ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΝΑΞΟΥ «ΑΡΣόΣ»

¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ˘ πÛÙÔÚÈÎÔ‡ √ Ì › ÏÔ ˘ ¡ ¿Í Ô ˘ ∞ ƒ ™ fi ™ — ∞ Â Ú ¿ ı Ô ˘

Τεύχος 9, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006

¶ ∂ ƒ π ∂ Ã √ ª ∂ ¡ ∞

Γεώργιος Δημητροκάλλης, Η λατρεία του Αγίου Φωκά στη Βυζαντινή Νάξο ........................................................................

7

Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Αναζητώντας τον Μάρκο Α΄ Σανούδο..........

9

Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Δύο επιγραφές στη Νάξο του 13ου αιώνα .. 44 Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, 3000 μουζούρια σιτάρι και 2000 μουζούρια κριθάρι, εισαγωγή από την Κρήτη στη Νάξο, αρχές του 13ου αιώνα .................................................................... 47 Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Ναξιακή κοινωνία και νοοτροπίες: Οικειοποίησiς αλλοτρίου εδάφους, οικοπεδοφάγοι, «οι αυθαιρέτως ιδιοποιούμενοι ξένην ιδιοκτησίαν, καταπατητάδες αλλοτρίων δικαιωμάτων», από τον 17ο αιώνα μέχρι…; .......................................................... 49 Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, O Nικόλαος Μαυρογένης, η Νάξος και η «Φλέα» ............................................................................................ 55

Τιμή τεύχους 0,001 ευρώ Συνδρομές εσωτερικού, εξωτερικού 20 ευρώ Συνδρομές ΟΤΑ, Οργανισμών, Νομικών Προσώπων, Επιχειρήσεων, Συλλόγων 40 ευρώ

3

Στο εξώφυλλο και τη δεύτερη σελίδα: Τοιχογραφίες από τον Άγιο Παχώμιο Απεράθου. Το εξώφυλλο του τεύχους 8 σχεδίασε ο Στέλιος Ν. Μαρινάκης

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΚΑΛΛΗΣ

∏ §∞Δƒ∂π∞ Δ√À ∞°π√À ºø∫∞ ™Δ∏ μÀ∑∞¡Δπ¡∏ ¡∞•√* ο ότι ο σχεδόν άγνωστος σήμερα Άγιος Φωκάς υπήρξε - πριν απ’ τον Άγιο Νικόλαο – προστάτης των θαλασσινών και των ναυτιλλομένων, είναι κάτι το γνωστό και σχεδόν εξαντλημένο1. Εκείνο που δεν ήταν γνωστό και που κανείς δεν υποπτευόταν, είναι η έκταση της λατρείας του Αγίου σ’ όλο τον ελληνικό νησιωτικό χώρο και κυρίως στο Αιγαίο2. Στη Νάξο, που ο βυζαντινός της κόσμος συνέχεια μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, η λατρεία του Αγίου φαίνεται να υπήρξε σε εκπληκτικό βαθμό διαδεδομένη, μια και τουλάχιστον πέντε ή έξι ναοί ήταν αφιερωμένοι σ’ αυτόν. Απ’ αυτούς τους παραπάνω όμως ναούς, μόνο ένας, που βρίσκεται στην παραθαλάσσια περιοχή Αρέλ(λ)ες, κοντά στον Απόλλωνα, και που ο λαός ονομάζει Άη Φωκά, σώζεται3. Aλλά τοπωνύμια Άις Φωκάς, που αποδεικνύουν ότι εκεί άλλοτε υπήρξαν ναοί του Αγίου, υπάρχουν σε τρία χωριά της Νάξου:

Τ

* Αναδημοσιεύεται από τη «Λαογραφία. Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας», τόμ. Λ΄, Αθήνα 1975-76. 1. Απ’ την πλούσια ελληνική βιβλιογραφία, ενδεικτικά αναφέρω: Φ. Κουκουλέ, Εκ του ναυτικού βίου των βυζαντινών. Επ. Ετ. Βυζ. Σπ. Τόμ. ΚΑ΄ (1951), σ. 3-48. Του αυτού, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Ε΄, Αθήναι 1952, σ. 352-354, 384-385. Στ. Λυκούδη, Οι κατά την θρησκευτικήν πίστιν, την κατά την αρχαιότητα και τους χριστιανικούς χρόνους πάτρωνες των ναυτικών μας, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. ΙΑ΄ (1936), σ. 418-419. Του αυτού, Ο Άγιος Φωκάς και η Αγία Πελαγία, «Ήλιος», τόμ. Η΄ (1948), σ. 434. Ν. Οικονομίδης, Άγιος Φωκάς ο Σινωπεύς. Λατρεία και διάδοσις αυτής, Αρχείον Πόντου, τόμ. ΙΖ΄ (1952), σ. 184-210, όπου και εκτεταμένη ξένη βιβλιογραφία. Ν. Πολίτου, Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Α΄, σ. 95. Κ. Ρωμαίου, Κοντά στις ρίζες, Αθήναι 1959, σ. 115-116. 2. Απ’ ότι ξέρω πρώτος ο Φ. Κουκουλές (ένθ. αν., σ. 385) παρετήρησε ότι: «Διά τον λόγον τούτον ακρωτήριά τινα των Κυκλάδων φέρουσι το όνομα του αγίου Φωκά, εκ του άλλοτε εν αυτοίς ιδρυμένου ναΐσκου του αγίου», ενώ μεταγενέστερα ο Ν. Οικονομίδης (ένθ. αν., σ. 203), μνημονεύει την ύπαρξη τοπωνυμίων Άγιος Φωκάς στη Σκύρο, τη Λακωνία, την Κω και την Πάρο. Σ’ όλες όμως αυτές τις θέσεις σώζονται αντίστοιχα και ναΐσκοι του Αγίου Φωκά. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή μου στο ΙΕ΄ Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο ασχολήθηκα με τα λείψανα της λατρείας του Αγίου Φωκά στον ελληνικό νησιωτικό χώρο, αναφέροντας δεκάδες αγνώστων ναΐσκων του Αγίου καθώς και τοπωνύμια (ακρωτήρια, νησάκια κλπ.), αποδεικνύοντας ακόμα ότι το Φωκάς εξακολουθεί να είναι κύριο όνομα, τόσο ανδρικό (Φωκάς), όσο και γυναικείο (Φωκαίνα). 3. Κ. Κορρέ, Η επισκευή του ιερού ναού των Αγίων Θεοδώρων και αι παλαιαί εκκλησίαι της Κωμιακής, εφ. «Ναξιακόν Μέλλον», φ. 366 (Φεβρ. 1974), σ. 1-2. Ν. Κεφαλληνιάδου, Οι εκκλησίες της Νάξου και οι θρύλοι των, τόμ. Α΄, Αθήναι 1971, σ. 148.

5

στο Φιλώτι, στ’ Αγγίδια και στις Μέλανες4, ενώ στο χωριό Εγκαρές υπάρχει το τοπωνύμιο Άις Φουκάς5. Σε δημοσιευμένο ναξιακό έγγραφο του 1684 αναφέρεται και ο Άγιος Φηκάς6 (τοπωνύμιο ή ίσως και ναός), που φαίνεται να είναι διαφορετικός απ’ τους προηγούμενους. Τον Άγιο Φωκά τον συναντούμε ακόμα και σε μια τοιχογραφία7 του μικρού ναού του Αγίου Γεωργίου του Διασορίτου, του ΙΑ΄-ΙΒ΄ αιώνα8, περίπτωση αρκετά σπάνια και ασυνήθιστη, μια και τοιχογραφίες του Αγίου συναντούμε σπανιώτατα σε ναούς με μικρές τοιχογραφημένες επιφάνειες. Αξίξει ακόμα να υπογραμμιστεί ότι στη νήσο και μέχρι τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα σωζόντουσαν λείψανα του Αγίου9. Αλλά και το επίθετο Φωκάς ήταν φαίνεται κοινό στη Νάξο. Στο χωριό Γαλανάδος υπάρχει το τοπωνύμιο «του Φωκά το περιβόλι»10, ενώ από δημοσιευμένα έγγραφα μας είναι γνωστοί ο Φικάς Αγουστής (1630)11, οι Μανόλης και Γρίφος Φυκάς (1687)12 και ο Μαθαίος Φικάς (1672)13, αν και ο τελευταίος, εγκατεστημένος μόνιμα στη Νάξο, καταγόταν απ’ τη Χίο. Τα στοιχεία του σύντομου αυτού σημειώματος είναι αρκετά για ν’ αποδείξουν την έκταση της λατρείας του Αγίου στη Βυζαντινή Νάξο, πιστεύω όμως ότι οι αρχαιολογικές έρευνες και η δημοσίευση κι άλλων εγγράφων θα μας δώσουν κι άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

4. Α. Κατσουρού, Τοπωνύμια της Νάξου, Ναξιακόν Αρχείον, τόμ. Α΄ (1947), σ. 196. 5. Α. Κατσουρού, Τοπωνύμια της Νάξου, ένθ. αν., σ. 196. 6. Ι. Βισβίζη, Τινά περί των προικώων εγγράφων κατά την Βενετοκρατίαν και την Τουρκοκρατίαν, Επετ. Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας Ελλην. Δικαίου, τόμ. ΙΒ΄ (1965), σ.90. 7. Γ. Δημητροκάλλη, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Διασορίτου της Τραγαίας Νάξου, Τεχνικά Χρονικά (Γενική Έκδοσις), Νο 217 (Αύγουστος 1962), σ. 21. Του αυτού, Συμβολαί εις την μελέτην των Βυζαντινών Μνημείων της Νάξου, τόμ. Α΄, Αθήναι 1972, σ. 44. Ο Άγιος Φωκάς εικονίζεται στο χώρο του ιερού (νοτιοανατολικός πεσσός) σαν ιεράρχης, όπως άλλωστε και πάλι μεταγενέστερα αναφέρει η Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης του Διονυσίου του εκ Φουρνά. 8. Γ. Δημητροκάλλη, ένθ. αν., σ. 54-57. Του αυτού, Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ένθ. αν., σ. 23-24. 9. Ν. Κεφαλληνιάδου, Οι εκκλησίες της Νάξου και οι θρύλοι των, εφ.«Κυκλαδικόν Φως», φ. 332 (Φεβρ. 1976), σ. 12. Πρόκειται για αγορά λειψάνων του Αγίου Φωκά και άλλων αγίων, που έγινε με νοταριακό έγγραφο στις 18 Ιανουαρίου 1828. Τα λείψανα αγόρασε κάποιος «παπά κυρ Δημήτριος Καστρήνσιος Γρηγορόπουλο». 10. Α. Κατσουρού, ένθ. αν., σ. 133. 11. Α. Κατσουρού, Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αιώνος, Επετ. Εταιρ. Κυκλαδικών Μελετών, τόμ. Ζ΄, (1968), σ. 116, 117, 335. 12. Π. Ζερλέντου, Φεουδαλική Πολιτεία εν τη νήσω Νάξω, Ερμούπολις 1925, σ. 71. Ν. Κεφαλληνιάδου, Η Ιερά Μονή Παναγίας της Υψηλοτέρας εις Εγκαρές Νάξου, Νάξος 1966, σ. 16. Μ. Μαρκόπολι, Δραματικόν επεισόδιον της Ναξιακής Ιστορίας, Νάξος 1893, σ. 17. 13. Α. Κατσουρού, Οι Τούρκοι της Νάξου, Επετ. Εταιρ. Κυκλαδικών Μελετών, τόμ. Θ΄ (1971-73), σ. 166.

