ΕΚ∆ΟΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

∆ΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΝΑΞΟΥ «ΑΡΣόΣ»

¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ˘ πÛÙÔÚÈÎÔ‡ √ Ì › ÏÔ ˘ ¡ ¿Í Ô ˘ ∞ ƒ ™ fi ™ — ∞ Â Ú ¿ ı Ô ˘

2/2005

Εικονοµαχική τοιχογραφία στην Αγία Κυριακή, Απεράθου.

Στο εξώφυλλο: Παναγία η Νικοποιός – Παναγία η ∆ροσιανή, Μονή.

∆√ «727» ∫∞π ∏ ∂π∫√¡√ª∞Ãπ∞. ∏ ¡∞•√™ ∫∞∆∞ ∆∏ ¢π∞ƒ∫∂π∞ ∆ø¡ ™∫√∆∂π¡ø¡ ∞πø¡ø¡ (7Ô˜-9Ô˜ ·È.): À¶√£∂™∂π™ ∂ƒ°∞™π∞™. Στο Ναξιώτικο χειµώνα...

διαµόρφωση της «βυζαντινής πολιτείας» στα νησιά του Αιγαίου, όπως και σε κάθε άλλη επαρχία της αυτοκρατορίας, υπήρξε αποτέλεσµα µακράς εξέλιξης. Αυτή την εξέλιξη την χαρακτήρισαν οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας από τη µια, και στο εξωτερικό, µε τους ποικιλώνυµους εχθρούς της, από την άλλη. Οι συγκρούσεις, κυρίως οι εσωτερικές, οδηγούσαν στη λήψη αποφάσεων που διαµόρφωναν δικαιϊκούς και διοικητικούς θεσµούς, δροµολογούσαν οικονοµικές, κοινωνικές και κυρίως πολιτικές εξελίξεις στην κορυφή της πυραµίδας της Αυτοκρατορίας, µεγάλης σπουδαιότητας για τη διαµόρφωση της δοµής, τη συνοχή, τον τρόπο της λειτουργίας, τη σταθερότητα και τη συνέχειά της. Για τις Κυκλάδες, η «δική» τους βυζαντινή ιστορία αρχίζει να αποκτά σπουδαιότητα κατά τη διάρκεια των λεγόµενων σκοτεινών αιώνων του Βυζαντίου, από τον 7ο κυρίως αιώνα, καθώς τα νησιά εντάσσονται στους σχεδιασµούς και στις αποφάσεις της αυτοκρατορικής διοίκησης, και θα λήξει µε την κατάρρευση της Κωνσταντινούπολης το 1204: στο εξής, κυρίως από το 1207 ή το 1210, οι Κυκλάδες δεν θα διοικηθούν ποτέ πια από Ρωµαίους. Μετά από 617 χρόνια, – από τα οποία τα µισά περίπου υπό τους Λατίνους, και τα υπόλοιπα κάτω από οθωµανική διοίκηση, στη διάρκεια των οποίων κυρίαρχη, χωρίς να είναι άρχουσα, παρέµενε η τάξη των Λατίνων, – θα συναντηθούν και θα πορευθούν στην Επανάσταση του 1821 µε ελεύθερους Έλληνες, για να ανασυστήσουν την αυτοκρατορία των Ρωµαίων, όπως πίστευαν, και, τελικά, να δηµιουργήσουν το σύγχρονο Ελληνικό κράτος. Η εξέλιξη των Κυκλάδων νήσων στην ανατολική Ρωµαϊκή αυτοκρατορία δεν χαρακτηριζόταν από την ασφάλεια των κατοίκων τους, την εύρυθµη κοινωνικά και οικονοµικά εύρωστη διαβίωσή τους. Αυτή η εξέλιξη δεν ακολούθησε γραµµική πορεία, ούτε ήταν οµοιόµορφη σ’ όλα τα νησιά. Η σηµαντικότερη συνεισφορά των Κυκλάδων νήσων στη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία θα µπορούσε να ήταν ο πανάρχαιος πολιτισµός τους! Μια συνεισφορά αχρείαστη την εποχή εκείνη. Οι Ρωµαίοι δεν αντιµετώπισαν τα νησιά ως κοιτίδα πολιτισµού και δεν τους φέρθηκαν ανάλογα. Πώς θα µπορούσε να συµβεί διαφορετικά; Ο πολιτισµός αυτός είχε τα χαρακτηριστικά της ειδωλολατρίας. Το πιθανότερο, δεν τον γνώριζαν. Άλλωστε και οι οικονοµικές εισροές των

Η

3

νησιών προς το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, δεν πρέπει να ήταν πλουσιοπάροχες. Οι πληροφορίες που έχουµε στη διάθεσή µας από τις πηγές για τη ρωµαϊκή διοίκηση, οικονοµία και κοινωνία των Κυκλάδων νήσων, κατά την ιστορική περίοδο του 7ου, 8ου και 9ου αι., σπανίζουν: αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η περίοδος αυτή ονοµάζεται «σκοτεινή». Ωστόσο έχουµε στη διάθεσή µας «µια διαφορετική αλλά στερεή ιστορική τεκµηρίωση», που προέρχεται από την πολιτισµική δραστηριότητα που έλαβε χώρα και εξελίχθηκε στη Νάξο: «την αποτελεί σειρά µνηµείων εκκλησιαστικής τέχνης, κυρίως τοιχογραφιών, χρονολογικά αδιάσπαστη, τα οποία ανάγονται από τον 7ο αιώνα έως και τον 14ο αιώνα […] το µνηµειακό αυτό σύνολο […] αποτελεί την εγκυρότερη ιστορική µαρτυρία ότι η Νάξος δεν έπαψε να κατέχει εξέχουσα θέση στο διοικητικό, εκκλησιαστικό, οικονοµικό και τέλος στο καλλιτεχνικό επίπεδο […]»1. Όµως, αυτή η «στερεή» ιστορική τεκµηρίωση, παρά την αναµφισβήτητη σηµασία και σπουδαιότητά της, δεν µας διευκολύνει να αντιληφθούµε κάποιες από τις διαστάσεις και τις παραµέτρους που συνθέτουν την ιστορία των Κυκλάδων νήσων, της Νάξου, την εποχή της βασιλείας των Ρωµαίων. Ποια ήταν η δοµή, η σύνθεση, η λειτουργία, η νοοτροπία της κοινωνίας αυτής; Η άποψη ότι η «Νάξος δεν έπαψε να κατέχει εξέχουσα θέση» στη µακρά διάρκεια από τον 7ο µέχρι τον 14ο αιώνα, τι να σηµαίνει; Οι Ναξιώτες, οι Κυκλαδίτες, µικροί και µεσαίοι ελεύθεροι καλλιεργητές ή και πάροικοι, αισθάνονταν και µοιράζονταν αυτή την εξέχουσα θέση; Μήπως ήταν αυτοί που παρήγαγαν το πλεόνασµα το απαραίτητο ώστε να παραχθεί αυτή η «χρονολογικά αδιάσπαστη» µνηµειακή εκκλησιαστική τέχνη; Ποια άτοµα, ποιες κοινωνικές οµάδες, στα πλαίσια της νησιωτικής βυζαντινής επαρχίας, διαµόρφωναν και συνέθεταν αυτή την ξεχωριστή θέση στη διοίκηση, στην οικονοµία και στον πολιτισµό; Ή η συµµετοχή των Ναξιωτών σ’ αυτή την εξέλιξη ήταν µικρή έως και ανύπαρκτη; Ήταν Νάξιοι οι αγιογράφοι; Κατάγονταν από τη Νάξο οι κτήτορες και δωρητές των ναών; Ανήκαν στην εγχώρια αριστοκρατία; Ήταν γαιοκτήµονες; Αξιωµατούχοι; Τα µοναστήρια; Η εκκλησία; Κατείχε µεγάλη έκταση η γαιοκτησία στο νησί; Ήταν δηµόσια, εκκλησιαστική ή ιδιωτική; Συνυπήρχε µε ελεύθερους παραγωγούς; Με ποιο τρόπο εξελίχθηκε η σχέση καλλιεργητών, γαιοκτηµόνων, αξιωµατούχων, εκκλησίας; Θα θέλαµε να γνωρίζαµε τι ήταν το χωριό; Είχε νοµική υπόσταση; Πώς ήταν διαµορφωµένο, από τι αποτελείτο το νοικοκυριό ενός αγρότη, ζευγαράτου για παράδειγµα; Σ’ ολόκληρη αυτή τη µακρά διάρκεια η Νάξος κατείχε «εξέχουσα θέση»; Μήπως τη θέση της αυτή, πέρα από τη γεωπολιτική σηµασία της περιοχής, η Νάξος, τη χρωστούσε στο γεγονός ότι εξαιτίας της υπαίθρου της, µε τα βοσκοτόπια, τα νερά και τους εύφορους κάµπους, προσφερόταν περισσότερο από κάθε άλλο 1. Μαν. Χατζηδάκη, Εισαγωγικές Σηµειώσεις, στο «Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος», εκδ. Μέλισσα, 1989.

4

νησί στις Κυκλάδες, για να υπηρετήσει µια κοινωνία που εξελισσόταν προς και γνώριζε µηχανισµούς «φεουδαλικοποίησης»; Τελικά γνώρισε την ίδια τη φεουδαρχία, έστω κι αν αυτή εφαρµόστηκε µ’ ιδιότυπο τρόπο, από ξενόφερτους αλλογενείς χριστιανούς, τις περισσότερες φορές αντίπαλους στη θρησκευτική δοξασία, και πρακτική µε επιδιώξεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτισµικές που δεν εντάσσονταν στη λογική και στους σκοπούς των εγχώριων νησιωτών. Μήπως η «εξέχουσα θέση», διαρκούσης της των Βυζαντινών πολιτείας, οφειλόταν σε πολιτικές και στρατιωτικές στρατηγικές, σε οικονοµικούς σκοπούς, που σχεδιάζονταν αλλού, έξω από τη Νάξο, πέρα από τις Κυκλάδες, προκειµένου να ικανοποιηθούν ξένες ανάγκες και αλλότρια συµφέροντα; Μήπως οι Ναξιώτες, σ’ όποια κοινωνική κατηγορία κι αν ανήκαν, αρκούνταν να συµµετέχουν σε κάθε στάδιο της εξέλιξης, να προσεταιρίζονται τους εκάστοτε κρατούντες, προκειµένου ν’ αποκτήσουν µια διάκριση ή και να καρπωθούν όσο το δυνατό περισσότερα ωφέλη οι δυνατοί, γαιοκτήµονες, και την αυτάρκεια, κατά το δυνατό, οι καλλιεργητές κοπιαστές, οι πάροικοι; Για τη Νάξο, στην αυτοκρατορία των Ρωµαίων, οι πρώτες ειδήσεις µας έρχονται από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους: εννέα παλαιοχριστιανικές βασιλικές έχουν διασωθεί στο νησί. ∆ύο απ’ αυτές ήταν αρχαιοελληνικοί ναοί και µετατράπηκαν σε εκκλησίες2. Ειδήσεις επίσης έχουµε και από τον 6ο αιώνα: ο µητροπολίτης πρ. Λήµνου Βασίλειος αναφέρει επισκόπους Νάξου του 6ου αιώνα, τον Παύλο (536), τον Θεόδωρο (µέσα του 6ου), τον Γεώργιο το 680, 7ο πλέον αιώνα3. Ο τελευταίος συµµετείχε στην ΣΤ΄ Οικουµενική Σύνοδο. Τον 6ο αιώνα κτίσθηκε πιθανόν ο αρχικός ναός της Παναγίας της ∆ροσιανής4, ίσως ως µαυσωλείο. Από τα µέσα του 7ου ως τα µέσα του 9ου αιώνα, τους λεγόµενους «σκοτεινούς αιώνες», η ρωµαϊκή αυτοκρατορία της Ανατολής «αποκόπηκε οριστι-

2. Γεώργιος ∆ηµητροκάλλης, Βυζαντινή ναοδοµία στην Νάξο, Αθήναι 2000. Ανάµεσα σ’ αυτές, τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στη θέση Γύρουλας, στο Σαγκρί, ο Άγιος Ματθαίος, κοντά στο χωριό Τρίποδες, ο Άγιος Ισίδωρος στην Τραγαία, ο Φωτοδότης στο χωριό ∆ανακός, η Παναγία η Πρωτόθρονος στο Χαλκεί. 3. Γ. Ατέσης, Επισκοπικοί κατάλογοι της εκκλησίας της Ελλάδος απ’ αρχής µέχρι σήµερον, Αθήνα 1975. 4. Η επωνυµία ∆ροσιανή δόθηκε στο ναό από το κτήµα «∆ροσιά», µέσα στο οποίο κτίσθηκε η εκκλησία, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύµια της Νάξου, Ναξιακόν Αρχείον, 1947, αναδηµοσίευση π. Απεραθίτικα, 2, 1989. ∆εν πρέπει να λησµονούµε ότι το έτος 642 κατακτάται η Αλεξάνδρεια από τους Άραβες. Πρόκειται για µια µεγάλη καµπή στην ιστορική εξέλιξη του βυζαντινού κόσµου, γιατί µετά τη µεγάλη αυτή απώλεια ο ρόλος του βυζαντινού κράτους ως φορέα της µεγάλης ελληνιστικής παραδόσεως µειώθηκε σηµαντικά, και αναγκαστικά οδήγησε σε µια κρίση και φυσικά σε µια αναπροσαρµογή. Το πραγµατικό τέλος της αρχαιότητας µπορεί να τοποθετηθεί στο διάστηµα µεταξύ της βασιλείας του Ιουστινιανού και εκείνης του Ηρακλείου (565-641) ή µέχρι την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες, το 642, βλ. Βασιλική Παπούλια, Το τέλος της Αρχαιότητας και η αρχή του Μεσαίωνα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, Σύµµεικτα, τόµ. Θ΄, Ε Ι Ε / Κ Β Ε, Αθήνα 1994.

5

κά από το ύστερορωµαϊκό παρελθόν της και, µέσα από τη µεγάλη κρίση της Εικονοµαχίας, απέκτησε τη χαρακτηριστικά Βυζαντινή µορφή της. Οι οικονοµικές και κοινωνικές δοµές άλλαξαν ουσιαστικά, οι µεγάλες πόλεις και τα µνηµεία τους εγκαταλείφθηκαν, οι άνθρωποι άλλαξαν ιδεώδη και ιδεολογία. Ο αρχαίος κόσµος, που κλονιζόταν από αιώνες, εξαφανίσθηκε οριστικά. Στη θέση του εµφανίσθηκαν νέες πραγµατικότητες. Κι αυτός ο µεσαίωνας, όπως και κάθε άλλος, υπήρξε γόνιµος. […] βλέπουµε µια κοινωνία µε τα δικά της προβλήµατα και τις δικές της αντιπαλότητες, που εκφράζονται και µέσα από θεολογικές συγκρούσεις»5. Υπάρχουν πολιτικές αντιθέσεις, υπάρχουν συσσωµατώσεις που καθορίζονται µε κριτήρια κοινωνικά ή και γεωγραφικά, και οι οποίες ενίοτε παίρνουν θέση στα προβλήµατα της εποχής τους. Ποιοι ήταν οι στόχοι κάθε φορά µόνο µε υποθέσεις µπορεί να γίνει αντιληπτό. «Οι κοινωνικές αντιθέσεις που υπήρχαν ήδη από τον 7ο αιώνα ενσωµατώνονται στα προβλήµατα του πολυτάραχου 8ου. Η αριστοκρατία, ο στρατός (και µάλιστα ο «λαϊκός» στρατός των θεµάτων), η εκκλησία, αποτελούν τις οµάδες που θα συγκεντρώσουν τη λαϊκή υποστήριξη και θα την κατευθύνουν. Αυτούς τους παράγοντες θα χρησιµοποιήσουν και θα προσπαθήσουν να διαµορφώσουν οι αυτοκράτορες κατά την εφαρµογή της πολιτικής τους και αυτοί οι παράγοντες θα επιδιώξουν να επηρεάσουν την κορυφή της εξουσίας, ενίοτε προωθώντας δικούς τους υποψήφιους για το θρόνο»6. Κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων, µια χωρίς προηγούµενο πολιτική αστάθεια επικρατεί την περίοδο που ακολουθεί µετά τον θάνατο του Ιουστινιανού Α΄ ως την άνοδο στο θρόνο του Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, το 717. Η πολιτική κρίση αντιστοιχεί σε έντονη κοινωνική ανισορροπία. Η τάξη των µεγάλων γαιοκτηµόνων, οι δυνατοί, που είχε καταλάβει ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώµατα προσπαθεί να αποκτήσει τον έλεγχο του κράτους και της κεντρικής εξουσίας, προβάλλοντας τον ένα ή τον άλλο αξιωµατούχο ως αυτοκράτορα. Για το σκοπό αυτό χρησιµοποιεί το στρατό, τη σύγκλητο, τα ανοργάνωτα πλήθη, τις συντεχνίες, τους δήµους των µεγάλων πόλεων, είδος αθλητικών σωµατείων που παίζουν και το ρόλο πολιτικών οµάδων7. Στους αγώνες αυτούς συγκλίνουν πολλά ρεύµατα. ∆ιακρίνεται ωστόσο µε αρκετή σαφήνεια η θρησκευτική αντίθεση ανάµεσα στις µονοφυσιτικές οµάδες των ανατολικών περιοχών και στην ορθοδοξία των κεντρικών, δυτικών µικρασιατικών και ευρωπαϊκών επαρχιών. Οι θρησκευτικές αυτές αντιθέσεις οξύνονται ακόµη περισσότερο στο βαθµό που εκφράζουν «εθνικές» 5. Ν. Οικονοµίδης, Πρόλογος, στο Ελεωνόρα Κουντούρα- Γαλάκη, «Ο Βυζαντινός κλήρος και η κοινωνία των «σκοτεινών αιώνων», Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 1996. 6. Ν. Οικονοµίδης, ό.π. 7. Νικ. Σβορώνος, Η Βυζαντινή Επαρχία. Πέντε µαθήµατα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισµού. Σχολή Μωραΐτη, 1987. Επίσης βλ. Alan Xarvey, Οικονοµική ανάπτυξη στο Βυζάντιο 900-1200, Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1997.

6

αντιθέσεις των µη επαρκώς εξελληνισµένων περιφερειακών εθνοτήτων, που αντιδρούν στην ένταξή τους στην όλο και περισσότερο εξελληνισµένη αυτοκρατορία8. «Κοινωνικές αντιθέσεις εκφράζονται και σ’ ορισµένα στρατιωτικά κινήµατα». «Τα λαϊκά κινήµατα στο Βυζάντιο, όπως και σ’ ολόκληρη τη µεσαιωνική Ευρώπη, δεν έχουν ποτέ αυτόνοµο χαρακτήρα. Είναι κινήµατα διαµαρτυρίας ενάντια σε κάθε είδους πίεση, οικονοµική, πολιτική, εθνική, θρησκευτική […] Τα λαϊκά κινήµατα εµφανίζονται σαν βοηθητικές δυνάµεις που υποστηρίζουν τον ένα ή τον άλλο αυτοκράτορα µε την ελπίδα κάποιας κοινωνικής δικαιοσύνης […]»9. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των σκοτεινών αιώνων, γενική είναι η αποδιάρθρωση της αυτοκρατορίας. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση είναι: πρώτο στοιχείο, η γεωγραφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας και οι εθνολογικές µεταβολές στο χώρο της. Αυτές προκλήθηκαν από την ταχύτατη άνοδο του αραβικού κόσµου κυρίως, που απείλησε την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Και επίσης από την απώλεια των κτήσεων στην Ισπανία και την Ιταλία και τις επιδροµές των Αβαροσλάβων στη χερσόνησο του Αίµου. Ο ∆ούναβης έπαψε να είναι σύνορο. Αρχικά οι πολεµικές συρράξεις µε τους Πέρσες και στη συνέχεια µε τους Άραβες είχαν καταστροφικά αποτελέσµατα. Κατά τη διάρκεια δέκα χρόνων (634-643) οι Άραβες κυριαρχούν στις ανατολικές περιοχές και στις επαρχίες της βορείου Αφρικής. Στην αραβική κατάκτηση «συνέβαλαν και οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, που δέχθηκαν τους νέους κυρίαρχους». Οι Άραβες συνέχισαν τις επιθέσεις τους στη Μικρά Ασία και µε το στόλο που συγκρότησαν αµφισβήτησαν τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο, κι απείλησαν αυτή την Κωνσταντινούπολη. ∆εύτερο στοιχείο, η δηµογραφική κρίση που γίνεται εντονότερη τον 9ο αι. εξαιτίας των συνεχών πολέµων που ερήµωσαν ολόκληρες περιοχές. Υπολογίζεται ότι ο πληθυσµός µειώθηκε σε ποσοστό 30-40% σε σχέση µε την προηγούµενη περίοδο. Η τάση θα ανατραπεί από τον 9ο αι., κι από τον 10ο και 11ο η δηµογραφική εξέλιξη της αυτοκρατορίας σταθεροποιείται. Το τρίτο στοιχείο, η εµφανής οικονοµική κάµψη, η υποχώρηση της οικονοµίας των πόλεων και η αγροτοποίηση σε µεγάλο βαθµό της αυτοκρατορίας. Οι πόλεις δεν εξαφανίζονται αλλά η ύπαιθρος γίνεται ανεξάρτητη, κατά κάποιο τρόπο, διοικητικά και φορολογικά από τα αστικά κέντρα. Η χρηµατική οικονοµία εξακολουθεί να υφίσταται. Αλλά ούτε το εµπόριο ούτε οι άλλες οικονοµικές αστικές δραστηριότητες µπορούν να συγκριθούν µε τις αντίστοιχες της προηγούµενης περιόδου. Το εµπόριο στην Ανατολή δεν σταµατά αλλά οι βυζαντινοί έµποροι πρέπει να µοιράζονται τα κέρδη τους µε τους Άραβες, που γίνονται υποχρεωτικά οι ενδιάµεσοι. Το εµπόριο µε τη ∆ύση µει8. Στο ίδιο. 9. Ν. Σβορώνος, Η Βυζαντινή, ό.π.

