προστατεύονται. Ούτε τα, ελάχιστα, προϊόντα από το κρέας, όπως το χοιρινό ζαµπόνι. Έχουµε αποφασίσει ότι δεν θέλουµε πλέον το αρσενικό τυρί; Τη µυζήθρα; Το αθότυρο ή θηλυκό τυρί; Το τουλουµοτύρι; Την ξινοµυζήθρα; Το ξινότυρο; Αναρωτιόµαστε γιατί στην τουριστικότατη Μύκονο συνεχίζεται η παραγωγή του ζαµπονιού, η λούτζα, όπως έµεινε γνωστό, και προβάλλεται σε κάθε ευκαιρία, και στη Νάξο αυτή η δραστηριότητα κρίνεται οικονοµικά ασύµφορη; Με ποιο τρόπο η απείρως πιο τουριστική από τη Νάξο Σαντορίνη καταφέρνει να διατηρεί τα παραδοσιακά προϊόντα της, την τοπική κουζίνα της, ενώ στη Νάξο αυτή η παραδοσιακή παραγωγή αντιµετωπίζεται πλέον µε δυσπιστία και απαξίωση; Γνωρίζουµε ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της συµπεριφοράς, αυτής της νοοτροπίας, αυτής της απαξίωσης; Γιατί υπάρχουν συνέπειες, σοβαρότατες, και κάποτε, προτού αρχίσουµε να τις πληρώνουµε, θα πρέπει να ασχοληθούµε µ’ αυτές. Αν έχουµε παραιτηθεί από την παραγωγή προϊόντων που ανέδειξε η γνώση των κατοίκων των ορεινών χωριών, κληρονοµιά από τα πανάρχαια χρόνια, που τη µεταβίβαζε η µια γενιά στην άλλη, τότε δεν χρειάζονται αναπαραστάσεις. Αν όχι, τότε καλό είναι να αναληφθούν δραστηριότητες από τη µεριά του ∆ήµου, αλλά και των άµεσα ενδιαφεροµένων, οικονοµικής φύσεως, πρωτότυπες και ευρηµατικές, που θα συνοδεύονται από την αναγκαία πολιτική βούληση και ευθύνη, ώστε να ανακάµψει ο τοµέας αυτός, της κτηνοτροφίας. Και πάλι, αναπαραστάσεις δεν χρειάζονται. Η σηµερινή κατάσταση των βοσκών δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί καλή. Όµως εδώ που έφθασαν τα πράγµατα για την κτηνοτροφία, οι όποιοι αγώνες των κτηνοτρόφων µπορούν να εξασφαλίσουν ένα, έστω, ικανοποιητικό εισόδηµα γι’ αυτούς και την οικογένειά τους. Αλλά η κτηνοτροφία δεν είναι µια υπόθεση που αφορά µόνο το εισόδηµα των κτηνοτρό-

φων. Η κτηνοτροφία, όπως και η αµπελουργία, έχει να κάνει µε τη συνολική κουλτούρα και την πολιτισµική διαµόρφωση της Νάξου, διαδικασία που έλαβε χώρα και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια αιώνων. Αν η στάση των Ναξιωτών είναι απαξιωτική απέναντι σε τέτοιου είδους παραγωγικές εργασίες, δικαίως ή αδίκως, υπάρχουν οι οικονοµικοί µετανάστες, που θα ήταν πρόθυµοι να εργασθούν, µαθαίνοντας την πανάρχαια τεχνική, να κάµουν χιλιάρµενο, να παράγουν, εξασφαλίζοντας κι ένα καλό εισόδηµα, τουλάχιστον για την τοπική αγορά, που δεν είναι αµελητέα και µπορεί να γίνει µεγαλύτερη µε την παράταση της τουριστικής περιόδου. Κι όσο για µας, είναι έντιµο να σταµατήσουµε να θεωρούµε τους εαυτούς µας «παιδιά βοσκών, εγγόνια βασιλιάδων…». Έχουµε αποµακρυνθεί πάρα πολύ από τον θεϊκό Όµηρο… τον χάσαµε! Όσοι από εµάς τους «αστούς», τους cittadini, διατηρούµε αυτή την υπερηφάνεια, ότι είµαστε βοσκόπαιδα, παιδιά βοσκών εγγόνια βασιλιάδων, ας µην εξαντλούµε τη δραστηριότητά µας σε µιµήσεις και αναπαραστάσεις συνηθειών και εθίµων: όλα δεν είναι καρνάβαλος! Ας δραστηριοποιηθούµε, µε συλλογικότητα, συνοχή και ευσυνειδησία προς τις κατευθύνσεις τις δέουσες, ώστε να µην αφήσουµε να περάσει ο νορµανδικός τεχνοκρατούµενος τυχοδιωκτισµός, καθώς και µικρόπνοοι σχεδιασµοί εγχώριων ανοήτων. Κάποτε ο Τζώρτζ Όργουελ, - εκείνος του «1984» - αγωνιούσε επειδή η εξουσία µπορούσε να γράψει από την αρχή την Ιστορία, αλλοτριώνοντας και χειραγωγώντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, τους λαούς και τους ανθρώπους. Κάποιοι άλλοι – δηµοκράτες και πατριώτες αυτοί - ανησυχούσαν, µερικοί ανησυχούν ακόµα, µήπως οι πολίτες ξεχάσουν την Ιστορία τους: λαοί που δεν έχουν ιστορική µνήµη… ∆εν έχουν καταλάβει ότι εµείς, στη µεταµοντέρνα Νάξο, πετύχαµε αυτό που για τη νεοτερικότητα ήταν το αδιανόητο: να διαγράφουµε την Ιστορία µας…Πρόκειται για καθηµερινή διεργασία πλέον!

35

Νάξος, Μάρτης – Απρίλης του 2005

Ευχαριστούµε τον κ. Νικόλαο Κρητικό, διευθυντή του Β΄ Γυµνασίου Νάξου, για τη βοήθειά του στην έκδοση του π. Φλέα.

¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ˘ πÛÙÔÚÈÎÔ‡ √ Ì › ÏÔ ˘ ¡ ¿Í Ô ˘ ∞ ƒ ™ fi ™ — ∞ Â Ú ¿ ı Ô ˘

Αν θέλετε να έχετε επαφή µε τον «Αρσό» και το π. «Φλέα» µπορείτε να επικοινωνήσετε µε τους: Στέλιο Ν. Μαρινάκη, Φυγαλίας 11, 114 47 Γαλάτσι ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-2913.127, 6934527618) Νίκο Βασ. Φραγκίσκο, Ελ. Βενιζέλου 152, 123 51 Αγ. Βαρβάρα ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-5451.339, 22850-24.658) Κώστα Αντ. Κατσουρό, Μπουκουβάλα 8, 114 71 Αθήνα ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-6423.783, 22850-22.974, 6934435010) Ευχαριστούµε τον τυπογράφο κ. Λουκά Μιχαλόπουλο, τον φίλο µας, για την προσφορά του

flea-05.pdf

Page 2 of 36. ¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ ̆ πÛÙÔÚÈÎÔ‡. √Ì›ÏÔ ̆ ¡¿ÍÔ ̆ ∞ƒTMfiTM — ∞ ÂÚ¿ıÔ ̆. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία στον Αγ.

474KB Sizes 47 Downloads 161 Views

Recommend Documents

No documents