6

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΤ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ

∞¡∞∑∏Δø¡Δ∞™ Δ√¡ ª∞ƒ∫√ ∞ã ™∞¡√À¢√: ∏ ∂¢ƒ∞πø™∏ Δ√À ¢√À∫∞Δ√À ¡∞•√À ∫∞π ∞¡¢ƒ√À (∞π°∞π√À ¶∂§∞°√À™) Υποθέσεις εργασίας. Στη μνήμη Κοκωνιάς Αντ. Κατσουρού

Π

ΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ο Μάρκος Α΄ Σανούδος, ο ιδρυτής του δουκάτου Νάξου και Άνδρου, που με το πέρασμα του χρόνου έμεινε γνωστό ως δουκάτο του Αρχιπελάγους ή του Αιγαίου Πελάγους; Το πρόβλημα μ’ αυτόν είναι ότι τον αντιμετωπίζουμε ως δεδομένο. Δεν τον αναζητάμε. Στη Νάξο, την πρωτεύουσα του δουκάτου1, που ιδρύθηκε μετά την εκπόρθηση της Κωνσταντινουπόλεως από τα σταυροφορικά στρατεύματα το 1204, όποιον κι αν ρωτήσεις για τα μνημεία της μεσαιωνικής εποχής, το Κάστρο στη Χώρα και τα κτίσματα που περικλείει, θα σου απαντήσει ότι όλα αυτά έγιναν από τον Μάρκο Σανούδο. Αλλά και στ’ άλλα νησιά έχουν παρόμοια γνώμη για τα μεσαιωνικά μνημεία που διασώθηκαν σ’ αυτά. Θεωρείται γνωστός, καθημερινός, σχεδόν οικείος. Όμως κανείς απ’ αυτούς που τον είδαν και τον έζησαν δεν άφησε στους μεταγενέστερους κάποια περιγραφή, κάποια πληροφορία ή μαρτυρία, ικανή να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του, να μιλήσει για τον χαρακτήρα του, τις σκέψεις, τα σχέδιά του. Στην πραγματικότητα «την εικόνα που έχουμε για τον Μάρκο Σανούδο την οφείλουμε στον ιησουίτη Ροβέρτο Saulger»2. Ερωτήματα δεν θέτουμε, υποθέσεις δεν κάνουμε για τα έργα και τις ημέρες του. Την κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά την εποχή της κατάκτησής τους, αρχές του 13ου αι., δεν την γνωρίζουμε. Πηγές, από τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι., μετά την κατάκτηση δηλαδή, δεν μας είναι γνωστές: δεν έχει βρεθεί γραπτή μαρτυρία ή μνημείο στη Νάξο, ή σ’ άλλο νησί, που ασφαλώς να μαρτυρούν όλα όσα, ή έστω κάποια απ’ αυτά, ο Μάρκος Α΄ Σανούδος έπραξε κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του. Οι πληροφορίες, λοιπόν, τις οποίες έχουμε στη διάθεσή μας για το περιβάλλον των Κυκλάδων νήσων και του Αιγαίου Πελάγους, για την κοινωνική, την οικονομική δομή, τους δι1. Όπως τη θέλει να είναι πριν από κάθε άλλη πηγή ο Saulger και η τοπική παράδοση, βλ. R. Saulger, Ιστορία των Αρχαίων Δουκών και των λοιπών ηγεμόνων του Αιγαίου Πελάγους, εν Ερμουπόλει Σύρου 1878, αναδημοσιεύτηκε στο π. Απεραθίτικα, 11, 1992. 2. Ben J. Slot, Ένα δίπλωμα του Μάρκου Α΄ Σανούδου. Η παραχώρηση του μοναστηριού του Σωτήρα Χριστού, του Φωτοδότη, στο τάγμα των Βενεδικτίνων, π. Φλέα, τ. 7, 2005.

7

καιϊκούς θεσμούς, τις συνήθειες και τις νοοτροπίες των Κυκλαδιτών κατοίκων της βυζαντινής επαρχιώτικης νησιωτικής κοινωνίας, είναι ελλιπέστατες και δεν επαρκούν για να κατανοήσουμε αυτό που ακριβώς συνέβη: την κατάκτηση και κυρίως την εδραίωση της λατινικής νησιωτικής ηγεμονίας, αυτόν τον τύπο αποικιακού «μοντέλου» που εγκαθιδρύθηκε μετά την κατάκτηση. Οι πληροφορίες τις οποίες έχουμε στη διάθεσή μας για τον Μάρκο Σανούδο3, προέρχονται από χρονογραφίες, Βενετών κυρίως, του δέκατου έκτου αιώνα. Οι χρονογράφοι που, ίσως, άσκησαν μεγαλύτερη επίδραση στους μεταγενέστερους μελετητές ήταν ο δόγης Ανδρέας Dandolo, ο Enrico Dandolo, ο Ντανιέλε Barbaro, ο Μάρκο Barbaro αλλά και ο Αντώνης Καλλέργης. Ωστόσο, το αν και κατά πόσο είναι αξιόπιστες οι ειδήσεις τις οποίες μεταδίδουν είναι ένα ζήτημα προς έρευνα. Οι νεότεροι ερευνητές επαναλαμβάνουν για τον Μάρκο Α΄ Σανούδο όσα τα χρονικά πρωθύστερα του είχαν αποδώσει4. Είχε γίνει αποδεκτή η «τάση», τα συστατικά και δομικά γνωρίσματα που διαμόρφωνε η ηγεμονία αυτή κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της, είτε επρόκειτο για τη διανομή της γης σε φέουδα, είτε για την εγκατάσταση Λατίνων – και ποιών; - στις Κυκλάδες νήσους, να τοποθετούνται την εποχή της ίδρυσής της, και να αποδίδονται προσωπικά στον Μάρκο Α΄. Όλα είχαν γίνει απ’ αυτόν. Όλα είχαν καθαγιασθεί απ’ αυτόν. Λειτούργησε, κυρίως για την εγχώρια παραδοσιακή αφήγηση, το εγχώριο ιδεολόγημα, ως νομιμοποιητική δύναμη για την πολιτεία όλων των 3. Για τους Σανούδους έγραψαν οι Κυκλαδίτες Ανδρέας Λεντάκης, Το αρχοντολόϊ της Μήλου και τα οικόσημά του, Μηλιακά, τόμ. Α΄, και Ιάκωβος Ναυπλιώτης-Σαραντηνός, Το δουκάτο της Νάξου και η δυναστεία των Σανούδων, Δελτίον Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος, τ.6, 1986. Κυρίως οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την πάρα πολύ σημαντική μελέτη του Ben J. Slot η οποία δημοσιεύθηκε στο τ. 7 του περιοδικού μας. 4. Υπήρχε ανέκαθεν προβληματισμός για τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά της «φεουδαλικής πολιτείας» που εγκαθιδρύθηκε στις Κυκλάδες μετά την κατάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον συνασπισμό στρατιωτικών και πολιτικών δυνάμεων της Δύσεως. Την αφορμή για τη συγγραφή αυτού του πονήματος, που δεν προσκομίζει καινούρια στοιχεία, αλλά προσπαθεί με την αναδίφηση των ήδη γνωστών και δημοσιευμένων να συνθέσει μια εικόνα της εποχής, στην οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα της κατάκτησης και της εδραίωσης της ηγεμονίας των Σανούδων, όσο γίνεται πιο συνεκτική, και κατά συνέπεια πιο πειστική, την έδωσε η μελέτη της κυρίας Ευτυχίας Η. Παπαδοπούλου, Μαρίνος Σανούδος Τορσέλο. Ιστορία της Ρωμανίας, Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 2000. Όμως οι πληροφορίες του αείμνηστου Νίκου Σβορώνου και της καθηγήτριας και διευθύντριας του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας κυρίας Χρύσας Μαλτέζου για τους «αρχοντορωμαίους» της Κρήτης και τη σχέση τους με τον Μάρκο Α΄ Σανούδο, έδωσαν την ώθηση για την αναδίφηση της βιβλιογραφίας. Κάποιες παρατηρήσεις και σκέψεις του γράφοντος παρακολουθούν τα γεγονότα. Η μαθητεία αυτή έδωσε ήδη τα εξής κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε προηγούμενα τεύχη του περιοδικού: «Η συνήθεια της προτίμησης στη Νάξο τον 16ο και τον 17ο αι.» (τ. 1), «Ατσιπάπη Κορώνου», «Bologna – Belegno – Μπελώνια» (τ. 3), «Η Ταραχή των Σχισματικών της Νάξου και η εξέγερση των Μηλίων», «Μισό – della mita di Nicosia – νησίν ήγου στον Ξερόκαμπο» (τ. 5), «Το 727 και η Εικονομαχία. Η Νάξος κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων (7ος- 9ος αι.). Υποθέσεις εργασίας» (τ. 6). Η μαθητεία δεν σταματά εδώ: συνεχίζεται και οι εργασίες που θα προκύψουν θα δημοσιευθούν, πιθανότατα, στα επόμενα τεύχη του περιοδικού.

8

μεταγενέστερων ηγεμόνων, ακόμη και για κείνους για τους οποίους υπάρχουν ειδήσεις από γραπτές πηγές: αλλά, πλέον, διαφορετικοί ήταν οι πρωταγωνιστές και η σχέση αυτών των τελευταίων, η πολιτική συνέχεια δηλαδή, με τον ιδρυτή του δουκάτου Νάξου και Άνδρου δεν έχει μέχρι σήμερα ερευνηθεί και εξακριβωθεί. Οι ιστορίες των Γκριμάλντι και Κούρτιου, ακολουθώντας τον Saulger, διαμορφώθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο, κι αρκετοί είναι οι προβληματισμοί οι οποίοι τίθενται όσον αφορά την αξιοπιστία των πληροφοριών τους. Αλλά κι οι Περικλής Γ. Ζερλέντης, Μιχαήλ Ιακ. Μαρκόπολις κι ο Δημήτρης Π. Πασχάλης, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν απ’ αυτή την «τάση», απ’ αυτή τη λογική. Η «τάση» συνεχίζει την πορεία της ως τις μέρες μας, ανεξέλεγκτη, χωρίς να τίθεται το ερώτημα: ποια και πόσα απ’ αυτά, που «πρωθύστερα» αποδίδονται στον Μάρκο Α΄ Σανούδο, οφείλονται σ’ αυτόν, ξεκίνησαν μαζί μ’ αυτόν, είναι δικά του έργα; Στην πραγματικότητα, τι γνωρίζουμε; Μια χρονολογία; Το 1207; Δεν είμαστε απολύτως βέβαιοι. Την εκστρατεία στην Κρήτη, τη συνθήκη ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Βενετούς της Κρήτης. Κάποιου είδους πληροφόρηση για την εκστρατεία στη Σμύρνη. Ακόμα, έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις αν το βυζαντινό Κάστρο τ’ Απαλίρου, στη Νάξο, ήταν το κάστρο που εκπόρθησε. Πληροφορίες για γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της δικής του διακυβέρνησης, είκοσι ένα χρόνων, είναι ασαφείς και αδιευκρίνιστες. Μια μόνο βεβαιότητα: μετά την έναρξη των επιχειρήσεων για την κατάκτηση των Κυκλάδων νήσων από τους βενετούς κονκισταδόρους η κοινωνική δομή κι ο κοινωνικός ιστός θα υποστούν τέτοιες μεταβολές ώστε δεν θα θυμίζουν την προηγούμενη κατάσταση! Στην βυζαντινή νησιωτική επαρχία κάθε τομέας, είτε πρόκειται για τον θεσμικό είτε τον κοινωνικό, τον οικονομικό ή τον πολιτισμικό, δεν θα επανέλθει και δεν θα λειτουργήσει όπως είχε θεσπισθεί από την των Βυζαντινών πολιτεία. Η σχέση του Μάρκου Α΄ Σανούδου με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κρήτη, αμέσως μετά την κατάκτησή της από τη Βενετία, οι συμφωνίες τις οποίες συνήψε με τους Έλληνες άρχοντες της βυζαντινής Κρήτης, η συμφωνία του κυρίως με τους Βενετούς, μας επιτρέπουν ν’ αντιληφθούμε ως ένα βαθμό, την πορεία που ακολούθησε η εμπέδωση της λατινικής ηγεμονίας στο Αιγαίο Πέλαγος, καθώς και το ρόλο που διαδραμάτισαν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές αυτής της εδραίωσης. Στα τέλη του 1212 ή στις αρχές του 1213 επιστρέφοντας από την Κρήτη στα νησιά που ήδη είχε κατακτήσει, το πιθανότερο στη Νάξο, ο Μάρκος Σανούδος έφερε μαζί του είκοσι αρχοντόπουλα, μέλη των αρχοντικών οικογενειών που κατάγονταν από το περίβλεπτο γένος των Ρωμαίων. Αρχικά, είχε κληθεί από τον βενετό δούκα της Κρήτης Ιάκωβο Tiepolo να βοηθήσει στην καταστολή της εξέγερσης που είχε ξεσπάσει το 1211 στην ανατολική Κρήτη. Η εξέγερση κατεστάλη, αλλά οι Βενετοί φάνηκαν ασυνεπείς και δεν τήρησαν τους όρους της συμφωνίας με τον Σανούδο. Ο τελευταίος ήρθε σε επαφή και 9