7

ώνεται στο ελάχιστο. Ο αραβικός στόλος κυριαρχεί στη Μεσόγειο και σπάει την οικονοµική ενότητά της. Άλλωστε η αστική ζωή στη ∆ύση είναι πλέον ανύπαρκτη10. Στους Βυζαντινούς ήταν άγνωστη η αντίληψη των χωρικών υδάτων ή η άποψη του εθνικού θαλάσσιου χώρου. «Πριν από τον 7ο αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες για οργανωµένες ναυτικές περιοχές. Μόνο ο Μένανδρος αναφέρει ότι επί Τιβερίου Α΄ (578-582), κάποιος Ιωάννης, «ος δη των νήσων διήνυε την αρχήν», και στον οποίο είχε ανατεθεί εκτάκτως και η διοίκηση της επαρχίας του Ιλλυρικού, ονοµάστηκε αρχηγός των επιχειρήσεων κατά των Αβάρων […] «αι νήσοι» του Μενάνδρου είναι τα νησιά του Αιγαίου […] ∆εν πρέπει όµως να συµπεράνουµε ότι η αυτοκρατορία δε διέθετε καµιά ναυτική οργάνωση. Υπήρχαν οργανωµένες ναυτικές βάσεις έτοιµες να υποδεχτούν τον αυτοκρατορικό στόλο. Σε κάθε ναυτική βάση υπήρχε ένας έπαρχος ή ύπαρχος, διοικητής της βάσης, ενώ την εποπτεία του λιµανιού είχε ο άρχων»11. Η κατάσταση θα αλλάξει άρδην µε την εµφάνιση του αραβικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και µετά την πανωλεθρία που υπέστη ο άπειρος βυζαντινός στόλος στο Φοίνικα της Λυκίας το 655, επί Κώνσταντος Β΄ (642668). Αποφασίζεται η αναδιοργάνωση του ναυτικού και η εφαρµογή στις θαλάσσιες περιοχές του θεµατικού συστήµατος. Στη Νάξο, οι τοιχογραφίες του ναού της ∆ροσιανής χρονολογούνται από το α΄ µισό του 7ου αιώνα, όταν δηλαδή αυτοκράτορας είναι ο Κώνστας Β΄. «Προφανώς αποτελούν επαρχιακή έκφραση ρευµάτων προερχοµένων από την Πόλη»12. Να υποθέσουµε ότι Ναξιώτες ταξίδευαν στην Πόλη και Κωνσταντινουπολίτες έφθαναν στη Νάξο και ότι µια τακτική επικοινωνία υπήρξε ανάµεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Νάξο; Ότι αυτή η επικοινωνία κάλυπτε τοµείς που αφορούσαν την οικονοµική δραστηριότητα, την βιοτεχνία, την εξαγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων; Ότι υπήρξαν επιρροές και επιδράσεις και σ’ άλλους τοµείς, όπως ο πολιτισµός; Είναι το πιθανότερο. Από το τέλος του 6ου αιώνα ή µάλλον από το α΄ µισό του 7ου αιώνα µαρτυρείται σε κτητορική κεφαλαιογράµµατη επιγραφή στην Παναγία τη ∆ροσιανή: «επί Σισιννίου του αγιοτάτου». Πρόκειται για άγνωστο σ’ εµάς επίσκοπο Νάξου13. Η αγιογράφηση της Παναγίας, στη ∆ροσιανή, στο τεταρτοσφαίριο της βόρειας κόγχης, ανταποκρίνεται πιθανώς στον εικονογραφικό τύπο που οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Νικοποιό και την βλέπουµε στις σφραγίδες των αυτοκρατόρων του 6ου και του 7ου αι. Ο «τύπος της Νικοποιού» παρουσιάζεται 10. Παναγ. Α. Γιαννόπουλος, Η οργάνωση του Αιγαίου κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, Παρνασσός ΛΒ΄, 1990. 11. Στο ίδιο. 12. Νικ. Β. ∆ρανδάκης, Οι Παλαιοχριστιανικές Τοιχογραφίες στη ∆ροσιανή της Νάξου, εκδ. ΤΑΠΑ, Αθήνα 1988. 13. Στο ίδιο.

8

στις σφραγίδες από τα χρόνια του Μαυρικίου ως την εποχή και του Κώνσταντος Β΄14. Το 653, για ένα χρόνο περίπου, παραµένει στη Νάξο ο πάπας Ρώµης Μαρτίνος Α΄. Με την επίδραση, που πιθανόν άσκησε κατά την παρουσία του στο νησί, έχει σχετισθεί αγιογράφηση στην Παναγία την Πρωτόθρονο στο Χαλκεί. Στα τέλη του 7ου αι. η Βυζαντινή αυτοκρατορία βρίσκεται σε καθεστώς σχεδόν µόνιµου εµφυλίου πολέµου και το κράτος στο χείλος του γκρεµού. Το κοινωνικό χάος αναδεικνύει το στρατό µόνιµο ρυθµιστή της πολιτικής ζωής και εξέλιξης. «Μόνο η δύναµη που προστατεύει την κρατική υπόσταση από τον εξωτερικό εχθρό είναι ικανή να αναλάβει την εξουσία. […] Στην πραγµατικότητα , οι βίαιες µεταβολές των χρόνων 695-717 κάθε άλλο παρά απλές εναλλαγές προσώπων είναι […] ο Λέων από τη Γερµανίκεια ανεβαίνει στο θρόνο µόνο σαν εκπρόσωπος µιας συγκεκριµένης πολιτικής παράταξης: του στρατού των Ανατολικών»15. Στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 8ου αι. στη Νάξο οικοδοµείται το Kάστρο τ’ Απαλίρου16, «τη δύσκολη περίοδο των πρώτων αραβικών επιδροµών. Το κάστρο ελέγχει εκτεταµένες καλλιεργήσιµες εκτάσεις και τη θαλάσσια περιοχή µεταξύ Νάξου, Πάρου και Ίου, που αποτελούσε τµήµα της διαδροµής από την Κρήτη στην Κωνσταντινούπολη µε ενδιάµεσο σταθµό στην Ίο […]. Την περίοδο αυτή οι κάτοικοι των παραλίων οικισµών της Νάξου αναγκάσθηκαν να µετακινηθούν σε ασφαλέστερα µέρη της ενδοχώρας»17. 14. Στο ίδιο. Αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι το Μάϊο του 1797, λίγες µέρες πριν καταλυθεί η βενετική Πολιτεία από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, «οι Βενετοί συνέρεαν στον ναό του Αγίου Μάρκου, για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας Νικοποιού και να εναποθέσουν στη θεία χάρη την ασφάλεια και προστασία της πόλης τους. […]». Αυτή την εικόνα, για την οποία πίστευαν ότι την έφεραν, µαζί µ’ άλλα λάφυρα, οι Σταυροφόροι µετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και που όπως αποδείχθηκε δεν ήταν η αυθεντική, είχαν εκθέσει «παραµονές της επικράτησης των Γάλλων σε δηµόσιο προσκύνηµα ως παλλάδιο της Βενετίας». Νικοποιός, η εικών, ην οι βασιλείς Ρωµαίων ποιούνται συστράτηγον, βλ, Χρύσα Α. Μαλτέζου, Βενετία και Βυζαντινή Παράδοση. Η Εικόνα της Παναγίας Νικοποιού, Σύµµεικτα, τόµ. Ένατος, Μνήµη ∆. Α. Ζακυθηνού, Μέρος Β΄, επιµέλεια Ν. Γ. Μοσχονάς, Αθήνα 1994. Ίσως, η αγιογράφηση της Παναγίας Νικοποιού στη ∆ροσιανή, είναι η αρχαιότερη, απ’ όσες διασώθηκαν στον κόσµο. Το µνηµείο είναι ανεκτίµητο όχι µόνο για τη Νάξο αλλά για ολόκληρη την «Ελληνολατινική Ανατολή». 15. Τηλ. Κ. Λουγγής, Οι «Νέοι Προσανατολισµοί» των Ισαύρων, Βυζαντιακά, τόµ. 2ος, Θεσσαλονίκη 1982. 16. Σύµφωνα µε τον Περ. Γ. Ζερλέντη το Κάστρο έλαβε το όνοµά του, «Απαλίρη», από τις άφθονες απαλιριές που φυτρώνουν σ’ αυτό, δηλαδή το θάµνο που οι φυτολόγοι καλούν Rhamnus oleoides Lin, βλ. ∆ιαµάχη Ναξίων Καστρινών και Νεοχωριτών, π. Παρνασσός, τ. ΙΙ, 1888, αναδηµοσίευση, π. Αρχατός, 1, 1997. Επίσης βλ. Νικ. Ανδρ. Κεφαλληνιάδης, ∆ύο κάστρα της Νάξου, τ’ Απαλίρη και τ’ Απάνω Κάστρο, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόµ. ∆΄, Αθήνα 1964. 17. Στην Ίο επίσης έχει εντοπιστεί σηµαντικό βυζαντινό κάστρο της ίδιας περιόδου, σε θέση µάλιστα που έχει οπτική επαφή µε το Κάστρο τ’ Απαλίρου, βλ. Βάσω Πέννα, Νοµισµατικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τον 8ο και 9ο αιώνες, στο «Οι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου (7ος – 9ος αι.)», Ε Ι Ε / Ι Β Ε, 2001.

9

«Μεσηµβρινώς της νήσου Νάξου διασώζονται ίχνη οικίσεων βυζαντινών χρόνων πολλά, επονοµαζόµενα εισέτι Κάτω Χωριά, εν θέσει δε Λαθρίνος, ως παραδίδουσιν οι κάτοικοι των µεσηµβρινών µερών έκειτο η µητρόπολις της νήσου, ίσως και υπό πολιτικήν και εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, ένθα εκ των πέριξ προσερχόµενοι έπαιζον το πένταθλον. Γέµει δε η θέσις εκκλησιών βυζαντινού ρυθµού, έτι δε και αι προσωνυµίαι των µερών εκείνων δηλούσιν αρχαίας οικίσεις. Φαίνεται δ’ ότι επί Βυζαντινών εκεί ην ο περισσότερος πληθυσµός της νήσου, συνοικισθείς ένεκα των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδροµών, προστατευόµενος υπό του φρουρίου Απαλίρη, διασώζοντος εισέτι λαµπρά ερείπια»18. Καταγράφονται λοιπόν στα τέλη του 7ου αιώνα, τέλη του 600, ή αρχές του 8ου, αρχές του 700, µεταβολές στη χωροταξική οργάνωση του νησιού µε τη µετακίνηση και την κατανοµή των κατοίκων προς το εσωτερικό και το σχηµατισµό, πιθανόν, αρκετών από τα χωριά που γνωρίζουµε σήµερα. Τον 7ο έως και τον 9ο αι. η κύρια µορφή κατοχής γης ήταν η µικρή και µεσαία περιουσία των ανεξάρτητων καλλιεργητών-ιδιοκτητών. Στο διάστηµα αυτό ο αριθµός των µικρών καλλιεργητών-ιδιοκτητών είχε αυξηθεί σηµαντικά µε τη δηµιουργία των στρατιωτικών κτηµάτων και µε την είσοδο των σλαβικών πληθυσµών, που δηµιούργησαν νέα αγροτικά νοικοκυριά. «Το κράτος έχει τεράστια περιουσία, ενώ τόσο η εκκλησιαστική όσο και η ιδιωτική γαιοκτησία δεν παύουν ποτέ να έχουν κυρίαρχο ρόλο»19. «Το Liber Pontificalis σηµειώνει ότι το 711 ο στρατηγός των Καραβησιάνων Θεόφιλος υποδέχτηκε στην Κέα τον πάπα Κωνσταντίνο που επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη […]». Γνωρίζουµε λοιπόν την ύπαρξη ενός ναυ-

18. Περ. Γ. Ζερλέντης, ∆ιαµάχη εν Νάξω, ό.π. Επίσης το τπνµ. Αβρακιές, στην περιφέρεια του χωριού ∆αµαριώνας, δηλώνει ότι στα βυζαντινά µεσαιωνικά χρόνια υπήρχε συνοικισµός εβραϊκός, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύµια της Νάξου, ό.π. 19. Ν. Σβορώνος, Η Βυζαντινή, ό.π. Να σηµειωθεί εδώ ότι η αρχή της αυτάρκειας ήταν κυρίαρχη στην οικονοµία της περιόδου αυτής. Η οικονοµία του βυζαντινού κράτους «αποτελούνταν την περίοδο αυτή από ένα σύνολο επιµέρους κλειστών οικονοµιών οι οποίες στηρίζονταν στην αυτάρκεια». Οι χωρικοί ζούσαν από τα προϊόντα της δικής τους παραγωγής και προµηθεύονταν είδη που δεν παρήγαγαν από την πλησιέστερη αγορά µε τη µέθοδο της ανταλλαγής. Η κυκλοφορία του χρήµατος δεν χρησίµευε για να διευκολύνει την εµπορική δραστηριότητα αλλά για να εξυπηρετήσει τις κρατικές ανάγκες. Στις Κυκλάδες ποια µπορούσε να ήταν η πλησιέστερη αγορά; Μέχρι και το πρώτο µισό του 7ου αι. η εµπορική δραστηριότητα είχε σαν επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο «Νόµος Ροδίων Ναυτικός», αυτής της περιόδου, δείχνει ότι το θαλάσσιο εµπόριο ήταν καλά οργανωµένο. Ανάµεσα όµως στον 7ο και τον 8ο αι. οι αναφορές για την εµπορική δραστηριότητα είναι ελάχιστες. «Η Κωνσταντινούπολη πρέπει να ήταν η µοναδική αγορά που παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον». Η βασιλεύουσα λοιπόν ήταν η «πλησιέστερη» αξιόλογη αγορά. Το εµπόριο µε τους Άραβες λειτουργούσε κανονικά ενώ τον 9ο αι. θα αναπτυχθεί ακόµα περισσότερο. «Τέλη 8ου αρχές 9ου αι. η βυζαντινή επαρχία δίνει δείγµατα ανάκαµψης. […] Γύρω στο 830 τα ταξίδια στο Αιγαίο Πέλαγος είχαν αρχίσει πάλι, παρά τον κίνδυνο των επιδροµών των Αράβων της Κρήτης», βλ. Μαρία Γερολυµάτου, Εµπορική δραστηριότητα κατά τους σκοτεινούς αιώνες, «Οι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου (7ος – 9οςαι.)», Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 2001.

10

τικού σώµατος, των Καραβησιάνων, µ’ ένα στρατηγό επικεφαλής και η ίδρυσή του πρέπει να τοποθετηθεί το 680 ή το 688. «Οι πηγές µας επιτρέπουν να γνωρίζουµε ότι υπήρχε: 1) ένα θεµατικό ναυτικό υπεύθυνο για την προστασία των ακτών των θεµάτων. 2) υπήρχε ένας αυτοκρατορικός στόλος που ανελάµβανε µεγάλες εκστρατείες εθνικού ενδιαφέροντος. Η δύναµη των Καραβησιάνων δεν φαίνεται να είναι ο αυτοκρατορικός στόλος, αφού δεν αναφέρεται να αναλαµβάνει εκστρατείες εθνικού χαρακτήρα. […] στη νέα αυτή διάρθρωση το Αιγαίο, αν και απειλούµενη περιοχή, δεν αναφέρεται σαν αναδιοργανωµένη περιοχή, πράγµα περίεργο. Κατά τη γνώµη µας, η «αρχή νήσων» του Μενάνδρου προσαρµόζεται στα νέα δεδοµένα και εξελίσσεται σε ναυτική διοίκηση µ’ ένα στρατηγό επικεφαλής και µε έδρα την Κέα. Επειδή δεν υπάρχουν πεζές δυνάµεις, η διοίκηση ονοµάζεται Καραβησιάνοι […]»20. Η προστασία των νησιών του Αιγαίου από τις αραβικές επιδροµές και η φύλαξη των θαλασσίων οδών που οδηγούσαν στην πρωτεύουσα ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην ίδρυση του θέµατος αυτού, του οποίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθορισθούν τα όρια της δικαιοδοσίας του. Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους οικοδοµήθηκε το Κάστρο τ’ Απαλίρου. Οι Καραβησιάνοι, λοιπόν, ήταν «µια δύναµη του Αιγαίου και όχι ο αυτοκρατορικός στόλος, που κάλυπτε όλη την αυτοκρατορία. Κατά το δεύτερο ήµισυ του 7ου αιώνα, ο χώρος του Αιγαίου φαίνεται να έχει οργανωθεί σε µια ενιαία διοίκηση. Η διάρθρωση αυτή είχε καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα και σκόπευε στην απόκρουση των αραβικών θαλασσίων επιδροµών21. Η Νάξος, λοιπόν, καθώς και τα άλλα νησιά στις Κυκλάδες, αποκτούν σπουδαιότητα στο µέτρο και στο βαθµό που εντάσσονται σ’ αυτούς τους στρατιωτικούς σχεδιασµούς και τις αµυντικές ανάγκες της αυτοκρατορίας. Από ποια νησιά ναυτολογούνταν τα πληρώµατα, ποια ήταν η οικονοµική συνεισφορά κάθε νησιού, δεν γνωρίζουµε. Η Νάξος, το πιθανότερο, αναπτύσσει σχέσεις µε την Κωνσταντινούπολη, που, µάλλον, σταθεροποιούνται και έχουν διάρκεια. Το πέρασµα από τον έβδοµο στον όγδοο αιώνα, από το 600 στο 700, βρίσκει τους θεµατικούς στρατούς διασπασµένους, µε τους ηγήτορές τους να επεµβαίνουν στα δηµόσια πράγµατα. Το «θεοφύλακτο βασιλικό» Οψίκιο και ο στόλος υποστήριζαν τον Ιουστινιανό Β΄ τον Ρινότµητο, και τους αγώνες του εναντίον των πατρικίων και των αρχόντων. Το θέµα των Ανατολικών, αντίθετα, είχε στραφεί εναντίον του

20. Παναγ. Α. Γιαννόπουλος, Η οργάνωση, ό.π. 21. Στο ίδιο. Ο 8ος αι. υπήρξε σηµαντικός για την εξέλιξη της νησιωτικής Ελλάδας, επειδή σηµατοδότησε αλλαγές στην εξέλιξή της. O Λέων Γ΄ επέβαλε την κυριαρχία των Βυζαντινών στη Μεσόγειο, µε τη νίκη επί των Αράβων που εδραιώθηκε µε την ναυτική νίκη στην Κύπρο το 747: το κέντρο βάρους του αραβικού κόσµου µετατοπίστηκε από τη ∆αµασκό στη Βαγδάτη. Τέλη του 8ου αι., πρώτες δεκαετίες του 9ου αι. το αραβικό ναυτικό, ανασυνταγµένο, µετά την κατάκτηση της Κρήτης στα τέλη της βασιλείας του Μιχαήλ Β΄ (820-829) υπερέχει στο Αιγαίο περισσότερο από ένα αιώνα, βλ. Βάσω Πέννα, Νοµισµατικές νύξεις, ό.π.