συνεννόηση με τους Ρωμαίους Κρητικούς άρχοντες, ειδικά με τον Σεβαστό Σκορδίλη, κατέλαβαν τον Χάνδακα και το σύνολο της νήσου. Η αποχώρησή του από την Κρήτη έγινε με διαπραγματεύσεις ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Βενετούς. Ένας από τους όρους ήταν να πάρει 20 ευγενείς από τις οικογένειες των «αρχοντορωμαίων», αυτούς που στην Κρήτη αποκαλούσαν αρχοντόπουλα. Έτσι έφθασαν στις Κυκλάδες, για πρώτη φορά, ίσως, Αργυροί, Βαρούχαι, Γαβαλάδες, Αρχολέοντες ή Αρκολέοι, Σκορδίλαι, Μελισσηνοί, Καφάτοι, Μουσούροι, Βλαστοί, Χορτάτζαι, Φωκάδες, Λίτινοι, ή κάποιοι από τις οικογένειες αυτές. Και καλά να πάρει τόνους δημητριακά που είχε έλλειψη(;) το δουκάτο του, ή και για να τα εμπορευθεί ο ίδιος, ή για άλλη χρήση, γαλέρες να επιστρέψει στα νησιά του, μερικές χιλιάδες υπέρπυρα και κάποια φέουδα στην Κρήτη. Τους «αρχοντορωμαίους», «τα ευγενή και καθαρά των γενών», τους άρχοντες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί εκτάσεις γης στην Κρήτη από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως τουλάχιστον οι ίδιοι διατείνονταν, που φημίζονταν για την γενναιότητά τους κι ασκούσαν ιδιαίτερη επίδραση στον εγχώριο πληθυσμό, τα αρχοντόπουλα, για ποιον ή για ποιους λόγους τους έφερε στη Νάξο και στις Κυκλάδες; Πού αποσκοπούσε; Ποια πολιτική υπαγόρευε αυτή την προτίμηση στους Έλληνες που κατάγονταν από τους ευγενείς εκ προγόνων του Βυζαντίου; Δεν θα ήταν φρονιμότερο να απευθυνθεί στους βενετούς συμπατριώτες του, όπως είχε συμφωνηθεί με τη Γαληνοτάτη, και να τους δώσει τα νησιά ως φέουδα; Σκόπευε να αθετήσει τη συμφωνία; Δεν υπήρχε ο αναγκαίος αριθμός nobili, ευγενών Λατίνων, Βενετών ή και Ελλήνων, που θα του επέτρεπε να οργανώσει και να εγκαθιδρύσει τον φεουδαλισμό στις Κυκλάδες; Ήθελε να τονίσει στους νησιωτικούς πληθυσμούς τον απογαλακτισμό του από την μητρόπολη, την madrepatria Βενετία; Να ενισχύσει την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του, στην εξουσία του και τη δυναστεία του; Να αποθαρρύνει την αποίκιση των νησιών από τη μεριά των βενετών συμπατριωτών του; Απέβλεπε σε μια ηγεμονία ελληνο-λατινική; Ή, να επαναφέρει, με την εγκατάστασή τους στη νεότευκτη ηγεμονία, μια ισορροπία που διαταράχθηκε εξαιτίας της δικής του επέμβασης στον αιγαιοπελαγίτικο χώρο; Υπήρχε κάποιο σχέδιο ή ενεργούσε κατά την περίσταση και τις εκάστοτε συγκυρίες; Μήπως οι πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις, τα οικονομικά δεδομένα της εποχής και οι ανεπάρκειες της νησιωτικής ηγεμονίας του τον υποχρέωσαν να ακολουθήσει μια πορεία την οποία δεν είχε διόλου διανοηθεί ότι θα ακολουθούσε; Δυστυχώς η αναδίφηση δεν περιλαμβάνει την έρευνα αρχειακού υλικού, αλλά στηρίζεται μόνο στην έρευνα και μελέτη της υπάρχουσας ιστοριογραφίας5. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν είμαι ειδικός μελετητής αυτής της περιόδου. Οι πληροφορίες τις οποίες έχω στη διάθεσή μου προέρχονται «από δεύτερο 5. Ευτυχία Η. Παπαδοπούλου, Μαρίνος Σανούδος Τορσέλο, ό. π.

10

χέρι». Μια τέτοια ενέργεια περικλείει κινδύνους, που είναι φυσικό να οξύνονται καθώς τα διαθέσιμα, «από δεύτερο χέρι», στοιχεία είναι ελλιπή, αποσπασματικά, με πολλές αντινομίες. Όμως, η έρευνα και μελέτη του ήδη δημοσιευμένου υλικού κρίνεται αναγκαία, ακριβώς για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, επειδή δηλαδή η υπάρχουσα ιστοριογραφία περικλείει κινδύνους, τις παραμέτρους των οποίων χρήσιμο είναι ν’ αρχίσουμε να διαλευκάνουμε. Στο μέτρο του δυνατού… Γιατί καλό είναι να έχουμε πάντα στο μυαλό μας, και να μην αποκλίνουμε από την πεποίθηση αυτή, ότι η ιστορία δεν κατανοείται από δεύτερο χέρι, δηλαδή μόνο από τη γνώση της βιβλιογραφίας, όσο προσεκτική και ενδελεχής κι αν είναι η μελέτη η οποία γίνεται: η πρωτογενής έρευνα είναι αναντικατάστατη. Η κατάκτηση των Κυκλάδων νήσων.

Ο ΜΑΡΚΟΣ Α΄ ΣΑΝΟΥΔΟΣ 1207-1228 ή 1210-1228 υπήρξε ο ιδρυτής του δουκάτου Νάξου και Άνδρου και πατέρας του Άγγελου Σανούδου. Δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα. Ένας πειρατής που τον ενδιέφερε το κούρσος και μόνο. Ή ένας έμπορος διψασμένος για κέρδος και μόνο. Ένας ακόμα ανάμεσα στους τόσους άλλους επήλυδες που κατέκλυσαν την Ρωμανία. Ήταν κάτι περισσότερο απ’ όλα αυτά. «Η οικογένειά του ονομαζόταν, σύμφωνα με μια παράδοση, ως τον 11ο αι., Καντιάνι, και οι ρίζες της έφθαναν μέχρι την ΄gens Livia’ της ρωμαϊκής επoχής. Η αλλαγή του ονόματος σε Σανούδους οφείλεται, πιθανότατα, είτε σε προοδευτική οικονομική παρακμή των Καντιάνι, που τους οδήγησε να παραχωρήσουν τη θέση τους σε κάποιο νεότερο κλάδο, είτε συγχωνεύθηκαν με επιγαμία με την άγνωστη οικογένεια των Σανούδων». Μέλη από διαφόρους κλάδους της οικογένειας διακρίθηκαν ή και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον κλάδο των επιχειρήσεων, στη δημόσια διοίκηση, αλλά και στον στρατιωτικό τομέα, τόσο στη μητρόπολη όσο και στις βενετικές κτήσεις του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου6. Ο ίδιος ο Μάρκος Σανούδος είχε πρόσφατα διακριθεί στο διπλωματικό πεδίο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον Βονιφάτιο του Μομφερράτου, από τους ηγήτορες της Δ΄ Σταυροφορίας, και τους Βενετούς για τη μεταβίβαση της Κρήτης στους τελευταίους7.

6. Στο ίδιο. 7.Ενώ o Μάρκος Σανούδος και οι διάδοχοί του βρίσκονται επικεφαλής του δουκάτου, άλλα μέλη της οικογένειας δραστηριοποιούνται στη Ρωμανία. Ο μισέρ Ιωάννης Σανούδος ήταν κυβερνήτης της βενετικής αρμάδας, διέμενε στη Ρωμανία και ταυτίζεται με τον συνώνυμό του Johannes Sanuto που υπογράφει ως μάρτυρας στις 25 Ιανουαρίου 1257 την πολεμική συμμαχία Βενετών και τριτημόριων της Εύβοιας εναντίον του πρίγκιπα της Αχαΐας. Είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ιωάννη, τον δευτερότοκο γιο του Μάρκου Α΄; Καπετάνιος στις γαλέρες της Εύβοιας, στη ναυμαχία της Δημητριάδας, εκλεγμένος με κοινή συναίνεση, ήταν ο μισέρ Φίλιππος Σανούδος, γιος του Λέοντα Σανούδου που το 1252-1254 είχε χρηματίσει βάϊλος της Εύβοιας κι είχε γίνει ονομαστός για τον τρόπο