11

και είχε συµβάλει στην εκθρόνισή του, το 695. Την κρίσιµη περίοδο της δεύτερης βασιλείας του ο Ιουστινιανός Β΄ ονοµάζει τον Λέοντα Ίσαυρο σπαθάριο. Ο στρατός του Οψικίου, αν και ταπεινώθηκε από τον Βαρδάνη-Φιλιππικό, επανέρχεται στα πράγµατα το 713 και ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον πρωτοασηκρήτη Αρτέµιο ή Αναστάσιο Β΄. Ο Λέων Ίσαυρος, αν και ταπεινής καταγωγής, διορίζεται από τον Αναστάσιο Β΄ στρατηγός του θέµατος των Ανατολικών, καθώς ο αυτοκράτορας προσπαθεί να θέσει υπό τον έλεγχό του αυτό το σηµαντικό και επικίνδυνο στρατιωτικό θέµα, - γνωστό για τις δυναµικές επεµβάσεις του το 681 και 695 - αντιλαµβανόµενος ότι δεν µπορεί να στηρίζεται πλέον στον θεµατικό στρατό του Οψικίου, το οποίο, του λοιπού, παραµερίζεται από την πολιτική σκηνή22. Μια τρίτη στρατιωτική παράταξη, εξίσου σηµαντική και επίφοβη µε τους Οψικιανούς και τους Ανατολικούς, είναι ο στόλος, που ανατρέπει τον Αναστάσιο Β΄, τη στιγµή που αυτός προσπαθεί να προσεταιρισθεί τους Ανατολικούς. Το 698, επιστρέφοντας από τη χαµένη πλέον Καρχηδόνα, ο στόλος εκθρόνισε έναν άλλο εκπρόσωπο του στρατού των Ανατολικών, τον πατρίκιο Λεόντιο, αντίπαλο των Οψικιανών. Ο στόλος είχε επιβληθεί δύο φορές στους Ανατολικούς ανακηρύσσοντας δύο δικούς του αυτοκράτορες, τον ΑψίµαροΤιβέριο (698-705) και τον Θεοδόσιο Γ΄ (715-717). Ο στόλος θα επέµβει και το 727, προσπαθώντας να καταλύσει τον εκλεκτό, όπως πιστευόταν ότι είναι, των Ανατολικών Λέοντα Γ΄. «Ο στόλος εξεγείρεται κάθε φορά που πιστεύει ότι οι Ανατολικοί βρίσκονται στην εξουσία (698, 715, 727)»23. Το 717 νέος αραβικός στόλος εµφανίστηκε στο Αιγαίο, χωρίς το βυζαντινό ναυτικό να µπορέσει να τον ανακόψει. Κατάφερε όµως να καθυστερήσει την πλεύση του προς την Κωνσταντινούπολη κατά ένα χρόνο περίπου. Τελικά, ο Λέων Γ΄ (717-741), µπροστά στα τείχη της βασιλεύουσας κατάφερε να καταστρέψει ολοσχερώς τον αντίπαλο στόλο. Στη συνέχεια αποφάσισε τη γενικότερη αναδιοργάνωση του βυζαντινού ναυτικού και όχι µόνο. ∆εν γνωρίζουµε τι απέγινε το θέµα των Καραβησιάνων, αλλά µετά το 711 δεν αναφέρεται στις πηγές. Ωστόσο, παρά το ότι δεν υπάρχει αναφορά στις πηγές για το στόλο αυτό, το 727 οι Κυκλάδες θα συµµετάσχουν στην ανταρσία των Ελλαδικών µε τον στόλο τους. Το 726 ο Λέων Γ΄ αρχίζει να θέτει σε εφαρµογή µεταρρυθµιστικά µέτρα που, κατ’ αυτόν, θα επιφέρουν την αναδιάρθρωση της αυτοκρατορίας: το 726 «ήρξατο ο δυσσεβής βασιλεύς Λέων της κατά των αγίων και σεπτών εικόνων καθαιρέσεως λόγον ποιείσθαι». Αρχικά, ο αυτοκράτορας θέλησε να προπαγανδίσει τα εικονοµαχικά µέτρα που είχε την πρόθεση να λάβει, πιστεύοντας ότι θα µπορούσε να περιορίσει ενδεχόµενες αντιδράσεις και προχώρησε στην επιβολή τους όταν έκρινε ότι έφθασε η κατάλληλη στιγµή, όχι όµως νωρίτερα από το 730. Ολόκληρη αυτή η περίοδος υπήρξε µια ταραγµένη για 22. Τηλ. Κ. Λουγγής, Οι «Νέοι Προσανατολισµοί», ό.π. 23. Στο ίδιο.

12

το Βυζάντιο περίοδος, µε κύριο χαρακτηριστικό την αποµάκρυνση των εικόνων και τις συγκρούσεις µεταξύ εικονοφίλων και εικονοµάχων: αυτό το χρονικό διάστηµα έµεινε γνωστό σαν «εικονοµαχία» και έληξε το 843 όταν η Θεοδώρα σαν επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄ (842-867) αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες. Όπως πληροφορούµεθα από εικονόφιλους χρονογράφους κατά τη διάρκεια αυτών των εκατό χρόνων οι εικονολάτρες πλήρωσαν µε ιδιαίτερα σκληρούς διωγµούς την πίστη τους. Εικονοµάχοι αυτοκράτορες έθεσαν σε κίνδυνο τον θρόνο τους και φιλόδοξοι στρατηγοί προσπάθησαν να επωφεληθούν από την πολιτική αναταραχή που προκαλούσε στην Κωνσταντινούπολη ο θρησκευτικός φανατισµός, ξεκινώντας επαναστάσεις µε εικονολατρικά συνθήµατα. Την έκρηξη του ηφαιστείου στη Θήρα το 726 και οι δύο πλευρές την εξέλαβαν ως θεία έκφραση: οι µεν κατά των µέτρων και οι δε υπέρ αυτών. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης ήταν αναστατωµένος και η εντολή να κατεβεί η εικόνα του Χριστού από την Χαλκή πύλη των ανακτόρων έδωσε την αφορµή για ένοπλη αντίδραση. Τα πλήθη εξαγριωµένα επιτέθηκαν στο απόσπασµα που εκτελούσε τις αυτοκρατορικές διαταγές και σκότωσαν µερικούς από τους στρατιώτες. Οι ταραχές είχαν βαθύτερη αιτία. Αµέσως µετά την απόκρουση των Αράβων το 717/718, ο Λέων Γ΄ αντιµετώπισε κίνηµα στρατευµάτων στη Σικελία και το κίνηµα του τέως αυτοκράτορα Αναστασίου Β΄, στο οποίο µετείχαν προεξάρχοντες αξιωµατούχοι της βασιλικής αυλής. Ο Λέων Γ΄ αντιµετώπισε τα γεγονότα της Χαλκής πύλης µε αυστηρότητα, τιµωρώντας βαρύτατα όχι µόνο απλούς πολίτες αλλά και «τους ευγενεία και λόγω διαφανείς». «[…] οι φίλοι του παλαιού καθεστώτος ήταν ακόµα αρκετά ισχυροί και έσπευσαν να εκµεταλλευτούν τη µοναδική ευκαιρία που τους προσφερόταν από τα αντιδηµοτικά θρησκευτικά µέτρα του Λέοντα, στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την ανατροπή του»24. Την Άνοιξη του 727 εκδηλώθηκε το κίνηµα που απείλησε σοβαρά το θρόνο του Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου. «Οι την Ελλάδα και τας Κυκλάδας νήσους οικούντες», «Ελλαδικοί τε και οι των Κυκλάδων νήσων», εξεγέρθηκαν, έχοντας επικεφαλής τον τουρµάρχη των Ελλαδικών Αγαλλιανό και τον Στέφανο, αρχηγό του στόλου των Κυκλάδων, και συµφωνήθηκε να στεφθεί βασιλέας κάποιος Κοσµάς25. Οι ερευνητές θεώρησαν ότι το κίνηµα αυτό ήταν µια λαϊκή επανάσταση, εµπνευσµένη από την αντίθεση µεταξύ της εικονολατρικής ∆ύσης και της εικονοµαχικής Ανατολής. Ότι δηλαδή στον Ελλαδικό χώρο και στα νησιά των Κυκλάδων ο λαός ξεσηκώθηκε από αντίδραση στην εικονοµαχική πολιτική

24. Θ. Κορρές, Το κίνηµα των Ελλαδικών, Βυζαντιακά, 1, 1981 25. Στο ίδιο. Επίσης βλ. Ελεωνόρα Κουντούρα- Γαλάκη, Ο Βυζαντινός, ό.π. και Τηλ. Κ. Λουγγής, ∆οκίµιο για την εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόµενων «Σκοτεινών Αιώνων», Σύµµεικτα, τόµ. Έκτος, Ε Ι Ε / Κ Β Ε, 1985.

13

που εγκαινίαζαν οι Ίσαυροι, και δεν είδαν στην «επανάσταση» αυτή ένα στρατιωτικό κίνηµα26 που είχε να κάνει µε τη διάσπαση του στρατεύµατος, την κατάσταση µόνιµου εµφυλίου πολέµου και το κοινωνικό χάος που προκαλούνταν απ’ αυτόν. Ο εικονολάτρης Θεοφάνης στην Χρονογραφία του υποστηρίζει ότι το έτος 727 «θείω κινούµενοι ζήλω στασιάζουσι κατ αυτού µεγάλη ναυµαχία συµφωνήσαντες Ελλαδικοί τε και οι των Κυκλάδων νήσων» και ο πατριάρχης Νικηφόρος σηµειώνει ότι «οι την Ελλάδα και τας Κυκλάδας νήσους οικούντες…προς τον βασιλέα διαστασιάζουσι». Είχε πράγµατι επαναστατήσει ο λαός, οι κάτοικοι των νησιών και των Ελλαδικών περιοχών; Είχε πράγµατι το κίνηµα σχέση µε την εικονοµαχία; Το κλειδί για να κατανοήσουµε τα συµβαίνοντα είναι η φράση «οικούντες»: σηµαίνει αποκλειστικά το στρατό και η έκφραση «Αγαλλιανός δε τουρµάρχης των Ελλαδικών ηγείτο της στρατειάς» δηλώνει σαφώς ότι ο όρος αναφέρεται σε στρατιωτικό σώµα27. Εποµένως επρόκειτο «για στρατιωτικό κίνηµα, που δεν είχε την λαϊκή υποστήριξη του θέµατος στο οποίο στρατοπέδευε». Άλλωστε µετά τη νίκη του, ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος, δεν διέταξε αντίποινα εναντίον των κατοίκων της Ελλάδας και των Κυκλάδων νήσων όπως έκανε αργότερα στην περίπτωση της Ιταλίας. Την Άνοιξη του 727 οι στασιαστές έκριναν ότι ήταν ευκαιρία να κινηθούν, επωφελούµενοι από τις διαµάχες στις οποίες είχε εµπλακεί ο Λέων Γ΄ εξαιτίας της εικονοµαχικής πολιτικής του, αλλά και επειδή πίστεψαν ότι η παρουσία των Αράβων στρατηγών Αµέρ και Μαβία στα βυζαντινά εδάφη θα αρκούσε για να περισπάσει την προσοχή και τις δυνάµεις του Λέοντα. «Κάθε άλλη συσχέτιση του κινήµατος µε την εικονοµαχία θα ήταν επισφαλής […]» καθώς µάλιστα οι πληροφορίες τις οποίες έχουµε στη διάθεσή µας προέρχονται από πηγές των οποίων η εικονοµαχική προσήλωση είναι γνωστή. Η χρησιµοποίηση εικονολατρικών συνθηµάτων απέβλεπε στο να εξασφαλισθεί η υποστήριξη των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν απαραίτητη για την επιτυχία του κινήµατος. Στην ναυµαχία που έγινε στις 18 Απριλίου του 727 κοντά στην Κωνσταντινούπολη, οι στασιαστές νικήθηκαν ολοσχερώς. Ο άρχων Αγαλλιανός αυτοκτόνησε, πέφτοντας µε την πανοπλία του στη θάλασσα, ο επίδοξος αυτοκράτορας Κοσµάς συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε µαζί µε τον Στέφανο. Εποµένως η «εξέγερση» των «οικούντων», των στρατευµάτων, στα Ελλαδικά µέρη και του στόλου των Κυκλάδων, το 727, δεν είχε να κάνει µόνο µε τα σχέδια φιλόδοξων στρατηγών που εποφθαλµιούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Αποτελούσε έκφραση και εκδήλωση της κατάστασης που βασίλευε στην αυτοκρατορία, την οποία χαρακτήριζαν η διάσπαση της στρατιωτικής διοίκησης, και η κοινωνική διάλυση που προκαλούσε η χρόνια εµφύλια διαµάχη.

26. Μεταξύ των ιστορικών οι G. Finlay, Κ. Παπαρρηγόπουλος, A. A. Basiliev, G. Ostrogorsky, Κ. Άµαντος, ∆. Ζακυθηνός και Ε. Αρβελέρ. 27. Και οι δύο πηγές µιλούν για στρατιωτικές δυνάµεις, βλ. Θ. Κορρέ, Το κίνηµα, ό.π.

14

Η εξέγερση κατέληξε στην καταστροφή του στόλου των στασιαστών µπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την αποτυχία «η συµµετοχή υπαινίσσεται σηµαντική οικονοµική και διοικητική υπόσταση»28. «Η ύπαρξη µιας ναυτικής δύναµης των Κυκλάδων θυµίζει τους Καραβησιάνους που είχαν σαν έδρα την Κέα. Μετά τη νίκη του, το 718, ο Λέοντας Γ΄ κατήργησε τη ναυτική διοίκηση των Κυκλάδων και την υπήγαγε στο δρούγγο του Αιγαίου πιθανόν υπό τη µορφή τούρµας ή ναυτικής αρχοντίας. Η Σάµος, η Λέσβος, τα παρακείµενα µικρότερα νησιά και πιθανόν η περιοχή της Σµύρνης αποτελούσαν το δρούγγο του Κόλπου. Οι περιοχές αυτές ήταν οργανωµένες σύµφωνα µε το θεµατικό σύστηµα, δηλαδή διέθεταν τοπικό στρατό για τον εξοπλισµό των πλοίων που έθετε στη διάθεσή τους η κεντρική κυβέρνηση. «∆εδοµένου ότι το θεµατικό σύστηµα στα µέσα του 8ου αιώνα φθάνει στην τελική εξελικτική του µορφή, δηλαδή την εγκατάσταση στρατιωτών-γεωργών στα στρατιωτόπια, τα στρατιωτικά κτήµατα […] στα παράλια του Αιγαίου άρχισαν να δηµιουργούνται ήδη από τα µέσα του 8ου αιώνα […]». Η οργάνωση αυτή προστάτευσε αποτελεσµατικά το Αιγαίο από τις αραβικές επιδροµές επί έναν αιώνα περίπου29. Η νέα θεµατική ναυτική διοίκηση, των Κιβυρραιωτών, που ιδρύθηκε πριν από το 732, θεωρείται δηµιούργηµα του Λέοντος Γ΄ και φαίνεται ότι ήταν πιστή στην εικονοµαχία και στους Ίσαυρους. «Τούτο µπορεί να συναχθεί αφενός από τη δράση του πρώτου γνωστού δρουγγάριού της, του Μάνη, του οποίου η πρώτη γνωστή αποστολή ήταν η τιµωρία του εικονόφιλου αρχηγού της Ρωµαϊκής Εκκλησίας και αφετέρου από τη λίγο µεταγενέστερη στάση υπέρ του Κωνσταντίνου Ε΄, κατά την εξέγερση του Αρταβάσδου», το 743. Ο τελευταίος έλαβε βοήθεια από τις Κυκλάδες. Ποια ήταν τα νησιά που έστειλαν βοήθεια δεν γνωρίζουµε30. Από µολυβδόβουλλο του 8ου-9ου αι. γνωρίζουµε τον Μιχαήλ, βασιλικό στράτορα και χαρτουλάριο Αιγαίου Πελάγους31. Ο Λέων Γ΄ και ο διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε΄ (717-775) δεν θα ανεχθούν καµιά άλλη πολιτική παράταξη µε αποφασιστική βαρύτητα. Θα αποµακρυνθούν από τους Ανατολικούς και την δύναµή τους, που προκαλούσε πάντα ανησυχία, δηµιουργώντας µετά την ανταρσία του Αρτάβασδου ή και κατά τη διάρκειά της το θέµα Θρακησίων και το 767 το θέµα Βουκελλαρίων σε βάρος των Οψικιανών. «[…] στη διάρκεια της ισαυρικής δυναστείας ο στρατός αποκτάει ενιαία διοίκηση, πράγµα που φαίνεται στην αποκρυστάλλωση του θεσµού των θεµάτων, σε µια εποχή που η δυναστεία βρίσκεται πια κατοχυρωµένη στην εξουσία (τέλη της βασιλείας Κωνσταντίνου Ε΄)», θέτον28. Βάσω Πέννα, Νοµισµατικές νύξεις, ό.π. 29. Στο ίδιο. 30. Ελεωνόρα Κουντούρα- Γαλάκη, Ο Βυζαντινός, ό.π. 31. ∆. Α. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τ.17 κ. ε., 1941.

15

τας τέρµα στη διάσπαση του στρατού. «Την ίδια εποχή (771), ο όρος θέµα θα αποκτήσει την ενότητα του πολιτικο-στρατιωτικού περιεχοµένου που του αποδίδεται συνήθως. Υπάρχει λοιπόν κάθε λόγος για να αποδώσουµε στους Ίσαυρους αυτοκράτορες την αποκρυστάλλωση της θεµατικής διοίκησης αλλά και τους λόγους για τους οποίους υιοθετήθηκε αυτό το είδος διοίκησης και όχι κάποιο άλλο»32. Επεκτείνεται προοδευτικά η εφαρµογή του θεσµού των θεµάτων σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία, συµβάλλοντας στη στρατικοποίηση της κρατικής µηχανής του συγκεντρωτικού βυζαντινού κράτους. Ο θεσµός των θεµάτων γίνεται καλύτερα γνωστός από τις πηγές του 8ου, του 9ου αλλά και του 10ου αι., ενώ από το 771/772 ο όρος, µε την ενοποίηση του θεµατικού στρατού, αποκτά τη διοικητική, γεωγραφική και κυρίως την πολιτική και στρατιωτική σηµασία του, µε κυρίαρχη τη στρατιωτική πλευρά πάντα. Το θέµα υποδιαιρείται σε τρεις, συνήθως, «τούρµες», που διοικούνται από «τουρµάρχες», η τούρµα υποδιαιρείται σε «δρούγγους», οι οποίοι διοικούνται από «δρουγγαρίους» και οι δρούγγοι υποδιαιρούνται σε «βάνδα», τα οποία διοικούνται από κόµητες. Τα στρατεύµατα του θέµατος αποτελούνται, κατά το µεγαλύτερο ποσοστό, από ντόπιους χωρικούς, που ονοµάζονται στρατιώται33. Ο θεσµός των θεµάτων ευνόησε τη δηµιουργία τοπικών στρατών για τις αµυντικές ανάγκες των επαρχιών που παύουν να εξαρτώνται από το µισθοφορικό αυτοκρατορικό στρατό. «Στην πρώτη φάση όµως της εφαρµογής του συστήµατος, που φθάνει ως τα τέλη του 7ου αιώνα, γίνεται µόνο αµυντική αναδιοργάνωση των απειλούµενων περιοχών, οι στρατηγοί των οποίων αναλαµβάνουν τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση στρατιωτικών σωµάτων εντός των γεωγραφικών πλαισίων µιας περιοχής, του θέµατος. Μόνο από τις αρχές του 8ου αιώνα ο στρατηγός αναλαµβάνει ουσιαστικά και την πολιτική διοίκηση του θέµατος»34. Στους στρατιώτες παραχωρούνται στρατιωτικά κτήµατα, χωρίς φορολογικές επιβαρύνσεις, έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας που είναι υποχρεωµένοι να παρέχουν. «Η καθιέρωση των στρατιωτικών γαιών, τα στρατιωτικά κτήµατα, ήταν µια σηµαντική εξέλιξη, που ενίσχυσε την οικονοµική θέση των αγροτών. Οι κάτοχοι µιας στρατείας είχαν την υποχρέωση να συνεισφέρουν έναν πλήρως εξοπλισµένο στρατιώτη για τον θεµατικό στρατό.[…]». Το πρόβληµα που εµφανίστηκε εκείνη την περίοδο –µετά την απώλεια των ανατολικών επαρχιών, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, κλπ.– ήταν να διατηρηθούν «οι ίδιες στρατιωτικές δυνάµεις µε πόρους κατά πολύ µειωµένους. Έτσι η ευθύνη για τον εφοδιασµό σε όπλα και εξάρτυση µετατέθηκε από το κράτος σε κάθε στρατιώτη. Φυσικά, κάποιο αντιστάθµισµα γι’ αυτή την αλλαγή ήταν απαραίτητο,

32. Τηλ. Κ. Λουγγής, Οι «Νέοι Προσανατολισµοί», ό.π. 33. Ν. Οικονοµίδης, Το νέο κράτος της µέσης Βυζαντινής περιόδου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµ. Η΄. 34. Ν. Σβορώνος, Η Βυζαντινή, ό.π.

16

πήρε τη µορφή γης […] Για το σκοπό αυτό το κράτος θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει εγκαταλειµµένες γαίες ή να µοιράσει κρατική περιουσία.[…] το κύριο αποτέλεσµα ήταν ότι έγινε προσιτή στους ανεξάρτητους αγρότες περισσότερη γη»35. «Σε µια αγροτική κοινότητα υπάρχουν τόσο ελεύθεροι ιδιοκτήτες-γεωργοί όσο και ακτήµονες εξαρτηµένοι γεωργοί. ∆εν έχουµε πληροφορίες για την αριθµητική σχέση ανάµεσα στις οµάδες αυτές […]». ∆ιακρίνεται στην αγροτική κοινότητα «η οµάδα των στρατιωτικών οίκων, που αποτελούν την ανώτατη βαθµίδα της κοινότητας. Η αξία µιας στρατείας µπορεί να κυµαίνεται ανάµεσα στις 2 και 4 λίβρες χρυσού, που αντιπροσωπεύουν κατ’ αναλογία περιουσίες σπόριµης γης 200, 400, 600 και µέχρι 1000 στρέµµατα»36. Ο κάτοχος στρατιωτικής γης, «η αξία της οποίας είχε εκτιµηθεί στις τέσσερις λίτρες (288 νοµίσµατα), ήταν σαφώς από τα πιο εύπορα µέλη της κοινότητας του χωριού»37. Οι Κυκλάδες ή κάποιες απ’ αυτές, πιθανόν, εντάχθηκαν και γνώρισαν τη θεµατική οργάνωση. Η Νάξος πρέπει να ωφελήθηκε τα µέγιστα από το θεµατικό σύστηµα, από την ένταξη εγχωρίων στους στρατιωτικούς οίκους ή και από την εγκατάσταση στο νησί γεωργών-στρατιωτών. «Η εικονοµαχική κρίση έχει αναµφισβήτητα έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα […] Το θρησκευτικό πνευµατικό και κοινωνικό νόηµα της εικονοµαχίας µπορεί να θεωρηθεί ως αριστοκρατική ιδεολογία αυστηρών στρατιωτικών, επηρεασµένων από την αλύγιστη δογµατική καθαρότητα του µονοφυσιτισµού. Αυτή η αυστηρότητα δεν έγινε ποτέ κατανοητή από τα λαϊκά στρώµατα. Στήριγµα της εικονοµαχίας ήταν ο στρατός της Ανατολής και ένας µικρός αριθµός ανωτάτων λειτουργών της εκκλησίας»38. ∆εν έχει εξακριβωθεί αν οι Κυκλάδες, η Νάξος εν προκειµένω, στις εκκλησίες της οποίας έχει διασωθεί ανεικονικός διάκοσµος, επηρεάσθηκαν και σε ποιο βαθµό από την εικονοµαχική έριδα39. Φιλονικία υπάρχει εξάλλου µεταξύ των ερευνητών για το αν το κίνητρο των στασιαστών στα Ελλαδικά µέρη και στις Κυκλάδες νήσους ήταν οι εικονοκλαστικές πεποιθήσεις τους. Ήδη, η διένεξη, εδώ, µερικώς έχει απαντηθεί. Ο ∆. Πάλλας υποστηρίζει ότι ο ανεικονικός διάκοσµος σε µνηµεία «που βρίσκονται µακριά από την πρωτεύουσα, δεν σχετίζεται µε την Εικονοµαχία. Ισχυρίζεται ότι πρόκειται για προεικονοκλαστική παράδοση που εξακολουθεί να εφαρµόζεται και κατά την 35. Alan Harvey, Οικονοµική ανάπτυξη, ό.π. 36. Ν. Σβορώνος, Η Βυζαντινή, ό.π. 37. Alan Harvey, Οικονοµική ανάπτυξη, ό.π. 38. Ν. Σβορώνος, ό.π. 39. ∆εν γνωρίζουµε ποιες διοικητικές µεταρρυθµίσεις έγιναν στις Κυκλάδες ούτε το βαθµό της επιτυχίας τους. Οι πηγές, κυρίως τα µνηµεία της περιόδου της εικονοµαχίας που διασώθηκαν στη Νάξο, δεν εντάσσονται σε µια ή και περισσότερες, αλλά συγκεκριµένες, χρονικές περιόδους. Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους υιοθετήθηκε η ανεικονική ζωγραφική στη Νάξο εµφανίσθηκε την πρώτη περίοδο της εικονοµαχίας (726-787) και εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της µακροχρόνιας έριδας, βλ. Βάσω Πέννα, Νοµισµατικές νύξεις, ό.π.

17

περίοδο της Εικονοµαχίας, δεχόµενος ότι η έριδα ήταν θέµα που απασχόλησε µόνο τη Βασιλεύουσα και δεν έφθασε στις επαρχίες». Αλλά και η Ελένη Αρβελέρ «δεν δέχεται ότι υφίσταται οποιαδήποτε σχέση ανάµεσα στη στάση αυτή και στην εικονοµαχική πολιτική του Λέοντα Γ΄. Αντίθετα, υποστηρίζει, πως η εξέγερση των ελληνικών επαρχιών οφείλεται στις εµπορικές και οικονοµικές σχέσεις των κατοίκων τους µε τον αραβικό κόσµο, οι οποίες απειλούνταν από τις πολεµικές επιχειρήσεις του Λέοντα κατά των Αράβων». Και ο Θ. Κορρές, όπως ήδη είδαµε, θεωρεί «ότι η στάση των Ελλαδικών ήταν ένα κοινό στρατιωτικό κίνηµα που δεν έχει σχέση ούτε µε την Εικονοµαχία, αλλά ούτε και µε τον πληθυσµό του θέµατος της Ελλάδος»40. Όµως η Μυρτάλη Αχειµάστου-Ποταµιάνου δεν συµφωνεί µε την άποψη του ∆. Πάλλα, ότι ο ανεικονικός διάκοσµος οφειλόταν σε προ-εικονοκλαστική παράδοση, τουλάχιστον για την περίπτωση της Νάξου. Την άποψή της τεκµηριώνει από τη µαρτυρία του επισκοπικού, πιθανότατα, ναού της Πρωτοθρόνου στο Χαλκεί. Κάτω από την ανεικονική διακόσµηση «αποκαλύφθηκε η προηγούµενη τοιχογραφία µε τους όρθιους, ολόσωµους αποστόλους […] που µπορεί να χρονολογηθεί στον 7ο αιώνα και να σχετιστεί ίσως µε την παραµονή γύρω στο 653 και για ένα περίπου χρόνο του εξόριστου πάπα της Ρώµης Μαρτίνου Α΄. Η διαδοχή αυτή των εικονιστικών-ανεικονικών τοιχογραφιών σε µια εκκλησία της σηµασίας της Πρωτοθρόνου οδηγεί σ’ ορισµένες σκέψεις. ∆είχνει α) την επίσηµη, πιθανότατα, αποδοχή της ανεικονικής διακόσµησης στο νησί από τον κλήρο, την τοπική ηγεσία και το λαό. β) Την υστερογενή, σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο και προφανώς για σοβαρούς λόγους, εµφάνιση του ανεικονικού φαινοµένου εδώ, αφού στην ίδια εκκλησία έχουµε µια προηγούµενη, σηµαντική εικονιστική διακόσµηση. γ) Κατόπιν τούτου, τη µάλλον απίθανη δυνατότητα για συσχέτιση των τοιχογραφιών της Πρωτοθρόνου και των άλλων εκκλησιών του νησιού µε τη συνέχεια µιας ανεικονικής πρακτικής από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, αφού µάλιστα στη Νάξο µόνο εικονιστικές ζωγραφικές διακοσµήσεις σώζονται από την προεικονοµαχική περίοδο (Πρωτόθρονo, ∆ροσιανή). δ) Τη δυνατότητα για τη χρονολογική ένταξη του φαινοµένου στην εποχή της Εικονοµαχίας κι από το γεγονός ότι πριν από τις ανεικονικές και οι επόµενες, στην ίδια θέση της αψίδας, τοιχογραφίες της Πρωτοθρόνου µπορούν να τοποθετηθούν στον 7ο και στον 10ο αιώνα, αντίστοιχα»41. Στη Νάξο, στην Αγία Κυριακή, στη θέση Καλλονή, στ’ Απεράθου, στην ζωγραφική ανεικονική διακόσµηση του ναού παριστάνονται πτηνά που «έχουν έντονα περιγράµµατα, σκοτεινά χρώµατα, υψηλούς ακάµπτους πόδας,

40. Παρατίθεται από την Βούλα Κόντη, Μαρτυρίες για την εικονοµαχική έριδα στην Πελοπόννησο, Σύµµεικτα τόµ. ∆έκατος Τρίτος, Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 1999. Για την ίδια περίοδο βλ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Ο Βυζαντινός, ό.π. 41. Μυρτάλη Αχειµάστου-Ποταµιάνου, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στ’ Αδησαρού, στο «Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος», εκδ. Μέλισσα, 1989.

18

γαµψούς όνυχας αρπακτικών […] Τον λαιµόν τους περιβάλλει ταινία συνήθης εις την σασσανιδικήν τέχνην […] Τα πτηνά που ζωγραφούνται […] θυµίζουν όσα γράφει ο Συνεχιστής του Θεοφάνους ότι έγιναν κατά διαταγήν εικονοµάχων βασιλέων […] Τας εικονοµαχικάς τοιχογραφίας της Νάξου η κ. Βασιλάκη χρονολογεί πολύ σωστά από την εποχή του Θεόφιλου(829-842) […] Την εποχή του Θεόφιλου σηµειώνεται εις την βυζαντινήν τέχνην µεγάλη εισροή µουσουλµανικών στοιχείων»42. Η στασιαστική κίνηση των Ελλαδικών και των Κυκλάδων νήσων την Άνοιξη του 727 συµπίπτει µε την εποχή των διεργασιών για την προοδευτική προσχώρηση του κλήρου στις εικονοµαχικές απόψεις. «Ίσως ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ προσπάθησε να ακολουθήσει και εδώ (στα Ελλαδικά µέρη) την ίδια τακτική που είχε εφαρµόσει µε τους επισκόπους της Μικράς Ασίας, επιδιώκοντας να υποτάξει τους επισκόπους και των δυτικών επαρχιών. Αλλά εκεί η έντονη παπική παρουσία δεν επέτρεπε εύκολα στον τοπικό κλήρο την αποµάκρυνση από τη θρησκευτική καθοδήγηση της Αγίας Έδρας. Οι αφηγηµατικές πηγές της εποχής, κατά την εξιστόρηση των γεγονότων της ανταρσίας των Ελλαδικών και του στόλου, σιωπούν για τη συµµετοχή εκπροσώπων της Εκκλησίας, ή την υποστήριξη που ενδεχοµένως της παρείχαν, αλλά υπαινίσσονται την ευσέβεια των ανταρτών –θείω κινούµενοι ζήλω στασιάζουσι. Καθώς, όµως, η περιοχή αυτή ανήκε ακόµα στην πνευµατική και θρησκευτική καθοδήγηση του πάπα Ρώµης, είναι πολύ εύλογο να δεχθεί κανείς την άποψη ότι η ανταρσία είχε εκδηλωθεί µε παπική υποκίνηση. Θα µπορούσαµε, ίσως, να θεωρήσουµε την ανταρσία των Ελλαδικών ως απάντηση στις αρχικές προσπάθειες του Λέοντος Γ΄ να πάρει µε το µέρος του τον προκαθήµενο της Ρώµης Γρηγόριο Β΄, και τη συντριβή των ανταρτών µπροστά στην Κωνσταντινούπολη ως το πρώτο σκληρό κτύπηµα του αυτοκράτορα σε δυνάµεις που προέρχονταν από περιοχές υπαγόµενες στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώµης»43.

42. Νικ. Β. ∆ρανδάκης, Παραδόσεις Βυζαντινής Αρχαιολογίας, τόµ. Τρίτος, τ.1ον, Αθήνα 1975. 43. Ελεωνόρα Κουντούρα - Γαλάκη, Ο Βυζαντινός, ό.π. «Οι στρατιωτικοί εκπροσωπούσαν µια πολυάριθµη κοινωνική οµάδα, µια τάξη, που ως τότε ήταν αποµονωµένη από την εξουσία. Όντας επικεφαλής αποκλειστικά αγροτικών πληθυσµών, οι στρατιωτικοί καταλήγουν να τους εκπροσωπούν», βλ. Τηλ. Κ. Λουγγής, ∆οκίµιο, ό.π. Η εκτοπισµένη από την εξουσία αριστοκρατία θα αντιδράσει εναντίον των στρατιωτικών που κυβερνούν στην Κωνσταντινούπολη µ’ επικεφαλής τον Λέοντα Γ΄. Η αντίδραση εκδηλώνεται και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης το 717-718 από τους Άραβες και προέρχεται από τις περιοχές που υπάγονται εκκλησιαστικά στον πάπα Ρώµης, και πιο συγκεκριµένα από την Σικελία. Μετά εκδηλώνεται απόπειρα πραξικοπήµατος στη Θεσσαλονίκη, εκκλησιαστική έδρα του Ιλλυρικού. Τέλος την άνοιξη του 727 ανταρσία εκδηλώθηκε από τα στρατεύµατα που στάθµευαν στα «ελλαδικά µέρη», στο θέµα Ελλάδος που υπαγόταν κι αυτό στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώµης, σαν τµήµα του Ιλλυρικού, «οι την Ελλάδα και τας Κυκλάδας νήσους οικούντες…διαστασιάζουσι», χωρίς ίσως ένα γνωστό στρατηγό επικεφαλής, αλλά µε την ενεργή συµπαράσταση του στόλου, βλ. Τηλ. Κ Λουγγής, ∆οκίµιο, ό.π. Το 724/725 ο πάπας Γρηγόριος Β΄ (715-731)

19

Η στασιαστική κίνηση του 727 –µια από τις στασιαστικές κινήσεις που εκδηλώθηκαν στην εκκλησιαστική επικράτεια του Ιλλυρικού, που υπαγόταν στην δικαιοδοσία του πάπα Ρώµης– οφειλόταν και στην αντίδραση της έκπτωτης από την εξουσία πρωτοβυζαντινής συγκλητικής αριστοκρατίας, των δυτικών επαρχιών, που δεν αποδεχόταν την ανάληψη της κεντρικής εξουσίας από τον συνασπισµό των στρατιωτικών των θεµάτων της Μικράς Ασίας, του Οψικίου, των Ανατολικών και των Αρµενιάκων. Τα θέµατα αυτά υποστήριζαν την Εικονοµαχία, τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο και τη δυναστεία του. Οι τελευταίοι αυτοί εκπρόσωποι της κοσµικής αριστοκρατίας, όταν οι δυναστικοί στρατιωτικοί γινόντουσαν απειλητικοί γι’ αυτούς, κατέφευγαν, συµµαχώντας ή και προσχωρώντας, στις τάξεις του κλήρου, οργανώνοντας από κοινού ή ευνοώντας κινήµατα εναντίον του αυτοκράτορα. Αυτός, ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, προτού αποφασίσει να πάρει ενεργά µέτρα ενάντια στις εικόνες, φρόντισε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του στρατού, «εκδιδάσκειν δε τον λαόν το οικείον επεχείρει δόγµα», έλεγε ο πατριάρχης Νικηφόρος44. Ποια στάση κράτησαν οι Ναξιώτες απέναντι στη στασιαστική κίνηση του «727»; Συµµετείχαν και σε ποιο βαθµό; Συνοψίζοντας λοιπόν, µπορεί να λεχθεί ότι η Νάξος, οι Κυκλάδες, υπάγονταν στην εκκλησιαστική επικράτεια του Ιλλυρικού, υπό τον επίσκοπο Ρώµης, στην οποία κυρίαρχη εξακολουθούσε να είναι η πρωτοβυζαντινή συγκλητική αριστοκρατία, η οποία δεν είχε αποδεχθεί την άνοδο των στρατιωτικών της Ανατολής. Από την άλλη, ο στόλος, - οι Καραβησιάνοι; των Κυκλάδων; - εξεγείρεται κάθε φορά που πιστεύει ότι το θρόνο στη βασιλεύουσα έχει καταλάβει ο εκλεκτός του θέµατος των Ανατολικών. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Κυκλαδίτες, οι Ναξιώτες, ο λαός, αλλά και ο κλήρος και οι τοπικοί άρχοντες, ή πλειοψηφία, να µην είχαν ανάµιξη στο κίνηµα των Ελλαδικών, στην ανταρσία αυτή, όπως δεν είχαν και οι κάτοικοι στα Ελλαδικά µέρη, και τους «οικούντες», που «διαστασιάζουσι», αποτελούσαν τα στρατεύµατα τα εγκατεστηµένα στο θέµα των Ελλαδικών και στις Κυκλάδες45. Βέβαιο είναι ότι οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους κρατούντες, αντέδρασε σθεναρά όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ «προσπάθησε να επιβάλει την εικονοµαχική πολιτική στη Ρώµη. Στην άκαµπτη στάση που ακολούθησε και ο επόµενος πάπας Ρώµης Γρηγόριος Γ΄ (731-741), ο αυτοκράτορας, ασκώντας το φυσικό δικαίωµα να επεµβαίνει στα ζητήµατα εσωτερικής οργάνωσης της εκκλησίας, απάντησε µε µια εντυπωσιακή ενέργεια: επί πλείον εκµανείς υπήγαγε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (732) το Ιλλυρικό, αφαιρώντας το οριστικά από τη θρησκευτική δικαιοδοσία της παπικής Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αποκτούσε νέα διευρυµένη µορφή, αφού επεξέτεινε τα όρια του σε βάρος της Εκκλησίας της Ρώµης […]», βλ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Η «Εκκλησιαστική» Notitia 3 και το λατινικό πρότυπό της, Σύµµεικτα, τόµ. ∆έκατος, Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 1996. Το Ιλλυρικό περιελάµβανε την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, την Θεσσαλία, την Ήπειρο µέχρι το ∆υρράχιο, τη Μακεδονία. Πράγµατι η Εκκλησία της Ρώµης διέτρεξε τεράστιο κίνδυνο αφού στην ουσία ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ της στερούσε σηµαντικά έσοδα που είχε από τις επαρχίες αυτές. 44. Τηλ. Κ. Λουγγής, ∆οκίµιο, ό.π. 45. Στο ίδιο.

20

τους Ίσαυρους, υιοθετώντας την «ιδεολογία» τους, την εικονοµαχία. Βέβαια, όλοι στη Νάξο, άρχοντες, κλήρος και λαός δεν κινούνταν από τους ίδιους λόγους και τις ίδιες αιτιάσεις, δεν είχαν τα ίδια κίνητρα και τους ίδιους στόχους: φαίνεται όµως ότι στο ζήτηµα της αποδοχής της εικονοµαχίας συµφώνησαν όλοι! ∆υνατόν λοιπόν να διατυπωθεί η υπόθεση ότι η Νάξος συνδέθηκε µε την εικονοµαχική παράταξη, λίγα χρόνια µετά την αποτυχηµένη ανταρσία των «οικούντων» τα Ελλαδικά µέρη και του στόλου των Κυκλάδων το 727, το πιο πιθανό µετά την αποτυχία του κινήµατος του Αρτάβασδου, το 743, που επιχείρησε να ανατρέψει τον πλέον ριζοσπαστικό εκφραστή των απόψεων των στρατιωτικών αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄. Σ’ αυτό το διαταραγµένο περιβάλλον του 8ου αιώνα η λύση που προτείνεται και τελικά δίνεται στο πρόβληµα του διαρκούς εµφυλίου πολέµου και της κοινωνικής διάλυσης έχει στρατοκρατικό χαρακτήρα. Αυτή η λύση, ωστόσο, αποτέλεσε τη βάση για µια νέα κοινωνική ανάπτυξη, καθαρά µεσαιωνική πια, κι η Εικονοµαχία δεν ήταν παρά το πρόσχηµα για την επιβολή αυτής της νέας κατάστασης. Στη Νάξο, η «Εικονοµαχία», γίνεται αποδεκτή από το λαό, τον κλήρο και τους άρχοντες και το νησί γνωρίζει τα ευεργετήµατα αυτής της νέας, κοινωνικής προοπτικής: αναβαθµίζεται πολιτικο-διοικητικά και δέχεται την εγκατάσταση καλλιεργητών-στρατιωτών ή και την εγγραφή εγχώριων καλλιεργητών στους στρατιωτικούς οίκους ως στρατιωτών, στους οποίους δόθηκε γη, κτήµατα να τα καλλιεργούν, µε την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία. Αυτή η διανοµή της γης, –άγνωστη µέχρι σήµερα η συνολική έκταση που διανεµήθηκε,– επέτρεψε τη δηµογραφική άνθηση και δηµιούργησε τις προϋποθέσεις για οικονοµικές παραγωγικές δραστηριότητες στον τοπικό αλλά και στον ευρύτερο νησιωτικό χώρο. Πράγµατι, τα µνηµεία της Νάξου κατά τον 8ο και τον 9ο αι. «υπαινίσσονται δηµογραφική άνθηση που προφανώς συνοδευόταν από δραστηριότητες στην τοπική και ευρύτερη παραγωγή και οικονοµία». Πιθανότατα «το ανεικονικό ρεύµα να δηλώνει τη σηµαντική θέση του νησιού στη διοίκηση του Αιγαίου». Ο ανεικονικός διάκοσµος σ’ εκκλησίες του νησιού, εκτός του ότι δείχνει την όποια σύνδεση του νησιού µε την εικονοµαχία, µάλλον «αντανακλά µια διοικητική αναδιάρθρωση, στο πλαίσιο των µεταρρυθµίσεων των Ισαύρων, που έφερε ανακατατάξεις στην τοπική κοινωνία της Νάξου µε την εγκατάσταση ξένου στρατιωτικού πληθυσµού ή και µε τη δηµιουργία νέων κρατικών υπηρεσιών»46: αυτές οι ανακατατάξεις είχαν, το πιθανότερο, να κάνουν µε την εγκατάσταση στρατιωτών-γεωργών στη Νάξο στους τόπους στρατείας, στα στρατιωτικά κτήµατα, τα γνωστά στρατιωτόπια47. Εικάζουµε ότι εκτάσεις 46. Στο ίδιο. 47. Τόποι στρατείας, στρατιωτικά κτήµατα, στρατιωτόπια. «Τα στρατεύµατα του θέµατος αποτελούνται, κατά το µεγαλύτερο ποσοστό, από ντόπιους χωρικούς, που ονοµάζονται «στρατιώται» […] Στη βάση του, το σύστηµα αυτό ξεκινά από τη φορολογία της γης:[…] ο ιδιοκτήτης απαλλάσσεται απ’ όλες τις έκτακτες φορολογίες και αγγαρείες και υπο-

21

γης, ή το µεγαλύτερο µέρος απ’ αυτές, που παραχωρήθηκαν από το κράτος ως στρατιωτικά κτήµατα θα ήταν στις περιοχές όπου το σηµερινό Σαγκρί και το βυζαντινό κάστρο τ’ Απαλίρου, στις περιοχές της Τραγαίας, της ∆ρυµαλίας48 γενικότερα, και τ’ Απεραθιού: σ’ αυτές βρίσκονται κυρίως βυζαντινοί ναοί της περιόδου, µε ανεικονικό διάκοσµο.