11

Ο Κωνσταντινουπολίτης Μάρκος Σανούδος8 δεν είναι ο ιδρυτής του δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους, ούτε ήταν ο πατέρας του Μάρκου Α΄ αλλά, μάλλον, o παππούς του. Επρόκειτο για τον βενετό πρέσβη ο οποίος μεταξύ των ετών 1084 και 1085 πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευθεί την αναγνώριση της βενετικής κυριαρχίας στη Δαλματία και την Κροατία9. Αυτού του βενετού πρέσβη γιος ήταν ο Πέτρος Σανούδος, ο οποίος νυμφεύθηκε την αδελφή του δόγη Ερρίκου Δάνδολου (1192-1205) κι απέκτησε τρεις γιους, τον Βερνάρδο, τον Λεονάρδο και τον Μάρκο, τον μετέπειτα ιδρυτή του δουκάτου Νάξου και Άνδρου10. Όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρχε κι ένας τέταρτος, ο Στέφανος. Ωστόσο, δεν μάθαμε κάτι που να μας βοηθά να κατανοήσουμε την μετέπειτα πορεία του. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τον τόπο και την ημερομηνία της γέννησής του, την εξέλιξή του, ούτε και σε ποια ηλικία ήρθε στη Νάξο και κατέκτησε τις Κυκλάδες. «Κατακτητή των νησιών» τον αποκαλεί ο συγγραφέας της Ιστορίας της Ρωμανίας, συγγενής του, Μαρίνο Σανούδο Τορσέλλο. Η κατάκτηση πρέπει να θεωρηθεί γεγονός με ευρύτερη πολιτική, οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική και πολιτισμική σημασία για τις Κυκλάδες νήσους. Κι αυτό, επειδή, μετά από την περίοδο εκείνη που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Κυκλαδικός πολιτισμός, - την 3η χιλιετία π. Χ., εποχή δηλαδή που τα νησιά με τις δικές τους δυνατότητες δημιουργούν τον ξεχωριστό εκείνο πολιτισμό - οι Κυκλάδες, για πρώτη φορά, σχεδόν στο σύνολό τους, και χωρίς να το έχουν σχεδιάσει οι εγχώριοι περιφανείς και περίβλεπτοι άρχοντές τους, οργανώνονται σε κρατική οντότητα. Σ’ αυτήν, κυρίαρχη τάξη δεν είναι οι εγχώριοι νησιώτες ή, έστω, βυζαντινοί άρχοντες στους οποίους έχει παραχωρηθεί γη, αλλά ολιγομελείς, από την Εσπέρα, άποικοι, κι απ’ αυτούς μια ομάδα: αυτοί που θα χαρακτηρίζονται, θα αναγνωρίζονται και θα γίνονται αποδεκτοί στη νέα φεουδαλική και ρωμαιοκαθολική χριστιανική τάξη ως nobili, οι «misser», οι φεουδατάριοι, οι άρχοι αφεντότοποι, αυτοί στους οποίους αποδίδονται δικαιώματα. Αυτή η κρατική οντότητα οφείλει, πριν απ’ όλα με τις δικές της δυνάμεις, όσο αυτό μπορεί να γίνει δυνατό, να πορευθεί σ’ ένα τρικυμισμένο Πέλαγος. Από ένα

που ασκούσε τα καθήκοντά του, όταν είχε αναλάβει τη διοίκηση. Ο Φίλιππος, τον Ιανουάριο του 1257, είχε υπογράψει ως μάρτυρας το κείμενο της πολεμικής συμμαχίας των Βενετών και των ηγεμόνων της Εύβοιας εναντίον του πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου, βλ. Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, Μαρίνος Σανούδο Τορσέλο, ό. π. Το 1310 δούκας της Κρήτης ήταν ο Nicolo Sanudo και το 1336 ο Giovanni Sanudo, βλ. Ασπασία Παπαδάκη, Κατάλογος των δουκών της Κρήτης, «Ροδωνιά», τόμ. Δεύτερος, Παν. Κρήτης, Ρέθυμνο 1994. 8.Ο αείμνηστος Ανδρέας Λεντάκης θεωρεί ότι πρόκειται για τον πατέρα του ιδρυτή του δουκάτου στη μελέτη του Το αρχοντολόϊ της Μήλου, ό. π. Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Αλλά ο Λεντάκης δεν είχε στη διάθεσή του και επομένως δεν γνώριζε το έργο του R. Cessi. 9.R. Cessi, Storia della Reppublicα di Venezia, t. 1-2, Μιλάνο-Μεσσήνη 1968, και Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, ό. π. 10.J. K. Fotheringham, Marco Sanudo Conqueror of the Archipelago, 1915.

12

επίπεδο κοινωνίας και πολιτισμού, το βυζαντινό, οι Κυκλάδες νήσοι καλούνται να περάσουν σ’ ένα άλλο, με χαρακτηριστικά πρωτίστως βενετσιάνικα –και όχι μόνο- καθώς οι ιδρυτές του είναι Βενετοί, κουβαλούν τον πολιτικό πολιτισμό και την νοοτροπία των Βενετών. Ωστόσο, η «νέα τάξη», δεν θα σχηματισθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση της Βενετίας: η καινούρια κατάσταση θα διαμορφωθεί στη μακρά διάρκεια. Αυτή θα προκύψει από την πάλη ανάμεσα στους εγχώριους νησιώτες και τους Λατίνους άποικους, και θα προκαλέσει τη δημιουργία ενός καινούριου κοινωνικού σχηματισμού, ένα συγκερασμό, με ιδιαίτερα πολιτισμικά, οικονομικά, θρησκευτικά και πολιτειακά χαρακτηριστικά, την Graecolatinitatem nostram, την δική μας ελληνο-λατινική Ανατολή. Κι αυτό ήταν πρωτόγνωρο για τα νησιά, τόσο για το αρχοντολόϊ, Λατίνους και Έλληνες, όσο και για τους πάροικους - βιλλάνους νησιώτες. Δεν είχε συμβεί στο παρελθόν. Θα εξελιχθεί κατά τη διάρκεια 359 και περισσότερων χρόνων και δεν θα επαναληφθεί ποτέ, τα χρόνια που ακολούθησαν, ως τις μέρες μας. Εμείς, οι σύγχρονοι Ναξιώτες, είμαστε, κατά μεγάλο μέρος, προϊόν αυτής της διαπάλης και του συγκερασμού, αυτής της Graecolatinitas nostra. Τελικά, το δουκάτο Νάξου και Άνδρου, οι Κυκλάδες αργότερα, θα αποτελέσουν τμήμα του βενετσιάνικου κόσμου, αυτού του κόσμου τον οποίο ο Γάλλος ιστορικός Fernand Braudel θα αποκαλέσει οικονομία-κόσμο, και στον οποίο συρρέουν οι ευρωπαϊκές συναλλαγές ολόκληρης της μεσογειακής λεκάνης. Σύμφωνα με το χρονικό του Ντανιέλε Barbaro, που θεωρείται εγκυρότερο, του 16ου αι., ο Μάρκος Α΄ με αφετηρία την Κωνσταντινούπολη κατέκτησε πρώτα τη Νάξο, το 1204. Ωστόσο δεν είχε επιτυχία εκείνη η κατάκτηση, αν πραγματοποιήθηκε. Είναι γνωστό ότι οι Γενουάτες είχαν στο μεταξύ εκπορθήσει και κρατήσει το βυζαντινό κάστρο τ’ Απαλίρου. Είχαν κληθεί και βρίσκονταν σε συνεννόηση με την πλειοψηφία των εγχώριων αρχόντων και κατείχαν το βυζαντινό κάστρο ως μισθοφόροι τους; Ήταν πειρατές; Εντάσσεται η δράση τους αυτή στα πλαίσια της ευρύτερης επιχείρησης των Γενουατών για κατάκτηση εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, πριν τη βενετική κατάκτηση; Δεν έχουμε πληροφόρηση. Εκείνη την εποχή στο Αιγαίο επικρατούσε σύγχυση λόγω των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών, της αδυναμίας του Λατίνου αυτοκράτορα να προστατεύσει τις κτήσεις που του είχαν εκχωρηθεί και αναγνωρίζονταν ως κτήσεις του από τους Σταυροφόρους, αλλά και της Βενετίας να κατακτήσει τους τόπους που της είχαν παραχωρηθεί με τη «Συμφωνία της Διανομής», την Partitio terrarum imperii Romaniae11. Σύμφωνα με την συνθήκη της διανο11.Το 1976, στο ΙΕ΄ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών, ο αείμνηστος Νίκος Οικονομίδης υποστήριξε ότι η «Partitio terrarum Romaniae είναι ο αρνητικός καθρέφτης της βυζαντινής αυτοκρατορίας λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Λατίνων», και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «οι περιοχές που δεν περιλαμβάνονται στο σταυροφορικό έγγραφο είχαν σχηματίσει αυτόνομες επικράτειες πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης», αναφέρεται στο Π. Γουναρίδης, Η Τύχη της Ρόδου τον ΙΓ΄ Αιώνα, Σύμμεικτα, τόμ. ΙΕ΄, Ε Ι Ε / Ι Β Ε, Αθήνα 2002.

13

μής, την Partitio, η Άνδρος είχε δοθεί στη Βενετία, και η Τήνος είχε περιληφθεί στις κτήσεις imperiali, ανήκε δηλαδή στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης12. Όσο για τις υπόλοιπες Κυκλάδες, παρατηρείται ασάφεια. Αν δεχθούμε ότι με τον όρο Δωδεκάνησος13 υποδεικνύονταν γενικά το αρχιπέλαγος των Κυκλάδων τότε αυτές είχαν αποδοθεί στους pellegrini, στους προσκυνητές. Αλλά στην Partitio υπάρχει η ένδειξη Provintia Colonie, cum Chilari. Ποια ήταν αυτή η Provintia, αυτή η επαρχία, και ποια νησιά περιελάμβανε; Μάλλον πρόκειται για τα νησιά που βρίσκονται νότια από τις Κάβο-κολόνες, νότια του Σουνίου, που ανάμεσά τους βρίσκεται η Nisia, η Νάξος δηλαδή. Παραμένει ασαφές το πόσα και ποια ήταν τα νησιά που περιλαμβάνονταν σ’ αυτήν την Provintia. Αυτά τα νησιά αποδόθηκαν στη Βενετία, terre que devenit Veneciis14. Επρόκειτο για εδάφη διασκορπισμένα και μακρινά από τη madrepatria Βενετία, κάποια απ’ αυτά είχαν πολύ μικρή οικονομική σημασία. Τα έξοδα της κατάκτησης για την πολιτεία της Αδριατικής ήταν πολύ μεγάλα. Εξίσου μεγάλα τα έξοδα προκειμένου να κρατήσει και να συντηρήσει αυτές τις αποικίες. Η Βενετία κάλεσε τους υπηκόους της ν’ αναπτύξουν πρωτοβουλίες και να φέρουν εις πέρας το έργο της κατάκτησής τους. Σκοπός της ήταν να δημιουργήσει νέους εμπορικούς δρόμους και ναυτικές σκάλες, να μεγεθύνει την αποικιακή αυτοκρατορία της στην Ανατολή, και να μεταφέρει απ’ εκεί προϊόντα, που παράγονταν στα νησιά του Αιγαίου και στη Μικρά Ασία, - όπως για παράδειγμα στυπτηρία, ορυκτό για τη βαφή υφαντών στην ανερχόμενη βιομηχανία ύφανσης, σταφίδες, κρασιά πλούσια σε αλκοόλ, σιτάρι από την Κρήτη, βαμβάκι κ.ά. - στις γερμανικές χώρες, στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Τους κάλεσε λοιπόν να οργανώσουν εκστρατευτικό σώμα, να το εξοπλίσουν, καθώς και πλοία, με δικά τους έξοδα και να κατακτήσουν όσες χώρες αποδίδονταν από την Partitio στην Βενετία15.

12.Antonio Carile, Partitio terrarum imperii Romaniae, Studi Veneziani, 7, 1965. 13.Το όνομα Δωδεκάνησος μαρτυρείται για πρώτη φορά το έτος 781. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους το όνομα διατηρήθηκε και αναφερόταν στην επικράτεια του Μάρκου Σανούδου. Στο «Χρονικό του Μορέως», εκδ. J. Smitt, στ.2603-2604 γράφεται: Πρώτα του έδωκε ο βασιλεύς διά δωρεάν και προικίον όλην την Δωδεκάνησον, να την κρατή απ’ αύτον. Οι άλλες παραλλαγές του «Χρονικού» χρησιμοποιούν στα αντίστοιχα χωρία το όνομα Αρχιπέλαγος, βλ., Δ. Α. Ζακυθηνός, Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τ.17 κ. ε., 1941. 14.Antonio Carile, στο ίδιο. Βλ. Mario Gallina, L’affermarsi di un modelo coloniale: Venezia e il Levante tra due e trecento, «Θησαυρίσματα», τ. 23, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, 1993. 15.Τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόταν και αντιμετώπιζε η βενετσιάνικη διπλωματία το ζήτημα της κατάκτησης των νησιών, μας τον δίνει η ακόλουθη αφήγηση, που αφορά την ενοικίαση των νησιών Τήνου-Μυκόνου, το 1390-1407, έναν αιώνα και πλέον μετά την κατάκτηση του 1207: «Πράγματι, για τη Βενετία, εκείνη την εποχή, η παρουσία των δύο

14

Ο Μάρκος Σανούδος μαζί με άλλους βενετούς εθελοντές, αλλά και από άλλες πόλεις της Ιταλίας, ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και ανέλαβαν να κατακτήσουν τα νησιά, αυτά που βρίσκονταν νότια του Σουνίου, τις Κυκλάδες και όχι μόνο. Η βενετική κυβέρνηση έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρωτοβουλία αυτή υπό τον όρο τα νησιά, μετά την κατάκτησή τους, να αποδοθούν ως φέουδα με κληρονομικό δικαίωμα σε βενετούς πολίτες, που θα τα κατείχαν, θα τα κυβερνούσαν, με πλήρες δικαίωμα κυριαρχίας, και θα αναγνώριζαν ως επικυρίαρχο ηγεμόνα τους τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης κι όχι τη Βενετία. Οι πληροφορίες για τα γεγονότα που συνθέτουν τις λεπτομέρειες αυτής της κατάκτησης δεν είναι εντελώς αξιόπιστες. Η επιχείρηση ξεκινά αυτή τη φορά από την Βενετία το 1207, δέχονται κάποιοι ιστορικοί. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το 1207 πραγματοποιήθηκε, ολοκληρώθηκε, η κατάκτηση των νησιών. «Οι πληροφορίες από τις πηγές δεν είναι αξιόπιστες. Νησιά όπως η Πάρος, η Αντίπαρος, η Σύρος, η Μήλος, που σε μεταγενέστερες πηγές αναφέρονται ως εδάφη του δουκάτου, δεν είναι γνωστό αν κατακτήθηκαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης του 1207. Μόνον η Άνδρος είναι βέβαιο ότι κατακτήθηκε το 1207 από τον Μαρίνο Δάνδολο στον οποίο παραχωρήθηκε ως φέουδο από τον Μάρκο Α΄ Σανούδο»16. Ωστόσο άλλες μαρτυρίες θέλουν το 121017 να πραγματοποιείται η κατάκτηση των νησιών, επομένως και της Άνδρου. Η χρονολογία της κατάκτησης, όμως, δεν είναι ταυτόχρονα και η χρονολογία της ολοκλήρωσης, της εδραίωσης της πολιτειακής οργάνωσης του δουκάτου. Αυτό που έχει σημασία για μια κρατική οντότητα, είτε πρόκειται για αυτοκρατορία είτε για πριγκιπάτο, για ολιγαρχία νησιών Τήνου-Μυκόνου, δεν ήταν συμφέρουσα για τη δημόσια οικονομία ούτε ενδιαφέρουσα για τους αμυντικούς σχεδιασμούς στο Αιγαίο. Από δύο μικρά νησιά με λιγοστούς κατοίκους και όλους αγρότες μικροκτηματίες, έστω και αν υπήρχαν λίγοι έμποροι και «φεουδάρχες» (το φέουδό τους δεν ξεπερνούσε μια μεσαία ιδιοκτησία, συνήθως), δεν είχε τίποτα να περιμένει ένα κράτος οικοδομημένο απόλυτα πάνω στην εμπορική οικονομία. Βέβαια υπήρχαν έσοδα, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, δεν άφηναν ένα άξιο λόγου υπόλοιπο στο Δημόσιο Ταμείο, όταν θα πληρώνονταν οι μισθοί του ρέκτορα και των άλλων υπαλλήλων,[…] Από την άλλη πλευρά, χρειάζονταν σημαντικές δαπάνες στον τομέα της άμυνας, προκειμένου να διατηρηθεί η επικυριαρχία της Βενετίας στα δύο νησιά, αφού οι κάτοικοί τους δε θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν από μόνοι τους την διαρκώς αυξανόμενη […] απειλή.», βλ. π. Μ. Φώσκολου, Η Τήνος από την Γκιζοκρατία στη Βενετοκρατία (1390-1411), «Τηνιακά Ανάλεκτα», τόμ. 4ος, 2000. 16.Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, ό. π. Ο D. Jacoby, διαπρεπής ερευνητής των θεσμών της Φραγκοκρατούμενης Ελλάδος «βλέπει αυτήν ταύτην την υπό του Μάρκου Σανούδου παραχώρησιν της Άνδρου εις τον Μαρίνον Δάνδολον ως την πρώτην χρονολογικώς εφαρμογήν του φεουδαλικού δικαίου εις το Αιγαίον», βλ. Δημ. Ι. Πολέμης, Οι Αφεντότοποι της Άνδρου. Συμβολή εις την έρευναν των καταλοίπων των φεουδαλικών θεσμών εις τας νήσους κατά τον δέκατον έκτον αιώνα, «Πέταλον», τ. 2, ‘Ανδρος 1995. 17.Και από τη θέση αυτή θερμά ευχαριστώ τον Ben J. Slot για τις εποικοδομητικές συζητήσεις και τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσε. Θα είναι απόκτημα για όλους μας η παρουσίαση αρχειακών πηγών που αφορούν τους δούκες του Αιγαίου Πελάγους Μάρκο Α΄ Σανούδο (ήδη στο τεύχος 7 δημοσιεύτηκε το έγγραφο με το οποίο ο Μάρκος Α΄ παραχώρησε το μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού, του Φωτοδότη), Άγγελο Σανούδο και Γουλιέλμο Β΄ Κρίσπο, που ο BenJ. Slot γνωρίζει, και ευχόμαστε να το κάνει σύντoμα.

15

ή δημοκρατία, είναι η ανεμπόδιστη λειτουργία των θεσμών της και η συνέχεια την οποία πρέπει να έχει αυτή η πολιτειακή οντότητα. Αν αυτή η αναγκαία σταθερότητα και συνέχεια απουσιάζουν, κάθε άλλη δραστηριότητα, οικονομική, θρησκευτική, κοινωνική ή και πολιτισμική διατρέχει κινδύνους να ανατραπεί και, σε κάθε περίπτωση, η πολιτική εξέλιξη της ηγεμονίας δεν είναι ομαλή. Το πιο πιθανό είναι, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η ολοκλήρωση της κατάκτησης και η διαμόρφωση του δουκάτου συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 13ου αι. και χρειάσθηκε αδιάκοπη προσπάθεια, διπλωματική και στρατιωτική, ακόμα και κατά τη διάρκεια του 14ου αι., από τη μεριά των Σανούδων, αλλά και πολύ μεγάλη προσήλωση της νέας ιθύνουσας τάξης που επάνδρωνε το δουκάτο και πλαισίωνε τους ηγεμόνες τους, προκειμένου να κρατηθούν υπό την κυριαρχία της δυναστείας των Σανούδων τα σημαντικότερα νησιά και να στεριώσει η ηγεμονία, δηλαδή να δώσουν σ’ αυτήν την κρατική οντότητα σταθερότητα και συνέχεια, να κάνουν αισθητή την πολιτική εξουσία της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αν, λοιπόν, το 1207 ή το 1210 αρχίζει η κατάκτηση των νησιών, ποια χρονική περίοδο κατακτάται η Νάξος; Άγνωστο. Το πιθανότερο είναι ότι το 1207 ή το 1210 ο Μάρκος Α΄ αποβιβάστηκε με τους άνδρες του στη Νάξο, στο Καστράκι ή στην Αγιασό, πολιόρκησε το Κάστρο τ’ Απαλίρου και το κυρίευσε. Έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις κι αμφιβολίες αν το βυζαντινό Κάστρο τ’ Απαλίρου ήταν το κάστρο που εκπόρθησε: ωστόσο, είναι κάπως δύσκολο να δεχτούμε ότι είχε διαφορετική επιλογή, στρατιωτική και οικονομική συνάμα. Αν ήθελε να κατακτήσει τη Νάξο και να ιδρύσει ηγεμονία στις Κυκλάδες, και το ήθελε, έπρεπε να εκπορθήσει οπωσδήποτε το Κάστρο τ’ Απαλίρου! Το κατέκτησε διώχνοντας τους Γενουάτες. Μόνο τους Γενουάτες αντιμετώπισε ο Μάρκος Σανούδος; Όχι. Κάποιοι από τους εγχώριους άρχοντες, πιθανότατα η πλειοψηφία απ’ αυτούς, δεν ευχήθηκαν τον ερχομό του. Όποιοι και όσοι κι αν ήταν αυτοί αποδεκατίστηκαν ή γνώρισαν την οικονομική κατάρρευση, κι όσοι απ’ αυτούς διασώθηκαν και κατάφεραν να περισώσουν κτήσεις και κοινωνική θέση στην ιεραρχία της νέας φεουδαλικής κοινωνίας, υιοθέτησαν συμπεριφορές που πίστευαν, σύμφωνα με τα συνήθεια της εποχής ή με τον τρόπο που αυτοί, οι εγχώριοι άρχοντες, σκέπτονταν και έβλεπαν τα πράγματα, ότι δεν θα εθεωρούντο εχθρικές από τους Λατίνους. Κυρίως, έσωσαν τις περιουσίες τους και την κοινωνική τους θέση στη νέα φεουδαλική πολιτεία όσοι συνεργάστηκαν στο έργο της κατάκτησης. Ότι η κατάσταση εξελίχθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο μαρτυρείται έμμεσα18. Το βέβαιο είναι ότι τι 1227 ο «Μάρκος Σανούδος κατείχε πραγματικά τη Νάξο»19. 18.B. J. Slot, Ένα δίπλωμα, ό. π. Μαν. Χατζηδάκης, Εισαγωγικές Σημειώσεις, στο « Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1989. Διαφορετικά πώς μπορεί να εξηγηθεί η απουσία αρχόντων κτητόρων από τους ορθόδοξους ναούς που κτίζονται ή ανακαινίζονται τα αμέσως επόμενα, μετά την κατάληψη της Νάξου από τον Μάρκο Σανούδο, χρόνια, το χαμηλό τους κόστος, οι ελάχιστα δαπανηρές κατασκευές και τοιχογραφίες για τις οποίες συχνά συμβάλλουν περισσότεροι χορηγοί; 19.Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μοναδικό «κάστρο που ταιριάζει πολύ καλά με την πε-