χρεώνεται να συντηρεί έναν πολεµικό ίππο και τον αναγκαίο οπλισµό και να υπηρετεί στο στρατό[…] Για τη στρατιωτική αυτή υπηρεσία του δεν πληρώνεται Η υποχρέωση αυτή είναι κληρονοµική, γιατί βαρύνει τη γη, τον στρατιωτικό οίκο και όχι το συγκεκριµένο άτοµο.[…]». Μπορούσε να εξαγοράσει την υποχρέωσή του όπως και η χήρα ενός στρατιώτη που κληρονόµησε τα κτήµατά του. Όταν αντιµετώπιζε οικονοµικές δυσκολίες το κράτος για να µην εγκαταλείψει τα κτήµατά του τού έδινε τη δυνατότητα να συνέλθει οικονοµικά.[…] «Εξ αιτίας της ιδιαίτερης σηµασίας τους για την άµυνα της αυτοκρατορίας, τα στρατιωτικά κτήµατα προστατεύονται ιδιαίτερα από τον νόµο, και ειδικότερα από τις «νεαρές» εναντίον των δυνατών (10ος αι.). Από τα κείµενα αυτά µαθαίνουµε ότι µια κανονική «πλευστική στρατεία» (στρατεία δηλαδή που εξασφάλιζε τη συντήρηση ενός ναύτη του θεµατικού στόλου) έπρεπε να έχει, τον 10ο αι., ακίνητα αξίας 2-3 λιτρών (144-216 χρυσών νοµισµάτων) ενώ η στρατεία ενός ιππέα έπρεπε να έχει ακίνητα 4-5 λιτρών (288-360 χρυσών νοµισµάτων)[…] Ας σηµειωθεί ότι τα ναυτικά θέµατα είχαν καθαρά ναυτικό χαρακτήρα, το καθένα συνεισφέρει ένα πολεµικό στόλο, και τα πληρώµατα στρατολογούνται µε βάση το σύστηµα των πλευστικών στρατειών […]», βλ. Ν. Οικονοµίδης, Το νέο κράτος, ό.π. Ο (βυζαντινός) στρατιώτης-αγρότης, πηγή ανανέωσης της υπαίθρου και δύναµις, τάξις ελεύθερων καλλιεργητών, κύριος γης µε πλήρες δικαίωµα, πλουτίζει την ύπαιθρο µε αγροτικό πληθυσµό πιστό στην αυτοκρατορία, καλό στρατιώτη, που εξασφαλίζει στον τόπο άφθονη και ποικίλη γεωργική παραγωγή, βλ. Αλ. Ν. ∆ιοµήδης, Η πολιτική της Μακεδονικής δυναστείας κατά της µεγάλης ιδιοκτησίας, Ελληνικά, τοµ. 11, 1939. Στα πλαίσια της διοικητικής µεταρρύθµισης δηµιουργείται ο στρατός των θεµάτων. Χωρικοί αναλαµβάνουν στρατιωτική υπηρεσία µε αντάλλαγµα «την κατοχή γης και ορισµένα φορολογικά προνόµια […]: α) Ορισµένοι αγρότες εγγράφουν ολόκληρη ή µέρος της περιουσίας τους στους στρατιωτικούς καταλόγους και υποβάλλουν τους εαυτούς τους στη στρατιωτική ενοχή και το κτήµα τους υπό δουλείαν […] β) Το Κράτος παραχωρεί κτήµατα, τους στρατιωτικούς οίκους, και φορολογικές απαλλαγές έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας […] Τα στρατιωτικά κτήµατα αποτελούσαν ιδιοκτησίες υπό όρους, τις στρατείες […] Ο κάτοχος µιας ολόκληρης στρατείας είχε την υποχρέωση να παρέχει στρατιωτικές υπηρεσίες» ο ίδιος ή µε κάποιο µέλος της οικογένειάς του, µε τον οπλισµό του και το άλογό του. « Ο στρατιώτης γεωργός είχε πλήρη συνείδηση ότι µάχεται υπέρ βωµών και εστιών […] το σύστηµα αυτό επηρέασε βαθιά τις αγροτικές δοµές», βλ. Ν. Σβορώνος, Η Βυζαντινή ό.π. Μεγάλη πρέπει να ήταν η εντύπωση που προκάλεσαν οι ανακατατάξεις στη νησιωτική κοινωνία της Νάξου από την παραχώρηση κτηµάτων από το κράτος σε καλλιεργητές (από 200 έως και 1000 στρέµµατα), τα στρατιωτόπια, µε τους κτήτορές τους, την στρατιωτική εξάρτυσή τους, τις φορολογικές απαλλαγές, την ανάπτυξη της παραγωγής και το αγροτικό πλεόνασµα που επέτρεψε την οικοδόµηση αυτών των περίφηµων εκκλησιών, που έχουν διασωθεί και τις οποίες συναντάµε σ’ ολόκληρο το νησί. Το πιθανότερο ότι από τα µέσα του 8ου αι. και καθ’ όλον τον 9ο αι., η Νάξος γνώρισε µια δυναµική ανάπτυξη, που προκάλεσε τη δηµιουργία αγροτικού πλεονάσµατος, το οποίο οφείλεται στην εγκατάσταση των «στρατιωτών» στο έδαφός της. 48. ∆ρυµαλία ή Ντρυµαλιά, η. Μια από τις µεγαλύτερες πεδιάδες του νησιού, ανάµεσα στο υψίπεδο του Σαγκριού, στο Ζα και τα Φανάρια. Πολλοί περιηγητές την ονοµάζουν darmilla. O M. Hardy παράγει το όνοµα της Ντρυµαλιάς από τις λ. δρυς και ελαία, επειδή η κοιλάδα είναι κατάφυτη απ’ αυτά τα δένδρα. O Dugit από τη λ. δρυς. Πολύ σωστά όµως ο Ζερλέντης γράφει: «Η Ντρυµαλιά είναι αυτή η λέξις τρυµαλιά λαβούσα το γράµ-

22

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄ καταγράφηκε στη Νάξο αντιπαλότητα ανάµεσα στην αυξανόµενη δύναµη του στρατού και στην προσπάθεια των εκπροσώπων της εκκλησίας και των µοναχών να διατηρήσουν την ισχύ τους; Έγιναν στη Νάξο «κοινώσεις», κατάσχεση δηλαδή µοναστηριακών κτηµάτων και παραχώρηση αυτής της ιδιοκτησίας στο στρατό, στο θεµατικό στρατό, που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από ελεύθερους καλλιεργητές, και υπήρξε ο κατεξοχήν εκφραστής της εικονοµαχίας; Μετατράπηκε κάποιο από τα εγχώρια µοναστήρια σε αρµαµέντο και κοπροθέσιον; ∆εν έχουµε ειδήσεις. Γνωρίζουµε ότι οι στρατοί που προέρχονταν κυρίως από την ύπαιθρο έτρεφαν µεγαλύτερο µένος εναντίον της µοναστηριακής περιουσίας49. Τέλος, στο Βίο του Αγ. Θεοφάνη αναφέρεται ότι ο Ισαάκ, πατέρας του Αγίου, ασκούσε επί Κωνσταντίνου Ε΄ (742-775) την «αρχήν αιγαιοπελαγιτών», αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να εννοήσουµε τη σηµασία του όρου στα µέσα του 8ου αιώνα50. Γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα εµφανίζεται η µεγάλη ιδιοκτησία µέσα και γύρω από το χωριό. Εξέλιξη που ανησυχεί ιδιαίτερα τους αγρότες-στρατιώτες. Στις αρχές του 9ου αιώνα κάνουν την εµφάνισή τους στα κείµενα οι πάροικοι, «δηλαδή οι εξαρτηµένοι και προσδεδεµένοι στη γη αγρότες». Η µικρή και µεσαία ιδιοκτησία καθώς και διάφορες κατηγορίες εξαρτηµένων γεωργών, δηλαδή ακτηµόνων, οι οποίοι συνδέονται µε τους κυρίους της γης µε συµβόλαια ποικίλων τύπων: είναι οι οµάδες των πάροικων. Από τον 9ο αιώνα λοιπόν επέρχεται κοινωνική διαφοροποίηση στους κόλπους της αγρο-

µα ν εκ της αιτιατικής του άρθρου ένεκα της απροσεξίας της ακοής[…] Εκλήθη δ’ ούτω το πρώτον ο λάκκος της Ντρυµαλίας […] και παράγεται εκ του τρύω (πρβλ. τρύµη, τρύπα). Εκκλήθη εις άπασαν την κοιλάδα», βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύµια, ό.π. Σαγκρί […] εκ του Santa Crose, San Crose, Σάγκρος και Σαγκρί, εκ του µοναστηρίου του Τιµίου Σταυρού του υπό των επιδροµέων Φράγκων αρπαγέντος, παραµεινάσης της ονοµασίας της κώµης από της επί Φράγκων δουλείας των Ναξίων, βλ. Π. Γ. Ζερλέντης, Ναξίων Εθνικά, π. Αθηνά, 28, 1916, αναδηµοσίευση π. Απεραθίτικα, 13, 1995. Χαλκεί ή Χαρκεί, το. Ίσως από κάποιο χαλκείον, δηλαδή σιδηρουργείο, πρβλ. το χαρκείον στην Αµοργό, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύµια, ό.π. Κατά τον 10ο αι., υπήρχε επάρκεια σιδήρου, αλλά η παραγωγή του βρισκόταν σε µεγάλο βαθµό υπό τον έλεγχο του κράτους προκειµένου να εξασφαλίζονται οι προµήθειες σε όπλα. Το πιθανότερο ότι ήδη από την εποχή αυτή τα γεωργικά εργαλεία ήταν από σίδερο. Το όνοµα χαλκεύς απαντά συχνά στα πρακτικά της ύστερης περιόδου, επιβεβαιώνοντας τη διάθεση σιδήρου στις αγροτικές περιοχές, βλ. Alan Xarvey, Οικονοµική ανάπτυξη, ό.π. Ίσως το Χαλκεί, κατά τον 10ο αιώνα ή και νωρίτερα, να ήταν ο τόπος συγκέντρωσης, κατεργασίας και εµπορίας σιδήρου, η αγορά από την οποία οι καλλιεργητές προµηθεύονταν τον απαραίτητο για τα εργαλεία τους σίδερο. 49. Αυτό που γνωρίζουµε είναι ότι στα µέσα του όγδοου αιώνα, ο στρατός, θα γίνει ο ρυθµιστής της βυζαντινής κοινωνίας, βλ. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Κοινωνικές ανακατατάξεις και στρατός στα τέλη του Η΄ αιώνα, Σύµµεικτα, τόµ. ΄Εκτος, Ε Ι Ε / Κ Β Ε, Αθήνα, 1985. 50. Παναγ. Α. Γιαννόπουλος, Η οργάνωση, ό.π.

23

τικής κοινότητας των ελευθέρων γεωργών καθώς κάποιοι πλουτίζουν, περισσότεροι απορούν, απορήσαντες γεωργοί, και οι πάροικοι πολλαπλασιάζονται. Οι ελεύθεροι γεωργοί µεταβάλλονται σε πάροικους, είτε περνώντας µε το κτήµα τους στην προστασία και δικαιοδοσία κάποιου δυνατού γαιοκτήµονα είτε χάνοντας το κτήµα τους και πηγαίνοντας να δουλέψουν αλλού σαν πάροικοι. Η διεργασία αυτή ολοκληρώνεται στα τέλη του 10ου αιώνα. Το κίνηµα του Θωµά του Σλάβου (821-823) σαν κοινωνικό φαινόµενο «µπορεί να χαρακτηριστεί θαυµάσια αγροτική εξέγερση που αδυνατεί να επιβληθεί στο αστικό κέντρο εξουσίας, την Κωνσταντινούπολη. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ο λαός της υπαίθρου δείχνει να συνειδητοποιεί απόλυτα ότι δεν µπορεί να ελπίζει ούτε στην αυτοκρατορική εξουσία, ούτε στη στρατιωτική ηγεσία. Ενάντιά του ενώνονται εικονοµάχοι και εικονολάτρες, στρατός και κλήρος και η ορθοδοξία που επικαλείται ο Θωµάς δε συγκινεί κανένα. Η συντριβή της εξέγερσης του Θωµά σηµαίνει και την απαρχή της απόλυτης κυριαρχίας της αριστοκρατίας […]»51. Το κίνηµα του Θωµά υποστήριξαν και οι Κυκλάδες, όµως δεν γνωρίζουµε ποιες απ’ αυτές, ούτε και το είδος της βοήθειας την οποία προσέφεραν. Το 827, περίπου, Σαρακηνοί που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία, από την Ανδαλουσία, καταλαµβάνουν την Κρήτη και ιδρύουν ηγεµονία. Οι Κυκλάδες νήσοι θα αποσπαστούν από τον κορµό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και θα νοιώσουν µε τον χειρότερο τρόπο την ασφυκτική παρουσία των Αραβοκρητικών: οι Ναξιώτες έγιναν φόρου υποτελείς, για κάποιο χρονικό διάστηµα, στους Σαρακηνούς-Άραβες της Κρήτης, κάποιοι απ’ αυτούς γνωστοί και ως Ατσιπάδες ή Ατσουπάδες. Τοπωνύµια στο νησί όπως Ατσιπάπη,( η), Σαρατσήνικα, ( τα), στ’ Αµιρά, κ.ά. µαρτυρούν το πέρασµά τους ή και την χρονικά περιορισµένη(;) εγκατάστασή τους στη Νάξο52. Ποια εποχή όµως η Νάξος έγινε φόρου υποτελής σ’ αυτούς, δεν είναι εξακριβωµένο. Η µαρτυρία του Ιωάννη Καµενιάτη, ο οποίος αιχµαλωτίστηκε από τον Λέοντα τον Τριπολίτη, όταν κυριεύτηκε η Θεσσαλονίκη, για τη Νάξο «εξ ης οι την Κρήτην οικούντες φόρους λαµβάνουσιν», είναι µετά το 904. Έχει διατυπωθεί το ερώτηµα-υπόθεση αν το ανεικονικό ρεύµα, που συνεχίζεται και κατά την περίοδο αυτή, θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι «αποτελεί τοπική πρωτοβουλία κάτω από την αραβική επίδραση»53, επιτήρηση. Επί βασιλείας Μιχαήλ Β΄ (820-829) καταβάλλε-

51. Τηλ. Κ. Λουγγής, Ο Βυζαντινός αγρότης, στο «Ο Βυζαντινός Άνθρωπος», Ιστορικά, 144, 2002. Επίσης βλ. Ν. Σβορώνος, Η Βυζαντινή, ό.π. και Τηλ. Κ. Λουγγής, ∆οκίµιο για την κοινωνική, ό.π. 52. Κ. Α. Κατσουρός, «Η Ατσιπάπη», π. Φλέα, τ.3, 2004. Ο Γεωρ. ∆ηµητροκάλλης µελετώντας το ναό του Αγίου Μάµαντος στην Ποταµιά, υποστήριξε, βασιζόµενος στη συγκριτική µελέτη των αναλογιών του ναού, ότι οι «Νάξιοι είχαν απαλλαγεί από τα δεινά της πειρατείας µε την πληρωµή ετήσιου φόρου» στους Άραβες της Κρήτης ώστε είχαν την οικονοµική άνεση για την ανέγερση του ναού, βλ. Γεωρ. ∆ηµητροκάλλη, Βυζαντινή Ναοδοµία στη Νάξο, Αθήνα 2000. 53. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύµια, ό.π. Βάσω Πέννα, Νοµισµατικές, ό.π. Σχετικά µε το

24

ται προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του βυζαντινού στόλου µε σκοπό την ανακατάληψη της αραβοκρατούµενης Κρήτης και την απελευθέρωση άλλων µικρότερων νησιών, µ’ επικεφαλής τον Νικηφόρο Ωορύφα. Αν και η εκστρατεία δεν είχε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα ο νέος βυζαντινός στόλος µε την ονοµασία τεσσαρακοντάριον ή σαρακοντάριος στρατός, –από την έκτατη αµοιβή κάθε στρατιώτη µε το ποσό των σαράντα νοµισµάτων– ανέλαβε σε µόνιµη βάση τη φρούρηση των νησιών καθώς και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων της περιοχής. Για κάποιο χρονικό διάστηµα οι επιθέσεις των Αράβων περιορίστηκαν ή και διακόπηκαν, και καθώς το βυζαντινό ναυτικό ανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στο Αιγαίο, τα νησιά και τα παράλια της περιοχής ανέπνευσαν54. Κατά το δεύτερο µισό του 9ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ (842-867) το Αιγαίο Πέλαγος προάγεται σε θέµα, στο οποίο, επικεφαλής, είχε τοποθετηθεί ανθύπατος πατρίκιος και στρατηγός Αιγαίου Πελάγους. Από µολυβδόβουλλα του 9ου αι. γνωρίζουµε τον Νικήτα, βασιλικό σπαθάριο και δρουγγάριο Αιγαίου Πελάγους, και τον Ιωάννη, βασιλικό πρωτοσπαθάριο και δρουγγάριο Αιγαίου Πελάγους. Επίσης από µολυβδόβουλλο του ίδιου αιώνα µας είναι γνωστός ο Χριστόφορος, βασιλικός βεστίτωρ και αναγραφεύς Αιγαίου Πελάγους. Το 872 µαρτυρείται ο στρατηγός Χερσώνος και Ανατολής, ο Φωκάς, να είναι δρουγγάριος του Αιγαίου Πελάγους55.

ζήτηµα του ανεικονικού διακόσµου ο κ. Γ. ∆ηµητροκάλλης παρατηρεί ότι: «Οφείλω να παρατηρήσω ότι το να θεωρείται κάθε ανεικονική τοιχογραφία εικονοµαχική και να τοποθετείται χρονολογικά προ του 843, είναι λάθος. Το 843 έγινε η Αναστήλωση των Εικόνων, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι οι τότε ζωγράφοι[…] µπορούσαν από τη µια µέρα στη άλλη ν’ αρχίσουν να ζωγραφίζουν αγίους. Έστω κι αν οι νέοι ζωγράφοι δέχθηκαν µε ενθουσιασµό την «νέα εικονιστική σχολή», ήταν απαραίτητος ένας κάποιος χρόνος µαθητείας και σπουδής, γι’ αυτό και πιστεύω ότι το εικονοµαχικό θεµατολόγιο θα εξακολούθησε επί πολύ, ιδίως από ζωγράφους µιας κάποιας ηλικίας να εφαρµόζεται.[…] Στην Κωνσταντινούπολη η «αλλαγή» ίσως ήταν ταχύτατη[…] Στην αποµονωµένη Νάξο, λόγω της παρουσίας των Αράβων στο Αιγαίο, το 843 ασφαλώς άργησε να φθάσει… Οι νέοι ζωγράφοι µπορεί, έστω και χωρίς µαθητεία, να στράφηκαν προς τη «νέα τέχνη», άλλοι όµως θα εξακολουθήσουν να εργάζονται «παραδοσιακά» για µια ή δύο δεκαετίες ή και περισσότερο. Γι’ αυτό, και όπως πολύ σωστά παρετήρησε η κ. Μ. ΑχειµάστουΠοταµιάνου, «οι ανεικονικές τοιχογραφίες δεν καταστράφηκαν ούτε καλύφθηκαν σε µέρος ή όλο από εικονιστικές παραστάσεις παρά πολύ αργότερα (από το 843)», βλ. Γεωρ. ∆ηµητροκάλλη, Βυζαντινή Ναοδοµία, ό.π. 54. Βάσω Πέννα, Νοµισµατικές νύξεις, ό.π. και ∆ηµήτρης Τσουγκαράκης, Η Βυζαντινή Κρήτη, «Κρήτη. Ιστορία και Πολιτισµός», Σύνδεσµος Τοπικών Ενώσεων ∆ήµων και Κοινοτήτων Κρήτης, 1987. 55. ∆. Α. Ζακυθηνός, Μελέται, ό.π. Βλ. επίσης Βασιλική Ν. Βλυσίδου, Αριστοκρατικές Οικογένειες και Εξουσία (9ος-10οςαι.), εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη, 2001. Πρόκειται για τον προπάτορα της οικογένειας των Φωκάδων, ο οποίος εκείνη την περίοδο και για ένα χρονικό διάστηµα είχε διευρυµένες δικαιοδοσίες στο ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας.