16

Ο Ιάκωβος Α΄ Μπαρότσι (1207 ή 1210-1244) κατακτά, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Μάρκου Α΄, την Σαντορίνη και την Θηρασία. Ο Ανδρέας Μπαρότσι, γιος του Ιάκωβου, υπήρξε ο δεύτερος κατά σειρά ηγεμόνας των δύο νησιών και το 1258 τον συναντάμε στη Χαλκίδα, ως βάϊλο της Βενετίας. Ωστόσο οι Σανούδοι κρατούσαν στα χέρια τους τα νησιά μέχρι τη κατάληψή τους από τους Βυζαντινούς, μετά τον Μάρτη του 1279, χωρίς ποτέ οι Μπαρότσι να ασκήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στα νησιά. Το 1301 ο Γουλιέλμος Α΄ Σανούδος, διάδοχος του Μάρκου Β΄, προσπάθησε να ανακτήσει την Σαντορίνη, στρατολογώντας μισθοφόρους από τον Χάνδακα, αλλά ή δεν μπόρεσε ή τον πρόλαβε ο Ιάκωβος Μπαρότσι, που εγκαταστάθηκε στη Σαντορίνη, κάτω από συνθήκες τις οποίες αγνοούμε, και αμέσως μετά την σύναψη της βενετο-βυζαντινής ειρήνης, εμφανίζεται κύριος της νήσου. Αυτό υπήρξε αιτία άσβεστης εχθρότητας ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Ο Γουλιέλμος Α΄ Σανούδος πλήρωσε πειρατές και τον συνέλαβαν το 1303. Τον ελευθέρωσε μετά την παρέμβαση της Βενετίας. Είκοσι χρόνια αργότερα, ανοικτός πόλεμος ξέσπασε μεταξύ των διαδόχων τους Νικολό Σανούδο και Ανδρέα Μπαρότσι. Η Βενετία κράτησε ουδέτερη στάση. Προσωρινή λύση βρέθηκε γύρω στο 1327, σύμφωνα με την οποία ο Μπαρότσι θα κρατούσε τα

ριγραφή του Enrico Dandolo ήταν το Κάστρο της Χώρας της Άνδρου[…]», βλ. Ben J. Slot, ό. π. Ωστόσο οι ειδήσεις από την Άνδρο δεν συνηγορούν υπέρ μιας άποψης του είδους αυτού. «Την πρώτην σαφή μνείαν περί του Κάτω Κάστρου απαντώμεν εις τον βενετόν χρονογράφον Stefano Magno, περιγράφοντα την τελετήν της παραχωρήσεως της Άνδρου προς την Μαρία Sanudo κατά το έτος 1385 «in sala del Castel abaso». Υποθέτει τις ότι το Κάτω Κάστρο υπήρξε εξ αρχής η καθέδρα των Φράγκων δυναστών, τούτο όμως δεν είναι απολύτως εξηκριβωμένον εάν ληφθή υπ’ όψιν ότι το Άνω Κάστρο, καίτοι δεν αναφέρεται ενωρίς, ασφαλώς παρείχε πλείονα εγγγύησιν ασφαλείας. Κατά πόσον η Χώρα είναι βυζαντινής αρχής δεν γνωρίζομεν προς το παρόν». Επιχειρήματα που είχαν προβληθεί κατά το παρελθόν «δεν πείθουν», ενώ τα ευρήματα από ανασκαφές που έγιναν στο νησάκι του Κάστρου «ανήκουν εις την πρώτην περίοδον της Φραγκοκρατίας», βλ. Δημ. Ι. Πολέμης, Οι Αφεντότοποι της Άνδρου, Πέταλον 2, Άνδρος 1995. Παρά «την οχύρωσίν της η πόλις δεν ηδύνατο να αμυνθή ούτε έναντι των πειρατικών επιδρομών». « Το Κάτω Κάστρο (Castel a basso) ήτο η κύρια άμυνα της Χώρας. Κατά πόσον η πρωτεύουσα της Άνδρου προϋπήρχε του Κάστρου αγνοούμεν. Ωσαύτως άγνωστον είναι εάν επί της νησίδος υφίστατο παλαιότερον φρούριον, η παρουσία του οποίου ήτο απαραίτητος δια την προστασίαν της πόλεως […] Κατά πολύ μεγαλύτερον και ισχυρότερον υπήρξε το Απάνω Κάστρον (Castel alto) του οποίου η αρχική κτίσις ήτο ίσως βυζαντινή […]», βλ. Δημ. Ι. Πολέμη, Ιστορία της Άνδρου, Πέταλον 1, Άνδρος 1981. «[…] τα μορφολογικά στοιχεία, σε συνδυασμό με την ιστορία του τόπου και τις πηγές, δείχνουν ότι το φρούριο πρέπει να κτίστηκε μέσα στην πρώτη περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας […]», βλ. Ε. Δωρή - Π. Βελισσάριου-Μ. Μιχαηλίδης, Νεώτερα για το Κάτω Κάστρο Χώρας Άνδρου, Ανδριακά Χρονικά 21, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1993. Το 1207 ή το 1210 τα πλοία δεν είχαν κανόνια ώστε η πολιορκία να γίνεται με τα πλοία. Πιο πιθανή είναι η αποβίβαση στρατού και η πολιορκία κάποιου Κάστρου, με εφόδους και με αποκλεισμό του. Το Κάστρο τ’ Απαλίρου το 1207 είχε ήδη μια πορεία 500 χρόνων για τα οποία δεν έχουμε ειδήσεις. Αν υποτεθεί ότι οι οχυρώσεις του συντηρούνταν και λειτουργούσε, μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι αποτελούσε την οχύρωση την οποία έπρεπε να ελέγχει όποιος φιλοδοξούσε να κατέχει το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων.

17

νησιά μέχρι τον θάνατό του. Τελικά οι κτήσεις θα χαθούν για τον διάδοχό του, τον Μαρίνο, που μαζί με τον αδελφό του ήταν αιχμάλωτοι του Νικολού Σανούδου. Ο Μαρίνος κατέφυγε στην Κρήτη φέρνοντας μαζί του από τις κτήσεις του βιλλάνους που παρέμειναν κάτω από την δικαιοδοσία του. Οι αδελφοί Ιερεμίας και Ανδρέας Γκίζι, το 1207 ή το 1210, στο πλαίσιο της επιχείρησης του Μάρκου Α΄ για την κατάκτηση των νησιών του Αιγαίου, κατακτούν την Τήνο και την Μύκονο, καθώς και τη Σκόπελο, τη Σκύρο και τη Σκιάθο. Στη συνέχεια, ο Ιερεμίας έγινε κύριος των κτήσεων στις Σποράδες και ο Ανδρέας των κτήσεων στις Κυκλάδες. Οι κτήτορες των νησιών αυτών δεν αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους τους ηγεμόνες Νάξου και Άνδρου και δεν υπαγόταν στο δουκάτο Νάξου και Άνδρου. Μετά το 1248 όλα τα νησιά αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους τον πρίγκιπα της Αχαΐας, καθώς ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄ είχε μεταβιβάσει το επικυριαρχικό του δικαίωμα πάνω στα νησιά στον ηγεμόνα της Αχαΐας. Το 1267, με τη συνθήκη του Βιτέρμπο, ο Βαλδουίνος Β΄ θα μεταβιβάσει την επικυριαρχία της ηγεμονίας και όλων των εξαρτημάτων της στον Κάρολο των Ανζού, - τον αδελφό του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΧ, του επονομαζόμενου Άγιου, - το δυναμικό και επικίνδυνο αντίπαλο του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, που είχε δημιουργήσει την γαλλική ηγεμονία στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, κι ονειρευόταν και σχεδίαζε τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Η Αμοργός ανήκε στις κτήσεις της επικράτειας του Μάρκου Α΄, καθώς συνάγεται από τα κατωτέρω. Κατά τη διάρκεια των ετών 1228-1230, όταν οι Έλληνες άρχοντες της Κρήτης εξεγέρθηκαν εναντίον του δούκα Ιωάννη Στορλάτο, ο βυζαντινός στόλος που έσπευδε προς βοήθεια των εξεγερμένων, για λόγους αντιπερισπασμού, προκειμένου να υποχρεώσει τις δυνάμεις του ηγεμόνα Νάξου και Άνδρου, να αποσυρθούν από την Κρήτη, επετέθη εναντίον της Αμοργού, εκδίωξε τους βασάλους του Δούκα και παρεχώρησε το νησί στον Ιερεμία Γκίζι , τον ηγεμόνα των Σποράδων, που πιθανότατα συνεργάσθηκε για την επιτυχία της βυζαντινής επίθεσης. Ίσως, όμως, να μην έγινε επίθεση εναντίον της Αμοργού και ο Άγγελος Σανούδος να εγκατέλειψε την Κρήτη δωροδοκούμενος από τους Βυζαντινούς ή φοβούμενος επίθεσή τους εναντίον της επικράτειάς του ή και για να αποκαταστήσει ζημιές που πιθανόν είχαν προξενηθεί στις κτήσεις του από τον βυζαντινό στόλο κατά τον διάπλου προς την Κρήτη. Ωστόσο, είναι πιθανόν, η επιστροφή του Άγγελου να μην οφειλόταν μόνο στην παρουσία του βυζαντινού στόλου αλλά και στη διένεξή του με τους ηγεμόνες της Τήνου και Μυκόνου και των Σποράδων νήσων, τους Γκίζι. Όπως κι αν εξελίχθηκαν τα γεγονότα, στα οποία η ανάμιξη των Γκίζι δεν αμφισβητείται, αποκαλύπτουν την επιβουλή και τις ανταγωνιστικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ των βενετών φεουδαρχών - μερικοί απ’ αυτούς συνδέονταν με συγγένεια - οι οποίες έφθαναν σε ακραία σημεία, και έθεταν σε κίνδυνο την συνέχιση της κατοχής των κτήσεών τους στο Αιγαίο. Ο Άγγελος Σανούδος επεδίωξε με διπλωματικούς χειρισμούς, «σε κλί18

μα αμοιβαίας κατανόησης και κοσμιότητας», να ανακτήσει την Αμοργό, την οποία κατείχε ο γαμπρός του Ιερεμία, Φίλιππος Γκίζι20. Ίσως η επιστροφή του Δούκα να οφειλόταν και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ίδια τη Νάξο αλλά και στις ευρύτερες γεωπολιτικές μεταβολές που συντελούνταν στην περιοχή21. Ωστόσο η «υπόθεση Αμοργός» θα λήξει κατά τα μέσα του 14ου αι. και το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που οι Σανούδοι επεδίωκαν22. Ο Μαρίνο Σανούδο Τορσέλο μας πληροφορεί, αλλά η πληροφορία δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή, ότι ο Μαρίνος Σανούδος, δευτερότοκος γιος του Άγγελου, είχε νυμφευθεί τη θυγατέρα του Γουλιέλμου Α΄ da Verona, την Πόρτσια, και ότι ήταν ηγεμόνας της «μισής» Νάξου και ολόκληρης της Πάρου. Βασιζόμενος στην πληροφορία αυτή ο Hopf σημειώνει τον Μαρίνο Σανούδο ως ηγεμόνα της Πάρου και της Αντιπάρου23. Και τα δυο νησιά περιήλθαν στις κτήσεις της οικογένειας Σανούδο. Το ίδιο ισχύει για την Κίμωλο και τη Σύρο, που οι Λατίνοι ονόμαζαν Σούδα. Το καλοκαίρι ή αρχές φθινοπώρου του 1275 – ηγεμόνας στο δουκάτο ήταν ο Μάρκος Β΄ - αρχίζουν οι πολεμικές επιχειρήσεις του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου εναντίον των Λατίνων στο Αιγαίο. Ο βυζαντινός στόλος επικεφαλής είχε τον Λικάριο, γόνο ιταλικής οικογενείας από την περιοχή της Βιτσέντσα και του γειτονικού Καστελνόβο. Οι επιχειρήσεις διήρκεσαν μια πενταετία και ως αποτέλεσμα είχαν την κατάληψη της Σκοπέλου, της Λήμνου, την υποταγή του μεγαλύτερου μέρους της Εύβοιας στους Βυζαντινούς και την εξουδετέρωση Λατίνων ηγεμόνων όπως του Ιωάννη ντε λα Ρος και του Γιλβέρτου Β΄ ντα Βερόνα. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων κυριεύθηκαν τα νησιά Σέριφος και Σίφνος. Οι Λατίνοι της Εύβοιας ασκούσαν εκείνη την περίοδο την πειρατεία αφού από την Εύβοια, κάθε χρόνο, έφευγαν τουλάχιστο εκατό πλοία για να κουρσέψουν άλλα πλοία και πολλοί από την ηπειρωτική χώρα παρείχαν καταφύγιο στους πειρατές, όπως οι ηγεμόνες των Αθηνών, οι Ντε λα Ρος. Όσο για τη Μήλο, αυτή τη ζωτικής σημασίας για τους Σανούδους κτήση, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του βυζαντινού στόλου στο Αιγαίο, εξεγείρεται. Επικεφαλής φέρεται ένας μοναχός το όνομα του οποίου δεν έμεινε γνωστό, και τέσσερις άλλοι Μηλιοί. Κατέλαβαν το Κάστρο κι έδιωξαν τη φρουρά. Οι Σανούδοι δεν δυσκολεύθηκαν να ανακαταλάβουν τη Μήλο, εκτέλεσαν τους αρχηγούς και τους πέταξαν στη θάλασσα. Τους κατοίκους δεν τους πείραξαν, επαναφέροντας την τάξη στο νησί24.

20.Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, ό. π., και Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Η «Ταραχή των Σχισματικών» της Νάξου και η εξέγερση των Μηλίων, π. «Φλέα», τ. 5, 2005. 21.Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Η «Ταραχή», ό. π. 22.Μαρίνα Κουμανούδη, Για ένα κομμάτι γης. Η διαμάχη Σανούδων-Γκίζι για το νησί της Αμοργού (14ος αι.), «Θησαυρίσματα», 29, Βενετία 1999, και π. Φλέα, τ. 6, 2005, «Συμπίλημα, Περιοδικά». 23.Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Ξερόκαμπος, π. «Φλέα», τ.5 και τ.7, 2005-2006. 24.Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Η «Ταραχή», ό. π.

19

Γύρω στα 1260 ο Άγγελος Σανούδος διένειμε εδάφη ως φέουδα στην Άνδρο, σύμφωνα με τα ήθη και τις συνήθειες του φεουδαλισμού25. Διαμάχη θα ξεσπάσει ανάμεσα στους Σανούδο, Γκίζι και Νικόλα Κουϊρίνι ντέλλα Κάζα Μάττα, για την επικυριαρχία της Άνδρου, αμέσως μετά το θάνατο του Μαρίνο Δάνδολο, το 1243 περίπου, πρώτου δυνάστη της Άνδρου. Η διαμάχη, που αρχίζει όταν δούκας ήταν ο Άγγελος, θα διαρκέσει και κατά την ηγεμονία του διαδόχου του Μάρκου Β΄. Διαμάχη στην οποία θα εμπλακεί η Βενετία, εκδηλώνοντας την αξίωσή της να ασκήσει άμεση επικυριαρχία επί του δουκάτου. Η Σύγκλητος της Βενετίας, επικαλούμενη το σύμφωνο της διανομής, την Partitio Romaniae, αμφισβήτησε το κυριαρχικό δικαίωμα του δούκα Μάρκου Β΄ στην επικράτειά του, διεκδίκησε μέρος των εδαφών του δουκάτου, υποστηρίζοντας το αίτημα του Βενετού Νικόλα Κουιρίνι και κατάφερε να υποχρεώσει τον δούκα να δεχθεί συμβιβαστική λύση. Τα κυριαρχικά δικαιώματα στην επικράτεια της Άνδρου παρέμειναν σ’ εκκρεμότητα από το 1280 μέχρι το 1290. Τον Μάρτιο του 1282, σε επιστολή του στον δόγη Ιωάννη Δάνδολο, ο Μάρκος Β΄ εκθέτει το ιστορικό των κυριαρχικών δικαιωμάτων των προγόνων του και των δικών του στο δουκάτο, υπεραμύνεται της ανεξαρτησίας της επικράτειάς του και απορρίπτει ως αβάσιμη την αξίωση του διεκδικητή Κουιρίνι για κατοχή της μισής Άνδρου. Ο Μάρκος Β΄ θα αποκρούσει με σθένος και επιτυχία την απαίτηση της madrepatria για επικυριαρχία. Στα πλαίσια αυτής της διαμάχης εντάσσεται και το επεισόδιο στα 1286, με τον «εξαιρετικό γάϊδαρο», «τον μαρκαρισμένο επιβήτορα φοράδων» του Γκίζι, που τον άρπαξαν πειρατές και τον πούλησαν στον αφέντη της Σύρας Γουλιέλμο Σανούδο, τον πρωτότοκο γιο και διάδοχο του Μάρκου Β΄. Επεισόδιο που θα οδηγούσε σε πολεμική σύρραξη τα δύο μέρη και απέτρεψε την τελευταία ώρα η παρουσία στις Κυκλάδες του στόλου του Καρόλου των Ανζού, τον οποίο οι Σανούδοι αναγνώριζαν ως επικυρίαρχο. Τελικά θα χρειασθεί και η διαιτητική παρέμβαση του βενετού βάϊλου της Εύβοιας για να ρυθμίσουν τη διαφορά τους Σανούδοι και Γκίζι. Η υπόθεση του γάϊδαρου στοίχισε και στις δύο πλευρές περισσότερο από τριάντα χιλιάδες σόλντι ντι γκρόσι. Η διένεξη αυτή για την Άνδρο έδειξε ότι, παρά το γεγονός ότι το δουκάτο από την εποχή της ίδρυσής του ακολούθησε ανεξάρτητη πορεία στις σχέσεις του με την Βενετία, στην καθημερινή πρακτική, η ανάγκη συνεργασίας των βενετών αποίκων του Αιγαίου με την μητρόπολη και αντιστρόφως επέβαλε ορισμένους συμβιβασμούς. Στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. συνεχείς ήταν οι απόπειρες Λατίνων να καταλάβουν τα νησιά. Είναι πιθανόν κάποιο απ’ αυτά, μικρότερης σημασίας, να ξέφυγε από την κατάκτηση του 1207. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Σερίφου που είχε γίνει τόπος άνετης και ασφαλούς διαμονής για τους πει-

25.Όπως με πληροφόρησε ο ιστορικός Ben J. Slot, τα ονόματα των νέων φεουδαρχών που εντάσσονται στη νεόδμητη κυκλαδική ευγένεια δεν θυμίζουν καθόλου τα ονόματα των nobili του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα.

20

ρατές. Γνωρίζουμε ήδη ότι ήταν μεταξύ των νησιών που κυριεύθηκαν από τον Λικάριο, κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων του βυζαντινού στόλου στο Αιγαίο. Το ίδιο ισχύει και για την Κέα, που κατακτάται από τον Λικάριο το 1278, σύμφωνα με έγγραφο του Μαρτίου του 1278, όπου μαρτυρείται η παρουσία πειρατών και η δράση τους εναντίον βενετικών εμπορικών πλοίων για λογαριασμό του βυζαντινού αυτοκράτορα, πριν από το έτος αυτό. Ο εμπρησμός της Κέας έγινε στα έτη 1296-1297 κατά τη διάρκεια του βενετογενουατικού πολέμου (1293-1299). Την εποχή αυτή η Κέα ανήκε στους βυζαντινούς. Τα αναγραφόμενα από τον Hopf χρήζουν επανεξέτασης καθώς έχουν κριθεί αναξιόπιστα. Ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν για τα νησιά που βρίσκονται κοντά στη Σέριφο όπως η Κύθνος, η Σίφνος, η Αντίπαρος και η Πάρος, η ιστορία της οποίας τον 13ο αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Επίσης η Ίος κατακτάται από τον Λικάριο το 1275, αλλά ανακαταλήφθηκε από τον βενετικό στόλο με ναύαρχο τον Menego Sciavo γύρω στο 1296. Στο νησί αυτό, με την υποστήριξη του Γουλιέλμου Σανούδου, ο Βενετός αυτός θα διαμορφώσει την ηγεμονία του. Μεταξύ 1300 και 1304 η Σέριφος και η Κέα κυριεύθηκαν από τους βενετούς ευγενείς, Βαρθολομαίο Μικιέλ, Μπελέττο Τζουστινιάνι και Γεώργιο Γκίζι. Ανάμεσα σ’ αυτούς είχε ξεσπάσει άγρια διαμάχη για την επικυριαρχία των νησιών αυτών. Οι Μικιέλ και Τζουστινιάνι δεν αναγνώριζαν τον Γκίζι ως επικυρίαρχό τους αλλά ήθελαν να θεωρούνται βασάλοι της Βενετίας. Ο συσχετισμός της Ανάφης με τους Φόσκολο οφείλεται στην πληροφορία που έδωσε ο Μαρίνο Σανούδο. Σ’ αυτήν στηρίχθηκε ο Hopf, ο οποίος δημιούργησε ολόκληρη δυναστεία των Φόσκολο στην Ανάφη, που όμως έχει αποδειχθεί πλασματική26. Και η Κύθνος παραμένει μια άγνωστη υπόθεση. Υποτίθεται ότι μέχρι το 1320 ή κατ’ άλλους μέχρι το 1423 ανήκε στους Σανούδους. Ότι όλα αυτά τα νησιά ανήκαν στους Σανούδους, ήδη από το 1207 ή το 1210, φαίνεται απίθανο και οπωσδήποτε δεν αποδεικνύεται. «Η φράγκικη κυριαρχία στο Αρχιπέλαγος δεν ήταν απλή συνέπεια μιας κατάκτησης που προέκυψε ως επακόλουθο της Τέταρτης Σταυροφορίας.[…] Η κατάκτηση έμοιαζε να είναι εμπορική επιχείρηση με πόλεμο, κάτι δηλαδή σαν πειρατική επιχείρηση όπου οι μέτοχοι της εκστρατείας λαμβάνουν αναλογικά μερίδιο από τη λεία»27. Κάποιοι, από την Εσπερία, συγκεκριμένα τη Βενετία, πατρίκιοι, άν-