25

Το 843 αποκαθίσταται η Ορθοδοξία. Πιθανότατα ο ναός του Αγίου Μάµαντα, στην περιοχή του σηµερινού χωριού Ποταµιά, να αποτελεί µαρτυρία αυτής της αποκατάστασης και στη Νάξο56. Nάξος, 8 Νοέµβρη του 2004 - 15 Απρίλη του 2005

Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός

56. Ο Γεώργιος ∆ηµητροκάλλης γράφει: «[…] τοποθετώ τον Άγιο Μάµαντα στο τελευταίο τέταρτο του Θ΄ αιώνα και τον θεωρώ ένα από τα δηµιουργήµατα της ακµής της βυζαντινής τέχνης που άρχισε µετά το 843, που αποκαταστάθηκε η Ορθοδοξία, ακµή που κατά τον Ch. Diehl οφείλει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ακριβώς την εποχή των εικονοµάχων […]», στο Συµβολαί εις την µελέτην των Βυζαντινών µνηµείων της Νάξου, τόµ. Α΄, Αθήναι 1972. Εν τούτοις ο έγκριτος ερευνητής και µελετητής υποστηρίζει ότι «[…] ίσως θα πρέπει να καταλήξουµε στο ότι µια επανεξέταση της χρονολογίας του (του ναού) δεν θα ήταν άσκοπη. Ίσως δηλαδή ο Άγιος Μάµας να κτίσθηκε µετά την κατά το 961 απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες, µε αυτοκρατορική ή πατριαρχική ενίσχυση, αλλά και ιδέες και αρχιτεκτονικά µορφολογικά πρότυπα «εισαγωγής», ξένα δηλαδή προς την Νάξο», βλ. Γ. ∆ηµητροκάλλη, Βυζαντινή Ναοδοµία, ό.π.

26

™˘Ì›ÏËÌ· πÛÙÔÚ›· Î·È ¯·ÚÙÔÁÚ¿ÊËÛË Ένας χάρτης είναι τέχνη, τεχνική, ιστορία. Πρόκειται για µια εργασία που, αν και στέκεται σ’ αυτά, ξεπερνά τα εραλδικά στοιχεία. Απεικονίζει τις λατινικές Signorie και καταγράφει, µε τα οικόσηµά τους, τις λατινικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στα νησιά των Κυκλάδων, και ίδρυσαν ηγεµονίες, µετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον συνασπισµό δυτικών Ευρωπαϊκών δυνάµεων, το 1204. «Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες αναγνώριζαν την επικυριαρχία των ∆ουκών του Αρχιπελάγους, του οίκου των Σανούδων, τον οποίο αργότερα διαδέχθηκε ο οίκος των Κρίσπι. Η Τήνος και η Μύκονος αποτέλεσαν εξαίρεση καθώς από την οικογένεια των Γκίζη περιήλθαν αργότερα κατευθείαν στη ∆ηµοκρατία της Βενετίας. Η κυριαρχία των λατινικών οικογενειών στα νησιά τερµατίστηκε σε διαφορετικές ηµεροµηνίες από το 1537 ως το 1715. Η κυριαρχία των ιταλικών οικογενειών συνεχίστηκε µέχρι την τουρκική κατάκτηση που ήρθε για την Αµοργό, την Ίο, την Σέριφο, τη Μύκονο, την Ανάφη και την Αστυπάλαια

το 1537-1538, για τη Νάξο, την Πάρο, την Άνδρο, τη Σύρο, τη Μήλο και τη Σαντορίνη το 1566 και για την Κέα και την Κύθνο λίγα χρόνια αργότερα. Η Σίφνος και τα εξαρτώµενα νησιά της κατακτήθηκαν από τους Τούρκους το 1617 ενώ η βενετική κυριαρχία στην Τήνο τελείωσε το 1715». Το οικόσηµο των Γκίζη της Τήνου και Μυκόνου είναι το ίδιο µε το οικόσηµο των Γκίζη της Αµοργού; ∆εν γνωρίζουµε το είδος της συγγένειας µε τους ηγεµόνες των άνωθεν νησιών. Οι Γκίζη της Αµοργού ήταν φεουδάρχες στην Κρήτη, και κατέλαβαν την Αµοργό τον 14ο αιώνα, µε την συναίνεση και την υποστήριξη της Βενετίας, µετά από πολυετή διαµάχη µε τους ανυποχώρητους δούκες Νάξου και Άνδρου. Οικόσηµο του Μενέγκο Σκιάβο, στην υπηρεσία του Γουλιέλµου Σανούδου, που του παραχώρησε το νησί της Ίου, δεν έχει διασωθεί; Τον χάρτη του ∆ουκάτου του Αιγαίου Πελάγους τον χρωστάµε στους κ.κ. Λευτέρη Καρυστιναίο και Ben J. Slot. Τους ευχαριστούµε.

µÈ‚Ï›· ∆ΗΜ. ∆ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μαρτυρίες για τον πληθυσµό των νησιών του Αιγαίου, 15οςαρχές 19ου αιώνα, Τετράδια Εργασίας 27, Κ Ν Ε / Ε Ι Ε, Αθήνα 2004. «Η µελέτη του πληθυσµού των νησιών του Αιγαίου για τη χρονική περίοδο πριν τη διεξαγωγή κρατικών απογραφών προσκρούει στο πρόβληµα της έλλειψης αξιόπιστων πηγών. […] Η συλλογή του τεκµηριωτικού υλικού για την εργασία αυτή άρχισε επ’ αφορµή του ερευνητικού προγράµµατος «ΑΙΓΑΙΟ. Ιστορική µελέτη των οικισµών και η αρχιτεκτονική της κατοι-

κίας», το οποίο διεξήχθη την τριετία 19951998 από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών και το τµήµα Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου». Εξετάζονται ποικίλες πηγές από τις οποίες µπορούν να αντληθούν πληροφορίες για τον πληθυσµό των νησιών του Αιγαίου. Παράλληλα γίνεται προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις σ’ ερωτήµατα που έχουν σχέση µε τη µελέτη του πληθυσµού, τη σύνθεση και το µέγεθος της οικογένειας, τι σχέση και ποιες αντιστοιχίες έχουν φορολογικές έννοιες που χρησιµοποιούνται στα φορολογικά

27

κατάστιχα µε δηµογραφικές έννοιες. Αντλούνται πληροφορίες που αφορούν «το φύλο, τις εθνοπολιτισµικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, επαγγελµατικές ή άλλες οµάδες. […] Αντικείµενο διερεύνησης αποτελεί επίσης ο τρόπος µε τον οποίο αποτυπώνονται στις ποικίλες πηγές της περιόδου, παράγοντες που επιδρούν στην εξέλιξη του νησιωτικού πληθυσµού, όπως τα πολεµικά γεγονότα, οι ασθένειες και οι επιδηµίες, οι φυσικές καταστροφές, η µετανάστευση και οι µετακινήσεις των κατοίκων.[…] Το πληροφοριακό υλικό καλύπτει ένα ευρύ χρονικό διάστηµα. Αρχίζει από τον 15ο αιώνα και εκτείνεται µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1830 […] Η συναγωγή αυτή των µαρτυριών για τον πληθυσµό του Αιγαίου σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να θεωρηθεί πλήρης. […]». Καταπληκτικό βιβλίο, µε εντυπωσιακή καταγραφή της βιβλιογραφίας και των πηγών. Πολύ πιο εντυπωσιακή η ακάµατη ερευνητική προσπάθεια και «παραγωγή» του ιστορικού ∆ηµ. ∆ηµητρόπουλου. Το τηλ. του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών είναι: 210 72.73.942 ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Το χαµόγελο της Αριάδνης. Κείµενα: ∆. Βενιέρη, Ι. Καµπανέλλη, Ν. Κεφαλληνιάδη, Α. Λαµπράκη, Ι. Μαργαρίτη, Χ. Μπαλτογιάννη, Χ. Ντούµα, B.J. Slot, Ερµής, Αθήνα 2005. «Για µένα, το έργο του Γιάννη Μαργαρίτη αντικατοπτρίζει τη Νάξο των δεκαετιών του ’60 και του ’70 […] Η Νάξος του τότε, που θυµάµαι, ήταν η χειµωνιάτικη Νάξος, µε τις έντονες αντιθέσεις, χτυπηµένη από τον άνεµο, µε τους ανθρώπους της σηµαδεµένους από τη σκληρή δουλειά, και ένα κλίµα µε πολύ περισσότερες αντιθέσεις και µεταβολές από αυτές που οι θερινοί

επισκέπτες θα µπορούσαν ποτέ να δουν. Εκείνη την εποχή, η ζωή στη Νάξο δεν ήταν εύκολη, αλλά ήταν ζωή. ‘Ηταν ακριβώς εκείνο το νησί και εκείνος ο τρόπος ζωής που µπορούσε να απεικονιστεί τέλεια στις µεγάλου µεγέθους ασπρόµαυρες φωτογραφίες. ‘Όλα ήταν εκεί: ο τραχύς λίθος, η σκληρή ζωή στην ύπαιθρο, οι σµιλεµένοι από τους ανέµους βράχοι, τα γκρεµισµένα κτήρια, ακόµα στολισµένα µε τα µαρµάρινα διακοσµητικά στοιχεία των περήφανων και πλούσιων ανθρώπων ενός µακρινού παρελθόντος. Έτσι υπήρχε και η αντίθεση ανάµεσα στο τραχύ λευκό ασβεστοκονίαµα και στο αδρό αστίλβωτο µάρµαρο, κατάλοιπα της αρχαιότητας. ‘Ηταν ακόµα οι άνθρωποι της σκληρής δουλειάς πάνω στη τραχιά γη στο Λιβάδι, τα τσακισµένα από τον καιρό ελαιόδεντρα. Ο Γιάννης κινήθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόµα και στον µακρινό πύργο του Χειµάρρου, πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, όταν δεν υπήρχε ακόµα δρόµος, και γύρισε όλο το νησί. Πειραµατιζόµενος πάντοτε, δοκίµασε τους πιο αποτελεσµατικούς τρόπους εµφάνισης των φωτογραφιών του, προκειµένου να αποδώσει την εικόνα που είχε στο νου του. Το έργο του είναι τεκµήριο της Νάξου που χάνεται, αφού σήµερα το νησί είναι λαβωµένο από λατοµεία, ενώ τα παλιά κτήρια γίνονται όλο και πιο επιτηδευµένα από τις αναστηλώσεις και καλύπτονται από τις µοντέρνες τσιµεντένιες κατασκευές. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να δει κανείς το έργο του Γιάννη µόνο ως ιστορική µαρτυρία. […] Ωστόσο µε τις φωτογραφίες του µας έχει προσφέρει ένα µνηµειώδες έργο, που δεν έχει έως σήµερα επαρκώς εκτιµηθεί», γράφει για τον Γιάννη Μαργαρίτη και το έργο του ο ιστορικός B. J. Slot.

¶ÂÚÈÔ‰Èο ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΑΝΟΥ∆Η, Για ένα κοµµάτι γης. Η διαµάχη Σανούδων-Γκίζη για το νησί της Αµοργού (14ος αι.), Θησαυρίσµατα, Περιοδικό του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, τ. 29, Βενετία 1999.

Η µελέτη αυτή επανεξετάζει τη µακρά αντιδικία ανάµεσα στους Σανούδους, δούκες του Αιγαίου Πελάγους, και την φαµίλια των βενετών πατρικίων Ghisi, φεουδαρχών στην βενετοκρατούµενη Κρήτη, για την κατοχή της Αµοργού. ∆εν πρόκειται,

28

εποµένως, για την διαµάχη ΣανούδωνGhisi, ηγεµόνων Τήνου, Μυκόνου και Σποράδων, για την κατοχή του ίδιου νησιού, επί ηγεµονίας Άγγελου Σανούδου, τον 13ο αι. ∆εν είναι γνωστός ο βαθµός συγγένειας ανάµεσα στους Ghisi των Σποράδων και της Τήνου - Μυκόνου, και στους Ghisi της Κρήτης. Η µελέτη βασίζεται σε πηγές που πρόσφατα δηµοσιεύθηκαν και σε άγνωστο αρχειακό υλικό προερχόµενο από το Αρχείο του ∆ούκα του Χάνδακα και βρίσκεται στο Archivio di Stato di Venezia. Αυτό το υλικό, πλούσιο στην αφήγηση, σε χρονολογίες, σε Αµοργιανά τοπωνύµια, προσφέρεται για την εξήγηση ορισµένων πλευρών της διαµάχης, για τη έρευνα και µελέτη της πολιτικής της Βενετίας, τη µελέτη της ιστορικής γεωγραφίας της Αµοργού και των χαρακτηριστικών του πληθυσµού, τα ταραχώδη χρόνια του 14ου αιώνα. Επίσης µας προσφέρει ειδήσεις για τους Σανούδους και την πολιτική που ακολουθούν τον 14ου αιώνα. Ας παρακολουθήσουµε από κοντά κάποιες από τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο δουκάτο, τον 13ο και τον 14ο αιώνα: Το 1277-1280 ο Ιταλός τυχοδιώκτης Λικάριος, στην υπηρεσία του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, απέσπασε το νησί της Αµοργού από το δουκάτο της Νάξου. ∆ούκας Νάξου και Άνδρου είναι ο Μάρκος Β΄ Σανούδος (1260-1302). Το 1296 ξεκίνησε ο βενετο-βυζαντινός πόλεµος, που κατέληξε στη συνθήκη του 1302. Κατά τη διάρκειά του η Βενετία αξιοποίησε ιδιαίτερα το δυναµικό των πειρατών και των κουρσάρων κι ενθάρρυνε όλους όσους ήθελαν να εξοπλίσουν πλοία και να επιτεθούν εναντίον των βυζαντινών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιωάννης Ghisi, βενετός φεουδάρχης από την Κρήτη, που µαζί µε το γιο του Μάρκο κατέλαβε την Αµοργό, µε πλήρες δικαίωµα κυριότητας και κληρονοµικής µεταβίβασης του νησιού, αναγνωρισµένο από τη Βενετία. Η οικογένεια Γκίζη, από τον κλάδο του Canareggio, µαρτυρείται στην Κρήτη µετά τα µέσα του 13ου αι. ∆εν γνωρίζουµε µε ποιον από τους κλά-

δους της βενετικής οικογένειας συνδέεται ο Ιωάννης Γκίζη. Φυσικά δεν εγκατέλειψαν τις κτήσεις τους στην Κρήτη, αφού το δεύτερο µισό του 14ου αι. οι απόγονοι του Ιωάννη κατείχαν σερβενταρίες στις περιοχές Ατσουπάδες και Άγιος Βασίλειος. Στη νέα τάξη που προέκυψε µε τη συνθήκη του 1302 αντέδρασε ο ∆ούκας Νάξου και Άνδρου, αµέσως µετά την ανάρρησή του στο δουκικό αξίωµα, το 1302. Ο Γουλιέλµος Σανούδος (1302-1323) θεώρησε ότι καταπατήθηκαν κυριαρχικά δικαιώµατά του κι έστειλε το στόλο του, µε διοικητή τον Domenico ή Menego Schiavo, αυτόν στον οποίο ο ∆ούκας παραχώρησε ως κτήση το νησί της Ίου, κι έδιωξε τους Γκίζη από την Αµοργό. 1309 Νοεµβρίου 29, ο ∆όγης κάλεσε τον ∆ούκα να επιστρέψει στους Γκίζη την Αµοργό, να τους αποζηµιώσει για βλάβες που είχαν υποστεί κι αν ο ∆ούκας είχε αντίθετη άποψη όφειλε να παρουσιασθεί, αφού είχε βενετσιάνικη καταγωγή, ενώπιον της βενετικής δικαιοσύνης µέσα σε έξι µήνες και να διεκδικήσει τα δικαιώµατά του. Ο Γουλιέλµος αρνήθηκε να υπακούσει και να λογοδοτήσει στις βενετικές αρχές υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν µπορούσε να συµβεί επειδή ήταν υποτελής του Πρίγκιπα της Αχαΐας, του οποίου επικυρίαρχος ήταν ο Κάρολος των Ανζού. Αρνήθηκε δηλαδή το δικαίωµα της Βενετίας να επεµβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις του ∆ουκάτου Νάξου και Άνδρου. 1310 Οκτωβρίου 10, µε νέα κοινοποίησή της η Βενετία ζητούσε την ικανοποίηση των αιτηµάτων των Γκίζη. 1311, επί Γουλιέλµου Σανούδου, οι δυνάµεις του δουκάτου µετέχουν στη µάχη του Αλµυρού, στο πλευρό του ∆ούκα των Αθηνών, Gautier A΄ de Brienne. Κατά τη διάρκεια της µάχης, ο Νικόλαος Σανούδος, γιος και διάδοχος του Γουλιέλµου, τραυµατίστηκε στο πρόσωπο και στο χέρι και συνελήφθη από τους Καταλανούς. 1312 Απριλίου 10, µε απόφαση του Μεγάλου Συµβουλίου η Βενετία απειλούσε τον Γουλιέλµο ότι αν δεν συµµορφωνόταν, τους επόµενους δύο µήνες, θα εξόριζε τον ίδιο και την οικογένειά του, τους υποτε-

29

λείς του, θα απαγόρευε τη διακίνηση αγαθών από το δουκάτο στη βενετική επικράτεια, οι υπήκοοι του θα συλλαµβάνονταν στα βενετικά εδάφη, και θα δεσµεύονταν τα περιουσιακά τους στοιχεία, όσο χρονικό διάστηµα ο ∆ούκας αρνιόταν να ικανοποιήσει τους Γκίζη. Εξαιρούνταν οι Βενετοί, στην καταγωγή, υπήκοοι του ∆ούκα. Ο Γουλιέλµος Σανούδος δεν υποχώρησε και δεν παραιτήθηκε από τα δικαιώµατά του, ούτε εγκατέλειψε τις θέσεις του ως το θάνατό του. Η Βενετία έθεσε σε εφαρµογή τα µέτρα αυτά τουλάχιστον µέχρι του σηµείου που µπορούσε. Το 1314, το Μεγάλο Συµβούλιο ενέκρινε το αίτηµα του Μάρκου Γκίζη να του αποδοθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Σανούδου και των υπηκόων του, που βρίσκονταν στην Κρήτη, προκειµένου να διασφαλίσει τα συµφέροντά του µετά την επιβολή κυρώσεων από τη Βενετία εναντίον του δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία θα περιέρχονταν στους Γκίζη µε τη µορφή ενέχυρου: όταν ο ∆ούκας της Νάξου θα εξοφλούσε την απαίτηση που εξασφαλιζόταν µ’ αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, τα τελευταία θα επιστρέφονταν στην κατοχή του. Τον Οκτώβριο του 1314, ο ∆ούκας της Κρήτης διαβεβαίωνε τους Έλληνες τους προερχόµενους από Νάξο ότι µπορούσαν να παραµείνουν στο νησί ανενόχλητοι κι ότι τα περί συλλήψεων ήταν αναληθή. Το 1315, µε νέα απόφασή του το Μεγάλο Συµβούλιο παρείχε στους Γκίζη το δικαίωµα να παραλαµβάνουν τα αγαθά απευθείας από τον τόπο της δέσµευσης, από την Κρήτη δηλαδή, τον τόπο της µόνιµης διαµονής τους. Αντικείµενο του ενεχύρου µπορούσε να είναι συγκεκριµένο περιουσιακό στοιχείο του υπόχρεου ή ακόµα και το σύνολο της περιουσίας του. Έχουν διασωθεί αποφάσεις δικαστηρίων της Κρήτης που αφορούν δέσµευση περιουσιακών στοιχείων των Σανούδων στην Κρήτη, καθώς και των ετήσιων εισφορών των βιλλάνων του ∆ούκα της Νάξου που ήταν εγκαταστηµένοι στην Κρήτη, των ετών 1323, 1328, 1329. Το 1316 Φεβρουάριος, κοντά στην Παλαιόπολη Ηλείας, στη µάχη µεταξύ των

Καταλανών και της Πριγκίπισσας της Αχαΐας, Ματθίλδης της Αραγώνας, σκοτώθηκε ο αδελφός του ∆ούκα Γουλιέλµου, Γιλβέρτος. Το 1317 και για δύο χρόνια, µε διαταγή του ∆όγη οι κυρώσεις στο ∆ουκάτο του Αιγαίου Πελάγους ανεστάλησαν µια φορά. Στις 12 Μαΐου του 1317 µε απόφαση του δούκα της Κρήτης επιτράπηκε και πάλι η ελεύθερη µετακίνηση των «ανθρώπων» του ∆ούκα Νάξου και Άνδρου στις βενετοκρατούµενες χώρες. ∆εν γνωρίζουµε τον λόγο της προσωρινής άρσης των µέτρων. Παρά το ότι η Βενετία είχε απειλήσει τους υπηκόους του ∆ούκα µε συλλήψεις, στην πράξη οι αρχές περιορίστηκαν µόνο στη δέσµευση των περιουσιών τους. Το 1317-1318 οι Καταλανοί επιτίθενται εναντίον της Μήλου, µάλλον σε αντίποινα, για τη συµµετοχή του δουκάτου στις εναντίον τους µάχες. Το 1318 ξεκίνησαν οι επιδροµές των Τούρκων του Αϊδινίου και του Μεντεσέ στο πλαίσιο της συµµαχίας τους µε τους Καταλανούς, εναντίον των Κυκλάδων. Το 1321 ο Γουλιέλµος Σανούδος διαµαρτυρήθηκε ότι πολλοί κάτοικοι της Κρήτης επέδραµαν εναντίον των νησιών του αρπάζοντας ανθρώπους και ζώα και προξενώντας καταστροφές. Παρά την ένταση που επικρατούσε στις σχέσεις του δουκάτου µε τη Βενετία, ο δούκας της Κρήτης αποδοκίµασε έντονα τις πράξεις αυτές και απείλησε τους δράστες µε σοβαρότατες ποινές. Το 1325, κατά τη διάρκεια της απουσίας του νέου ∆ούκα Νικόλαου Σανούδου στην Πελοπόννησο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αντίπαλοι της Καταλανικής Εταιρείας, οι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον της Νάξου. Το 1329 οι επιδροµές συνεχίστηκαν µε αµείωτη ένταση και µετά τη διάλυση της συµµαχίας µε τους Καταλανούς, κι αποτελούσαν σοβαρότατη απειλή για τη συνέχιση της λατινικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Το δουκάτο, κυρίως λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αλλά και της ανάµειξής του στον αγώνα εναντίον των Καταλανών υπέφερε από τις τουρκικές επιθέσεις. Το 1329, φθινόπωρο, ο βυζαντινός αυτοκράτορας µε τη συνδροµή του Νικόλαου Σανούδου εξεδίωξε τον Γενουάτη Μαρτίνο

30

Zaccaria από τη Χίο. Η αποµάκρυνσή του υπήρξε βαρύτατο πλήγµα για τη βενετική πολιτική, επειδή ο Zaccaria ήταν δυναµικός αντίπαλος των Τούρκων κι οι Βενετοί απέβλεπαν στη σύµπραξη µαζί του. 1331, ο ∆ούκας της Κρήτης συνήψε συνθήκη ειρήνης µε τον εµίρη του Μεντεσέ, Οχράν και δεν συµπεριέλαβε τα νησιά του δουκάτου, αντίθετα µε την Κέα, τη Σαντορίνη, τη Σέριφο, την Κάρπαθο, τα Κύθηρα. Τον Μάρτιο του 1332 ο Νικόλαος Σανούδος υπέγραψε χωριστή συνθήκη µε τους Τούρκους, προκαλώντας απογοήτευση στην Βενετία. Γιατί, µολονότι εκείνη είχε προνοήσει να συµπεριληφθεί το δουκάτο στις συνθήκες ειρήνης του 1319, 1321, και 1331 µε τους Καταλανούς, ο Σανούδος δεν έλαβε ανάλογη µέριµνα για το νησί της Εύβοιας, η οποία τελικά έγινε φόρου υποτελής στους Τούρκους. Τον Σεπτέµβριο του 1332, αν και είχε προσκληθεί, ο Νικόλαος Σανούδος δεν συµµετείχε στον αντιτουρκικό συνασπισµό. «Κύριο µέληµά του ήταν να προστατεύσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και µε τον πιο αποτελεσµατικό τρόπο την περιουσία του. Για να επιτύχει τον σκοπό του αυτό ακολούθησε µια εντελώς πραγµατιστική πολιτική, απαλλαγµένη από συναισθηµατισµούς και ηθικές δεσµεύσεις». Το 1331 ο Νικολό Σανούδο συνέλαβε τον Φίλιππο Γκίζη στην Αµοργό και τον απελευθέρωσε αργότερα µετά τη µεσολάβηση του ∆όγη της Βενετίας. Η παρουσία του Γκίζη στην Αµοργό δεν πρέπει να ήταν αποτέλεσµα οργανωµένης επιχείρησης µε σκοπό την ανακατάληψη του νησιού. Για την όποια ένοπλη δράση έπρεπε να έχουν την έγκριση της Βενετίας, ως φεουδάρχες που ήταν στην Κρήτη. 1332 Ιουνίου 12, µε απόφαση της Συγκλήτου η Βενετία ασκούσε πίεση στον Νικολό Σανούδο να διακόψει τις εµπορικές επαφές µε τους Τούρκους των µικρασιατικών παραλίων. Παράλληλα συνεχιζόταν η δέσµευση των περιουσιακών στοιχείων του ∆ούκα και των ανθρώπων του στη Βενετία και στις αποικίες. Το 1333-1334 µαζί µε τους Ιππότες της Ρόδου, ο Σανούδος βοήθησε τον ∆οµήνικο Cattaneo να καταλάβει τµήµα της Λέσβου,

γεγονός που, ίσως, προκάλεσε την αποχώρηση του βυζαντινού αυτοκράτορα από τον αντιτουρκικό συνασπισµό. Το 1334, τέλος Οκτωβρίου, ο Νικόλαος Σανούδος έδειξε ότι είχε διάθεση να βρεθεί µια λύση στο πρόβληµα της Αµοργού, και να παρουσιασθεί ο ίδιος ή εκπρόσωπός του στις βενετικές αρχές προκειµένου να υποστηρίξει τις θέσεις του. Κατά µία άποψη ο ∆ούκας Νάξου και Άνδρου, ο πρώτος που υπογράφει ως ∆ούκας του Αιγαίου Πελάγους, συνειδητοποίησε πόσο παράλογες ήταν οι συγκρούσεις µεταξύ των Χριστιανών της Ανατολής, µπροστά στον τουρκικό κίνδυνο, κι έτσι έλαβε µια τέτοια απόφαση. Υπονόµευσε Βενετία και Πάπα στην προσπάθειά τους να συσπειρώσουν τις χριστιανικές δυνάµεις για µια νέα σταυροφορία. Τον Σανούδο δεν τον ενδιέφερε µια νέα σταυροφορία. Ίσως ο ∆ούκας κάτω από το βάρος των οικονοµικών πιέσεων να άλλαξε στάση σχετικά µε το θέµα της Αµοργού. Μέρος της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής του δουκάτου κι άλλα προϊόντα, όπως σµύριδα, µυλόπετρες, διοχετεύονταν στις αγορές των βενετοκρατούµενων χωρών, και ιδίως στην Κρήτη. Τα νησιά τροφοδοτούνταν από τις χώρες αυτές µε προϊόντα όπως κάρβουνο, ξυλεία κ. ά. Λατίνοι και Έλληνες κάτοικοι των νησιών δεν είχαν πρόσβαση στις αγορές των βενετοκρατούµενων περιοχών. Ο αποκλεισµός θα είχε δυσµενείς επιπτώσεις στην οικονοµική και εµπορική ζωή του δουκάτου. Παρά την πρόθυµη στάση του ∆ούκα οι διαπραγµατεύσεις δεν προχώρησαν κι η υπόθεση της Αµοργού οδηγήθηκε ξανά σε αδιέξοδο. Την περίοδο 1334-1339, στις αποφάσεις της Συγκλήτου δεν υπάρχει η παραµικρή ένδειξη που να επιβεβαιώνει ότι η υπόθεση εκδικάσθηκε. Η δικαστική διένεξη Σανούδων-Γκίζη παρέµεινε σ’ εκκρεµότητα για τα επόµενα είκοσι χρόνια. 1336-1341: κατά το διάστηµα των χρόνων αυτών ο Ουµούρ πασάς του Αϊδινίου επιτέθηκε εναντίον της Νάξου και των άλλων νησιών του ∆ουκάτου. Ο Νικολό κι ο αδελφός και διάδοχός του Ιωάννης αντιµετώπισαν σοβαρότατα προβλήµατα καθώς οι επιθέσεις των Τούρκων είχαν δρα-

31

µατικές συνέπειες για το δουκάτο της Νάξου και Άνδρου. Γύρω στο 1341 ο Ιωάννης Α΄ Σανούδος διαδέχθηκε τον αδελφό του Νικόλαο και κυβέρνησε το δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους ως το 1362. Το 1350-1355 πόλεµος µεταξύ Βενετίας και Γένοβας για τον έλεγχο του εµπορίου της Μαύρης Θάλασσας. Ο πόλεµος επηρέασε καθοριστικά τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της Αµοργού. Το 1350, φθινόπωρο, ο ∆ούκας συµµετείχε ενεργά στέλνοντας τα πλοία και τους ανθρώπους του στις πρώτες επιχειρήσεις που εκδηλώθηκαν στο Αιγαίο ενισχύοντας τον βενετικό στόλο. Οι Γενουάτες επιτέθηκαν εναντίον του δουκάτου µε «πρωτοφανή αγριότητα»: κατέλαβαν ορισµένα κάστρα του δουκάτου, συνέλαβαν τον δούκα µε την οικογένειά του, λεηλάτησαν και έκαψαν τη Νάξο. Λεηλάτησαν την Κέα και κατέλαβαν τη Μήλο κι άλλα νησιά. Ο πάπας Κλήµης απηύθυνε έκκληση στη Γένοβα, ζητώντας την απελευθέρωση του ∆ούκα και της οικογένειάς του και την επιστροφή της περιουσίας του. 1351 Απριλίου 13, ο Μαρίνος Γκίζη ανακοινώνει στις αρχές της Κρήτης την απόφαση της οικογένειάς του να ανακαταλάβει το νησί της Αµοργού, εκµεταλλευόµενος τις συνθήκες που είχαν διαµορφωθεί µε τον πόλεµο µεταξύ Βενετίας και Γένοβας. Οι αρχές της Κρήτης του απαγόρευσαν να χρησιµοποιήσει το νησί ως βάση για την οργάνωση της επιχείρησης. Έτσι η ανακατάληψη της Αµοργού δεν έγινε εφικτή. Εξάλλου, τον επόµενο χρόνο, εκκρεµούσε η διεκδικητική αγωγή για την κυριότητα της Αµοργού που είχαν ασκήσει οι Γκίζη εναντίον των ∆ουκών του Αιγαίου Πελάγους. Εποµένως το νησί εξακολουθούσε να παραµένει στην κατοχή των Σανούδων. Οι Γενουάτες συνέχιζαν την κατοχή της Νάξου. Ο ∆ούκας ζήτησε άσυλο στην Κρήτη µετά την απελευθέρωσή του. Τον Μάρτιο του 1352 η βενετική Σύγκλητος ανέστειλε τα απαγορευτικά µέτρα σε βάρος του, ώστε ο ίδιος και 14 µέλη της οικογένειάς του να µεταβούν στην Κρήτη όπου θα παρέµεναν µέχρι το τέλος του πολέµου. Το 1355, καλοκαίρι, ο πόλεµος έληξε και στη συνθήκη ειρήνης η Βενετία συµπεριέ-

λαβε το δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους. Στο µεταξύ ο Ιωάννης Α΄ Σανούδος είχε έρθει σ’ επαφή µε τους Γκίζη για τη διευθέτηση της υπόθεσης της Αµοργού. 1355-1357: τα χρόνια αυτά οι σχέσεις του ∆ούκα µε τη Βενετία αποκαθίστανται. Το 1356, ο ∆ούκας συµφώνησε πιθανόν µε τους Γκίζη την απόδοση της Αµοργού και την καταβολή σ’ αυτούς 100 χρυσών δουκάτων. Το 1358, Νοέµβριος, η Αµοργός µνηµονεύεται στη συνθήκη της Βενετίας µε το εµιράτο του Μεντεσέ. Εποµένως ο ∆ούκας του Αιγαίου είχε παραχωρήσει τα δικαιώµατά του επί του νησιού. Το δουκάτο δεν είχε συµπεριληφθεί σ’ αυτή τη συνθήκη. Το 1367, ο Νικόλαος Σανούδος Spezzabanda ανακατέλαβε την Αµοργό, θεωρώντας ότι αποτελεί κτήση του δουκάτου. Μετά από παρέµβαση του δόγη Ανδρέα Contareno αναγκάστηκε να την αποδώσει πάλι στη Βενετία. Αντί-ΡΗΣΗ, τ. 2, Φεβρουάριος 2005. Περιοδική έκδοση της αυτόνοµης πρωτοβουλίας Νάξου. Ενδιαφέρουσα ύλη για προβλήµατα της Νάξου, που χρονίζουν, δεν αντιµετωπίζονται και, φυσικά, δεν υπάρχει περίπτωση να επιλυθούν. Έτσι, ανάλογα µε την εποχή, αποκτούν καθοριστική σηµασία για τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Για το ακτοπλοϊκό: «Τέσσερις γάµοι και 81 κηδείες», της Σοφίας ∆ηµακοπούλου. Για το αγροτικό – κτηνοτροφικό: «Η αγροτική κρίση, και ο ρόλος των συνεταιρισµών», του Γιάννη Βάσιλα, και από τον Μαν. Κοντοπίδη «Οι βοσκοί τσ’ Αξάς». Για την ανάπτυξη: «Μεγάλο αεροδρόµιο: Κερκόπορτα του µαζικού τουρισµού», της Σοφίας ∆ηµακοπούλου, «Περιβάλλον: το µεγαλείο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας», του Γιάννη Βάσιλα, και «Εργασιακός Μεσαίωνας», της Κ. Α. (πιθανότατα πρόκειται για την κ. Κατερίνα Αγγελή). Ενδιαφέρουσες επίσης οι απόψεις της κ. ή του κ. Μ. Κ. (θα θέλαµε να γνωρίζουµε), «Γλώσσα, εθνικισµός και εκπαίδευση». Προσοχή όµως σ’ ό,τι αφορά τη γλώσσα, φίλοι. Ελευθερία και γλώσσα!!! Προσοχή!… Τέλος, του Γ. Βάσιλα «Ουρσουλίνες: η µοναστική ζωή του πολιτισµού».

32

2Ô °˘ÌÓ¿ÛÈÔ ¡¿ÍÔ˘ – «∏ ∆˘¯ÂÚË» §·˚Îfi ·Ú·Ì‡ıÈ Ù˘ ¡¿ÍÔ˘ «Τα λαϊκά παραµύθια αποτελούν µια πηγαία έκφραση του λαϊκού συναισθήµατος και της αντίληψης των απλών ανθρώπων για τη ζωή και το ρόλο των υπερφυσικών δυνάµεων σ’ αυτήν. Μέσα από τη λαϊκή αφήγηση µπορούµε να διακρίνουµε – και µάλιστα στην πιο φυσική και αυθεντική µορφή τους – στοιχεία όπως το πεπρωµένο και η ισχύς του, η κοινωνική ιεράρχηση, οι σχέσεις των δύο φύλων και ο έρωτας ως δύναµη που µπορεί να µετριάσει τέτοιες διαφορές. Την έµπνευσή µας αντλήσαµε από λαϊκά παραµύθια των Κυκλάδων, τον τόπο όπου ζούµε. Η παράσταση που θα παρακολουθήσετε µε τίτλο «Η Τυχερή» (λαϊκό παραµύθι της Νάξου) είναι ένα κοµµάτι της ευρύτερης προσπάθειας να προσεγγίσουµε τα παραµύθια αυτά. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας διαβάστηκαν κείµενα από το βιβλίο «Λαϊκά παραµύθια των Κυκλάδων» του Γιώργη Βενετούλια ( εκδόσεις Εν Πλω, Ιούνιος 2003), απ’ όπου και προέρχεται «η Τυχερή», προσεγγίστηκαν ερµηνευτικά και δραµατοποιήθηκαν σε συνεργασία µε τους µαθητές. Τα παραµύθια δεν τοποθετούνται µε σαφήνεια σε κάποιο συγκεκριµένο χρονικό σηµείο, γεγονός που µας προβληµάτισε σε ό,τι αφορά στη σκηνική παρουσίαση χώρων, κουστουµιών και µουσικής επένδυσης. Επιλέξαµε λοιπόν –έχοντας συνείδηση ότι είναι πιθανώς αυθαίρετο– να συνδυάσουµε λαϊκά παραδοσιακά στοιχεία

της Νάξου µε πιο δυτικότροπα, λαµβάνοντας υπόψη την περίοδο της Ενετοκρατίας στο νησί. Οφείλουµε να σηµειώσουµε ότι οι περισσότερες επιλογές µας, ενδυµατολογικές και σκηνικές, υπαγορεύτηκαν από την παντελή έλλειψη οικονοµικών πόρων και άλλων µέσων. Θεωρήσαµε επίσης πολύ σηµαντικό να διατηρήσουµε το γλωσσικό ιδίωµα της περιοχής ως βασικό στοιχείο της ταυτότητας των εν λόγω παραµυθιών καθώς και της έκφρασης των ανθρώπων των νησιών µας. Ευχαριστούµε πολύ – Το Σύλλογο Γυναικών Νάξου για την παραχώρηση των παραδοσιακών στολών (οι γυναικείες στολές που ονοµάζονται καστρινές κατασκευάστηκαν από τη ∆ώρα Στράτου, έχοντας ως πρότυπο ένα αντίγραφο σε γκραβούρα). – Το Μανόλη Αλµπάνη που για δεύτερη χρονιά κατασκευάζει αφιλοκερδώς τα σκηνικά για τις παραστάσεις του σχολείου µας. – Την κυρία Μαύρου που µας βοήθησε στο ράψιµο κάποιων κοστουµιών».

Ευχαριστούµε κι εµείς τις καθηγήτριες Μάχη Κουφογιώργου, ∆ώρα Ρήγα και Λίνα Σοφιανού, για την προσήλωσή τους σ’ αυτό που επιλέγουν και για το θάρρος της γνώµης τους.

¶·ÓÂÈÛÙ‹ÌÈÔ ∞ÈÁ·›Ô˘ – ∆Ì‹Ì· ¶ÂÚÈ‚¿ÏÏÔÓÙÔ˜ Οι µαθητές και οι καθηγητές των Περιβαλλοντικών Οµάδων των Σχολείων, 1. 1ο Γυµνάσιο Νάξου, 2. Γυµνάσιο Βίβλου, 3. Ενιαίο Λύκειο Νάξου, 4. 1ο Τ. Ε. Ε. Νάξου, παρουσίασαν τις εργασίες τους στο ∆ηµοτικό Θέατρο του ∆ήµου Νάξου στις 12 Μαΐου του 2005.

Τα θέµατα που παρουσιάστηκαν αντίστοιχα είναι: 1. Απορρίµµατα – Ανακύκλωση. 2. Γύρνα φτερωτή του µύλου. 3. Η αυλή του Σχολείου. 4. Πρόταση αναστύλωσης πύργου και νερόµυλου του Κόκκου και ανάπλαση του περιβάλλοντος χώρου.

33

«™˘Ì‚ÔÏ‹ ÛÙË ‰È·ÌfiÚʈÛË Ù˘ ÔÏÈÙÈÛÌÈ΋˜ ÔÏÈÙÈ΋˜» Στη «Συµβολή», που δηµοσιεύθηκε στο τ.4, η αναφορά σε πρόσωπα είναι µόνον ενδεικτική. Εννοείται ότι δεν είναι σκοπός µας να αποκλείσουµε ή να προβάλουµε κάποια πρόσωπα αλλά µόνο να βοηθήσουµε µε κάποια συγκεκριµένα παραδείγµατα. Έτσι: Η συγκροτηµένη προσωπικότητα του κ. Γιάννη Μαργαρίτη (Μπαρµπούνη) στον πολιτιστικό τοµέα «Εικαστικά», πρέπει να θεωρείται απαραίτητη. Στη «Στέγη» για τα παιδιά, στη πολιτιστική δράση «Βιβλιοθήκη – Πολιτιστικό Κέντρο», µπορεί να αποβεί χρήσιµη η ενθουσιώδης προσφορά της κ. Λένας Μανδηλαρά, που ήδη προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της, σε παρόµοια δραστηριότητα, στην Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας «Κλίµακα». ∆είγµα για το πώς θα µπορούσε να διαµορφωθεί και να προχωρήσει η πολιτιστική δραστηριότητα «Μορφωτικοί Κύκλοι» µας έδωσε, κατά τη διάρκεια της χρονιάς, ο ψυχολόγος κ. Κωνστ. Σκαρβέλης, ο οποίος εργάζεται στην «Μονάδα Ψυχικής Υγείας», µε τις διαλέξεις που είχε οργανώσει σε συνεργασία µε τη δηµοτική αρχή, στο ∆ηµαρχείο. «Χώρα και αγροτικό περιβάλλον» - Ο κ. Στέλιος Ήµελλος διαθέτει τις γνώσεις, τις ικανότητες και τις δυνατότητες ώστε σε συνεργασία µε τους κ.κ. Θανάση Καραβία και Στ. Μαρινάκη να οργανώσουν τον τοµέα αυτόν. Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να λάχει η «Αλυκή»: Η αλυκή, ο υγρότοπος, από τους µεγαλύτερους στις Κυκλάδες, αν όχι ο µεγαλύτερος, µε την αµµόφιλη βλάστηση υψηλής ποικιλότητας, αλλά και την υδρόφιλη, που προσελκύει µεγάλους αριθµούς ειδών και πληθυσµών πουλιών, δεν έχει λάβει µέχρι σήµερα την προστασία από την οποία έχει ανάγκη ούτε έχει διαµορφωθεί ένα διαχειριστικό πλαίσιο. Αντίθετα δέχεται και αντι-

µετωπίζει σηµαντικές πιέσεις από την λειτουργία του αεροδροµίου, την τεχνητή ανύψωση της παραλίας, τη διάνοιξη του παραλιακού δρόµου, την µεταβολή των καλλιεργηµένων αγρών σε χώρους ανθρώπινης κατοίκησης. Σε συνεργασία µε τις αρµόδιες υπηρεσίες, περιβαλλοντικές κινήσεις, εθελοντές, µε βάση τα κοινωνικά και οικονοµικά χαρακτηριστικά της περιοχής και την ικανότητα που διαθέτει να αντεπεξέλθει στις πιέσεις, ο ∆ήµος να προχωρήσει στη λήψη των αναγκαίων µέτρων ώστε να αποφευχθούν περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις στον υγρότοπο και να προστατευθεί η περιοχή από κάθε αύξηση ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Η «Χώρα» - Απαραίτητες για τις δράσεις στον πολιτιστικό τοµέα «Χώρα» κρίνονται οι γνώσεις του τ. διευθυντή Αγροτικής Τράπεζας κ. Γιάννη Μαργαρίτη, ενός Χωραΐτη που γνωρίζει όσο λίγοι τον τόπο του. Ο ίδιος µπορεί να υποδείξει Ναξιώτες ικανούς να πλαισιώσουν αυτές στις πρωτοβουλίες. Τέλος, οι όποιες µελέτες και ανεγέρσεις κτηρίων καλό είναι να ανατίθενται σε Ναξιώτες αρχιτέκτονες, κατοίκους του νησιού. Με χαρά µας είδαµε ότι το κείµενο τροφοδότησε ζωογόνες συζητήσεις µέσα από τις οποίες προέκυψε ότι η τοπική κοινωνία διαθέτει κόσµο που θα µπορούσε να λάβει µέρος στις προτεινόµενες πολιτισµικές δραστηριότητες. Ελπίζουµε λοιπόν σε προτάσεις ατοµικές και συλλογικής «προσφοράς». Η επιτυχία του σχεδιασµού, του όποιου σχεδιασµού, θα κριθεί από το αν και κατά πόσο οι εγχώριοι νησιώτες, κυρίως αυτοί, θα συµµετάσχουν στις προτεινόµενες πολιτισµικές δραστηριότητες. Η συµµετοχή πρέπει να είναι ενεργός και να θεµελιώνεται στις αρχές του εθελοντισµού.

Νάξος, Απρίλης – Μάης του 2005

Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός 34

™·Ú¿ÁÌ·Ù· «∞ÙÛÈ¿Ë» «Ο ελληνικός λαός ελθών κατά τη διάρκεια της µακράς ιστορίας του εις άµεσον επαφήν προς διαφόρους λαούς, συγκρουσθείς µετ’ αυτών και πολλά υπ’ αυτών παθών, δεν υπελείφθη εις την σχετικήν µυθοπλασίαν. Ούτω κατά τας δηµώδεις παραδόσεις εθεωρήθησαν ως δαίµονες οι Αράπηδες γενικώς, εν Χίω οι αιρετικοί Αρµένιοι, αποδοθεισών εις αυτούς πρωτίστως µαγικών ιδιοτήτων, ως έδειξεν ο

Στίλπων Κυριακίδης, οι Ατζουµπάδες εν Κρήτη και Κύπρω διά το δύσµορφον και µελανόν του προσώπου αυτών […]». Αυτά µεταξύ των άλλων γράφει ο λαµπρός λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστηµίου κ. Στέφανος Ήµελλος στη µελέτη του «Η ∆αιµονοποίηση των Σαρακηνών εν Κρήτη», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας, τόµ. Κ΄ - ΚΑ΄ (1967 / 68).

∂ÎÏÔÁ¤˜ ÁÈ· ÙËÓ ·Ó¿‰ÂÈÍË Ó¤·˜ ‰ËÌÔÙÈ΋˜ ·Ú¯‹˜: Ë ·Ê·Û›· ‰ÂÓ Ù·ÈÚÈ¿˙ÂÈ ÛÙËÓ ∞ÚÈÛÙÂÚ¿ Εκλογές για την ανάδειξη νέας αρχής στους ∆ήµους της Νάξου θα γίνουν το 2006. Από τη «Νέα ∆ηµοτική Κίνηση», του 2002, την οποία αποτελούσαν κυρίως µέλη από τα κόµµατα και τις οργανώσεις της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, δεν έρχεται καµιά είδηση, ούτε υπάρχει κάποια ένδειξη στον ορίζοντα ότι κάποιες διεργασίες, για την συµµετοχή της «Κίνησης» στις εκλογές του 2006, συντελούνται. Ήδη χάθηκε πολύτιµος χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου πολλά θα µπορούσαν να συζητηθούν: η πρακτική, την οποία εφήρµοσε η Κίνηση στις προηγούµενες εκλογές και στο διάστηµα που ακολούθησε, οι απόψεις τις οποίες παρουσίασε στους δηµότες-εκλογείς το 2002, τα λάθη και οι παραλείψεις της κατά τη διάρκεια των εκλογών εκείνων, αλλά και κατά το διάστηµα 2003 – 2004, µέχρι σήµερα. Σ’ αυτό το χρονικό διάστηµα ήταν δυνατή η διατύπωση σκέψεων και η διαµόρφωση µιας γνώµης, έστω, αν όχι και προτάσεων, για τα ζητήµατα που απασχόλησαν και απασχολούν τη νησιωτική κοινωνία µας. Μπορούσαµε να βρούµε µια πυξίδα και να χαράξουµε µια πορεία, για τα µέλη της Κίνησης και τους δηµότες.

Στη Νάξο, πιθανόν και στην Αθήνα, έχουν αρχίσει, από τη µεριά των δύο κυρίαρχων και αδηφάγων κοµµατικών µηχανισµών, οι διεργασίες οι σχετικές µε την κάθοδό τους στις εκλογές. Όποιες κι αν είναι αυτές δεν ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Επίσης, δεν γνωρίζουµε σκέψεις, απόψεις και προθέσεις στα κόµµατα και στις οργανώσεις της Αριστεράς: κι εδώ τίποτα δεν έρχεται στην επιφάνεια! Βέβαια για την Αριστερά τα πράγµατα είναι αρκετά δύσκολα. Χειροτέρεψαν αυτό το ενδιάµεσο διάστηµα. Ίσως η επιλογή συµµαχιών, σε επίπεδο κοµµάτων ή και της συµµετοχής ατόµων προσκείµενων σ’ αυτήν, σε διάφορα ψηφοδέλτια, να προκριθεί έναντι οιασδήποτε άλλης πρακτικής. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι καλό και χρήσιµο να υπάρχει ένα σχέδιο, επεξεργασµένο από την Αριστερά, γι’ αυτή την «άλλη Νάξο» που «µας αξίζει», για τις ανάγκες και τις αναγκαιότητες της τοπικής κοινωνίας, το οποίο θα «κουβαλά» µαζί του, στις αποσκευές του, στις διαπραγµατεύσεις που θα κάνει ο όποιος υποψήφιος, ως συστατικό χαρακτηριστικό γνώρισµά του, και θα έχει δεσµευτεί ότι θα διαπραγµατευτεί µ’ αυτό το σχέδιο. Μαζί δηλαδή µε την προσωπικότητά του και τους ψήφους

35

του, να φέρνει και το κοινά αποδεκτό «σχέδιο» και να το παρουσιάζει στον συνοµιλητή του, ώστε ο τελευταίος να γνωρίζει ότι αυτός µε τον οποίο συνοµιλεί εκπροσωπεί ολόκληρη την Αριστερά, όχι µόνο τον εαυτό του, µερικούς ψήφους και την όποια απήχηση έχει στην τοπική κοινωνία το όνοµά του. Να γνωρίζει, ο προερχόµενος από τη Νέα ∆ηµοκρατία ή από το ΠΑ. ΣΟ. Κ ή όποιον άλλο συνδυασµό, ότι η συζήτηση θα γίνει για το αν και ποιες θέσεις του «σχεδίου» θα αποδεχθεί και ποιες όχι. Και ότι, η όποια συµφωνία, ο όποιος δηλαδή συµβιβασµός, θα υπογραφεί µεταξύ του υποψηφίου του όποιου κόµµατος ή του συνδυασµού και της Αριστεράς, η οποία, εννοείται, θα έχει εγκρίνει τον συµβιβασµό. Κι ότι, φυσικά, θα υποστηριχθεί εκείνος ο συνδυασµός ή το κόµµα που θα προσφέρει τα περισσότερα, από την άποψη της ποιότητας και της ποσότητας, ανταλλάγµατα. Νοµίζω ότι αυτή η στάση συνάδει µε τη φύση και το χαρακτήρα της Αριστεράς, της οποίας η θέση στην τοπική κοινωνία είναι δυσχερής, αλλά διαθέτει το ανθρώπινο δυναµικό το ικανό να κρίνει το αποτέλεσµα. Ο διαχωρισµός της δράσης και η ανάληψη ξεχωριστών πρωτοβουλιών, ανάλογα µε την ένταξη του πολίτη - δηµότη στο Κ.Κ.Ε, στο Συνασπισµό, σ’ «Οµάδες Πολιτών», στην Περιβαλλοντική Κίνηση, κλπ., για ζητήµατα που αφορούν την δηµοτική διακυβέρνηση, σ’ ένα χώρο τόσο µικρό και περιορισµένο όσο ο δικός µας, δεν ευνοεί παρά προσωπικές επιλογές και πολιτικές. Ευνοεί επίσης τους έχοντες και κατέχοντες. Ευνοεί την επανάληψη πολιτικών δοκιµασµένων και αποτυχηµένων: στην διοίκηση, στην οικονοµία, στην κοινωνική αρωγή, στον πολιτισµό. Τα ίδια ισχύουν και για τους δηµότες που έχουν δραστηριοποιηθεί σε πολιτισµικές δραστηριότητες, όπως το θέατρο ή ο κινηµατογράφος, σε γυναικείες οργανώσεις, σ’ άλλες µορφές συλλογικής δραστηριότητας, οι οποίοι προτάσσουν την συµµετοχή, την ισότητα, την ανάπτυξη ιδιαίτερων και χαρακτηριστικών πνευµατικών διαστάσεων στην αισθητική, στη φύση. Ισχύουν για όλους όσους δέχονται ότι αντικείµενο της πολιτικής

µπορεί να γίνει ο πολιτισµός, δηλαδή οι αξίες, οι κανόνες, µε τους οποίους «παράγουµε» αλλά και προσλαµβάνουµε τις σχέσεις µε τους συνανθρώπους νησιώτες συµπατριώτες µας –και τους αλλοεθνείς που ζουν στη Νάξο– και την ειδική και ιδιαίτερη σχέση µας µε το περιβάλλον. Χώρος, χρόνος, περιβάλλον, καθηµερινή ζωή, πληροφόρηση, τα ζητήµατα της ταυτότητας, συλλογικής και ατοµικής, οι ανθρώπινες σχέσεις, η περιφρούρηση, γιατί όχι και η ανάπτυξη, της τοπικής παραγωγής και του παραδοσιακού τρόπου διατροφής, η διάσωση ζωτικών παραδοσιακών χώρων, και πολλά άλλα, µπορούν να γίνουν πεδία αµφισβήτησης, αντιπαράθεσης, διαπραγµάτευσης, µετασχηµατισµού. Το να ζεις στο ∆ήµο ενός νησιού, σ’ ένα χωριό του, µπορεί να αποτελεί τις µέρες µας προνόµιο. Σίγουρα είναι! Αυτή η προνοµιακή κατάσταση δεν αρκεί πλέον! Το ότι ζούµε σ’ ένα νησιωτικό δήµο, αυτό το διακριτικό χαρακτηριστικό, σηµαίνει ότι πρέπει να είµαστε σε θέση να διαχειριζόµαστε αυτόν τον ∆ήµο, αυτή την Κοινότητα, µε τρόπο συλλογικό, οικολογικά ορθότερο, µε ανθρωπιστική συµπεριφορά και περισσότερη αλληλεγγύη ανάµεσά µας, κι απέναντι στις σηµερινές και τις µελλοντικές γενιές. Σηµαίνει ότι σεβόµαστε το τοπικό µε τρόπο συνολικό, συνεκτικό, µε διάρκεια. Η όποια αλλαγή ενδυµασίας στη Ν. ∆. και στο ΠΑ. Σο. Κ, ούτε αλλαγή νοοτροπίας δηλώνει, ούτε, πολύ περισσότερο, ανανέωση στις ιδέες και στην πολιτική πρακτική. ∆εν µπορεί επί τριάντα χρόνια η Αριστερά να γίνεται το δεκανίκι ή, ακόµα χειρότερα, το όχηµα της συντήρησης στη Νάξο. Κι εδώ, στη προκειµένη περίπτωση, µιλάµε για συµβιβασµό και µόνο!!! Τουλάχιστον, να γνωρίζουµε τους λόγους… Αν όµως η «Κίνηση» αποφασίσει να λάβει µέρος στις εκλογές, είναι η ορθότερη επιλογή απ’ όσες δυνατότητες διαθέτει, προτείνω να είναι υποψήφιος ∆ήµαρχος Γυναίκα, κι ένα εναλλακτικό ψηφοδέλτιο που θ’ αποτελείται, το δυνατό, από ανθρώπους της νεότερης γενιάς. «Θάλασσα, Ήλιος, Ελευθερία»!!!

36

∞ÔηٿÛÙ·ÛË Ù˘ ÔÈÎÔÏÔÁÈ΋˜ ÈÛÔÚÚÔ›·˜ ÛÙÔ ª·˘ÚÔ‚Ô‡ÓÈ, ÙËÓ ˘„ËÏfiÙÂÚË ÎÔÚ˘Ê‹ ÙÔ˘ fiÚÔ˘˜ ∫fiÚˆÓÔ˜ Ο Γιάννης Φλ. Μπαρδάνης, ένας Ναξιώτης µε συνείδηση, κάτοικος Απεράθου, σµυριδεργάτης, µε αίτησή του προς τον ∆ήµο ∆ρυµαλίας ζητά την «αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας στο Μαυροβούνι», την υψηλότερη κορυφή του όρους Κόρωνος. Οι θέσεις τις οποίες εκθέτει στο ∆ήµο και στις οποίες θεµελιώνει την επιχειρηµατολογία του και το αίτηµά του είναι οι ακόλουθες: Από τις φωτιές που άναψαν κτηνοτρόφοι τα προηγούµενα χρόνια καταστράφηκαν τριακόσια στρέµµατα, βόρεια, δυτικά και νότια της κορυφής. Στις 28 Μαρτίου του 2005 πυρκαγιά κατέκαψε εκατό στρέµµατα που είχαν αποµείνει στις απότοµες πλαγιές της κορυφής. Σήµερα το Μαυροβούνι είναι µια έκταση τετρακοσίων στρεµµάτων µε απότοµες κλίσεις, µε σχιστολιθικά σαθρά εδάφη, κοινώς «πάσπαροι», που δεν απορροφούν το νερό της βροχής σε µεγάλο βάθος, µε καµένα και κατεστραµµένα τα φυσικά της φράγµατα, δηλαδή φρύγανα, αστιβές, ρείκια, θυµάρια, αξαριές, φόνοι, ασπαρλιές καθώς και λίγα σφεντάµια και πρινιές. «Ποιος θα συγκρατήσει τώρα το νερό και το χώµα της κορυφής;» Κάτω από το Μαυροβούνι βρίσκονται τα χωριά Κόρωνος και Σκαδό. Αυτόν τον χειµώνα από το νεκροταφείο της Κορώνου µέχρι το Σκαδό ίσως γίνουν µεγάλες καταστροφές. Ας µη ξεχνάµε τι έγινε παλαιότερα στην Κωµιακή και πρόσφατα στο Φιλότι. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις το νερό και το χώµα δεν ήταν δυνατό να συγκρατηθούν πλέον γιατί είχαν καταστραφεί τα φυσικά φράγµατα στις απότοµες πλαγιές εξαιτίας πυρκαγιών πάνω από το χωριό Κωµιακή και εξαιτίας της υπερβόσκησης πάνω από το Φιλότι, στη θέση Λαγκάδα. Το Μαυροβούνι αλλά και τ’ άλλα βουνά της Νάξου πρέπει να πρασινίσουν ξανά και αυτό να συµβεί το ταχύτερο δυνατό, άσχετα µε το αν και σε ποιους ανήκουν. Πέρα από την απαγόρευση της βόσκησης η κορυφή πρέπει να κλείσει µε συρµατόπλεγµα για να µην µπαίνουνε µέσα ζα και πρόβατα αυτό το χειµώνα ώστε να ξαναγίνει η βλά-

στηση. Παράλληλα να γίνουν προσπάθειες εµπλουτισµού της χλωρίδας µε σπόρους από άγρια είδη που µπορούν να υπάρξουν στον συγκεκριµένο χώρο. Μέσα από τη πλαγιά που κάηκε περνούν δυο µονοπάτια όπου από την Απείρανθο πηγαίνουµε στην Αΐά και στο Σκαδό, τα οποία πρέπει να παραµείνουν προσπελάσιµα για κείνους που τα περπατάνε. Κατά την εκτέλεση των έργων είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν εθελοντές κι έτσι οι οικονοµικές δαπάνες θα είναι ελάχιστες. «Κάντε µε να νοιώσω ότι δεν είµαι µόνος σ’ αυτόν τον αγώνα»! καλεί ο Ιωάννης Φλώρου Μπαρδάνης, όχι µόνο το ∆ήµο της ∆ρυµαλίας να λάβει τα µέτρα τα οποία οφείλει, αλλά και όλους εµάς, όπου κι αν κατοικούµε να κινητοποιηθούµε, να συντρέξουµε, να αφυπνισθούµε, επιτέλους! Τι κάνει, πώς ενεργεί ο κ. Γιάννης Μπαρδάνης; Πρώτα εντοπίζει το πρόβληµα. ∆εύτερο, προσµετρά τις διαστάσεις του προβλήµατος, τις παραµέτρους του. Τρίτο, κατέχει ένα σύνολο προτάσεων για την επίλυσή του: αυτές είναι συναφείς µε το πρόβληµα. Τέταρτο, απευθύνεται στις αρχές. Αυτές δηµιούργησαν το πρόβληµα, µε τις πράξεις ή τις παραλήψεις τους. Αυτές έχουν την δυνατότητα να επιληφθούν και να κινήσουν τις διαδικασίες, εκείνες που θα οδηγήσουν στην επίλυσή του. Αλλά η δράση του συνειδητού πολίτη δεν σταµατά εδώ: θα λάβει µέρος και ο ίδιος στη λύση του προβλήµατος και θα καλέσει και τους άλλους πολίτες να µην παραµένουν αδρανείς και αµέτοχοι, περιµένοντας … τη λύση, αλλά να ενεργοποιηθούν εργαζόµενοι µε βάση τις αρχές του εθελοντισµού. Μήπως αυτή η µορφή δράσης είναι εκείνη που πρέπει να υιοθετηθεί από την Περιβαλλοντική Κίνηση, αντί της µετωπικής σύγκρουσης, της προσφυγής σε δικαστήρια, αποφεύγοντας µεγαλόστοµες και φαφλατάδικες διακηρύξεις, ανεπαρκείς κινητοποιήσεις, δράσεις που παραµένουν ανολοκλήρωτες και δεν οδηγούν στα επιθυµητά αποτελέσµατα;

Νάξος, Απρίλης – Μάης του 2005

Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός 37

Ευχαριστούµε τον κ. Νικόλαο Κρητικό, διευθυντή του Β΄ Γυµνασίου Νάξου, για τη βοήθειά του στην έκδοση του π. Φλέα.

¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ˘ πÛÙÔÚÈÎÔ‡ √ Ì › ÏÔ ˘ ¡ ¿Í Ô ˘ ∞ ƒ ™ fi ™ — ∞ Â Ú ¿ ı Ô ˘

Αν θέλετε να έχετε επαφή µε τον «Αρσό» και το π. «Φλέα» µπορείτε να επικοινωνήσετε µε τους: Στέλιο Ν. Μαρινάκη, Φυγαλίας 11, 114 47 Γαλάτσι ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-2913.127, 6934527618) Νίκο Βασ. Φραγκίσκο, Ελ. Βενιζέλου 152, 123 51 Αγ. Βαρβάρα ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-5451.339, 22850-24.658) Κώστα Αντ. Κατσουρό, Μπουκουβάλα 8, 114 71 Αθήνα ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-6423.783, 22850-22.974, 6934435010) Ευχαριστούµε τον τυπογράφο κ. Λουκά Μιχαλόπουλο, τον φίλο µας, για την προσφορά του

flea-06.pdf

θα πορευθούν στην Επανάσταση του 1821 με ελεύθερους Έλληνες, για να. ανασυστήσουν την αυτοκρατορία των Ρωμαίων, όπως πίστευαν, και, τελικά,.

506KB Sizes 91 Downloads 270 Views

Recommend Documents

No documents