26.Χρύσα Α. Μαλτέζου, Ο Marin Sanudo πηγή διά την μελέτην δύο άγνωστων βυζαντινών γεγονότων, «Θησαυρίσματα», 4, Βενετία 1967 και Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, ό. π. 27.Δανείστηκα κάποιες φράσεις από το δοκίμιο του Ben J. Slot, Το Φράγκικο Αρχιπέλαγος, π. «Απεραθίτικα», τ.16, 1998. Όμως το πνεύμα και το γράμμα του έγκυρου ιστορικού είναι διαφορετικό. Ωστόσο, είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό το επιχείρημα ότι «δεν επρόκειτο για μια σχεδιασμένη κίνηση, αλλά για μια σειρά από ξεχωριστά, μη συνδεδεμένα μεταξύ τους, συμβάντα που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1206 και στις αρχές του 15ου αιώνα», βλ. στο ίδιο. Μπορεί, αντιθέτως, να υποστηριχθεί ότι υπήρξαν περισσότεροι του ενός και από διαφορετικές κατευθύνσεις σχεδιασμοί και στρατηγικές, κρατών και ιδιω-

21

θρωποι των υποθέσεων, που συνδύαζαν και την πολεμική τέχνη, Σανούδοι, Δάνδολοι, Γκίζι, Μπαρότσι, Κουϊρίνι, Ναβιγκαγιόζι, έκαναν μια τοποθέτηση χρημάτων: χρηματοδότησαν μια επιχείρηση, επένδυσαν σε πολεμική επιχείρηση με σκοπό την κατάκτηση εδαφών στην Εώα, στην Ανατολή, στη Ρωμανία, και συγκεκριμένα την κατάκτηση των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, την εγκατάσταση σ’ αυτά, με δικαίωμα πλήρους κυριότητας, την οικονομική εκμετάλλευσή τους, και συμφώνησαν να μοιρασθούν εξ ίσου τα κέρδη. Έτσι ξεκίνησε η κατάκτηση, κάτι σαν πειρατική επιχείρηση, αλλά το μερίδιο από τη λεία που έλαβε ο καθένας από τους μετόχους δεν ήταν αναλογικό, κι αυτό προκαλούσε αντιδράσεις, αντιπαλότητες και συγκρούσεις που έθεταν σε κίνδυνο την κυριαρχία επί των κτήσεών τους στο Αιγαίο. Σύμφωνα με όσα διηγείται ο Barbaro, στον Μάρκο Α΄ χορηγήθηκε ο τίτλος του «δούκα της Νάξου», που ως αρχηγός της επιχείρησης ονομαζόταν και «δούκας του Αρχιπελάγους». Ούτε όμως αυτό αληθεύει. Ήδη γνωρίζουμε ότι ο Μάρκος Α΄ δεν έφερε τον τίτλο του Δούκα αλλά του Δεσπότη28. Το νησιωτικό κράτος των Κυκλάδων νήσων δεν αναφέρεται στις πηγές ως δουκάτο. «Στα ελάχιστα σωζόμενα δημόσια έγγραφα του 13ου αι. η επικράτεια των Σανούδων ονομάζεται ducatus Nicoxie et Andre, ορίζεται δηλαδή ως δουκάτο Νάξου και Άνδρου από το όνομα των δύο μεγαλύτερων νησιών που το αποτελούσαν. Με αυτό τον τίτλο μνημονεύεται ο Μάρκος Β΄ σε επιστολή που απηύθυνε στον δόγη της Βενετίας Ιωάννη Δάνδολο το 1282, σε συμβολαιογραφικές πράξεις που υπέγραψε στις 3 Δεκεμβρίου 1291, στο Κάστρο της Άνδρου και στις 16 Μαρτίου 1296 στη Χαλκίδα. Στα έγγραφα αυτά ο Μάρκος Β΄ ονομάζει τον εαυτό του ducatus Nicoxie et Andre dominator. Αλλά και ο πέμπτος ηγεμόνας, ο Νικόλαος Σανούδος (1323-1341), φέρει τον τίτλο του dux Nixiae et Andrae. O Νικόλαος, σύμφωνα με έγγραφο που εκδόθηκε το τελευταίο έτος της ηγεμονίας του, φέρει τον τίτλο του dux Agipellagi, δηλαδή του ‘δούκα του Αιγαίου Πελάγους’. Αυτός είναι ο τίτλος τον οποίο θα χρησιμοποιούν του λοιπού οι δούκες και το ‘Αιγαίο Πέλαγος’ εναλλάσσεται με τον ταυτόσημο όρο ‘Αρχιπέλαγος’». Τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας τα οποία διανεμήθηκαν στους Λατίνους σταυροφόρους ως φέουδα, τα ονόμασαν δουκάτα. Στην ουσία αυτά τα δουκάτα-φέουδα εμφάνιζαν «αναλογίες με το θεσμό των θεμάτων της επαρχιακής βυζαντινής διοίκησης. Επρόκειτο για υποκατάσταση της διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τη λατινική φεουδαρχική ιεραρχία». Οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να κατακτήσουν τις εκτάσεις που τους παραχωρούνταν. Μπορεί έτσι να διατυπωθεί η άποψη ότι ο Βενετός Μάρκος Α΄ Σανούδος «κατέκτησε τα νησιά με την προοπτική να ιδρύσει ένα ‘δουκάτο’ στη θέση του παλιού ‘θέματος του Αιγαίου πελά-

τών, που αρκετές φορές είχαν συγγένειες μεταξύ τους, εθνικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές, κλπ., σχέσεις και συμφέροντα, με σκοπό την κυριάρχηση του Αιγαίου Πελάγους. 28.B. J. Slot, Ένα δίπλωμα, ό. π.

22

γους’. Επίσης είναι πιθανόν ότι ο τίτλος του δούκα Νάξου και Άνδρου και εκείνος του ‘δούκα του Αιγαίου Πελάγους’, που φέρει ο Νικόλαος Σανούδος και τον οποίο ο Barbaro αποδίδει πρωθύστερα στο Μάρκο Α΄ Σανούδο, με τη μεταγενέστερη μορφή του ‘δούκα του Αρχιπελάγους’, διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τον βυζαντινό τίτλο του ‘δούκα’»29. Η εκστρατεία στην Κρήτη το 1211 και οι αρχοντορωμαίοι.

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ από την αρχή της βενετικής κατάκτησης δεν έπαψαν να εξεγείρονται διεκδικώντας την αναγνώριση των κτήσεών τους και των δικαιωμάτων τους που, όπως υποστήριζαν, τους είχαν παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ τον Κομνηνό30. Το 1211, στην ανατολική Κρήτη, ξεσπά η επανάσταση των Αγιοστεφανιτών (Αργυρών). Ο δούκας της Κρήτης, Ιάκωβος Tiepolo31, καλεί τον Μάρκο Σανούδο σε βοήθεια για την καταστολή της εξέγερσης. Η εξέγερση καταστέλλεται αλλά ο Tiepolo αρνείται να εκτελέσει τους όρους της συμφωνίας που είχε συνάψει με τον Μάρκο Α΄. Ο τελευταίος συμμαχεί με τους επαναστάτες, «ιδιαίτερα με την οικογένεια Σκορδίλη, με σκοπό την ίδρυση αυτόνομης εξουσίας στην Κρήτη. Ας προσεχτεί εδώ η φιλελληνική πολιτική του Σανούδου που εφάρμοσε και στα νησιά του Αιγαίου, και έτσι είχε καταφέρει με τη βοήθεια των κατοίκων να τα καταλάβει σχεδόν ειρηνικά. Ο πόλεμος με τον Σανούδο τελειώνει με συμφωνία. Στον Σανούδο παραχωρούνται φέουδα στην Κρήτη και άλλα προνόμια. […] Ένας από τους όρους της ειρήνης ήταν ότι ο Σανούδος μπορούσε να πάρει μαζί του 20 οικογένειες αρχοντορωμαίων και ότι οι άρχοντες που θα τον ακολουθούσαν είχαν το δικαίωμα να πουλήσουν την ακίνητη περιουσία τους σε άλλους Έλληνες ή να την εμπιστευθούν σε όποιον ήθελαν, Έλληνα ή Βενετό, πράγμα που δεν απέκλειε την επιστροφή τους στο νησί»32. Το πιθανότερο, τα είκοσι μέλη από τις οικογένειες των «αρχοντορωμαίων», που έφερε μαζί του από την Κρήτη ο Μάρκος Α΄, θα περιβλήθηκαν

29.Ευτ. Η. Παπαδοπούλου, ό. π., όπου και ο σχολιασμός και η σχετική βιβλιογραφία. 30.Νίκος Σβορώνος, Το νόημα και η τυπολογία των Κρητικών Επαναστάσεων του 13ου αι., Σύμμεικτα, τόμ. Η΄, ΕΙΕ/ΚΒΕ,1989. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της Βενετοκρατίας (1211-1669), στο «Κρήτη. Ιστορία και Πολιτισμός», Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, 1988 και Silvano Borsari, Il dominio veneziano in Creta nel XIII secolo, Νεάπολη 1963, βλ. και π. Φλέα, τ. 8, 2006. 31.«Ο πρώτος Βενετός δούκας της Κρήτης, Ιάκωβος Tiepolo, δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα. Δέκα χρόνια μετά τη θητεία του στο νησί και αφού είχε διατελέσει προηγουμένως δυο φορές podesta της Κωνσταντινούπολης, εξελέγη δόγης της Βενετίας, συνδέοντας το όνομά του με την περίφημη κωδικοποίηση της βενετικής νομοθεσίας, τα γνωστά Statuta Venetorum», βλ. Χρύσα Μαλτέζου, Concessio Crete. Παρατηρήσεις στα έγγραφα διανομής φεούδων στους πρώτους Βενετούς αποίκους της Κρήτης, στο «Λοιβή. Εις μνήμην Ανδρέα Καλοκαιρινού», Ηράκλειο 1994. 32.Νίκος Σβορώνος, Το νόημα, ό. π.

23

με φέουδα, στη Νάξο ή και σ’ άλλα νησιά33. Ωστόσο δεν γνωρίζουμε την γαιοκτητική εξέλιξη των αρχόντων από την Κρήτη με την βυζαντινή καταγωγή, που εγκατάστησε στο δουκάτο του ο Μάρκος Α΄ Σανούδος. Ποιοι ήταν οι «αρχοντορωμαίοι»; Ποια είναι η ιστορία των αρχόντων της Κρήτης, αυτών που κατάγονταν από τα καθαρά γένη των Ρωμαίων; Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Β΄ ο Κομνηνός έστειλε στρατιωτικά αποσπάσματα υπό την ηγεσία 12 αρχοντόπουλων, δηλαδή μικρών ευγενών, γόνων αρχοντικών βυζαντινών οικογενειών, που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, για να επαναφέρουν την Κρήτη υπό την αυτοκρατορική εξουσία, στην οποία η τάξη είχε διασαλευτεί κατά τη διάρκεια της σφαγής των Λατίνων στη Κωνσταντινούπολη, και η οποία είχε στραφεί κατά των Ενετών που ήδη απολάμβαναν προνομίων στο νησί. Ο Αλέξιος Β΄ κατηγορούσε τους Κρητικούς ότι δεν έδιναν τα βασιλικά δοσίματα, ότι δεν δέχονταν τους κριτάς και τους επιτρόπους, ότι ήταν απειθείς. Εστάλησαν λοιπόν τα αρχοντόπουλα το 1182 επικεφαλής στρατιωτικών ταγμάτων για την ειρήνευση του νησιού. Κατάγονταν από περιφανείς βυζαντινές οικογένειες, καθαρά τα γένη, όπως οι Φωκάδες (από τους οποίους προήλθαν αργότερα οι Καλλέργαι), οι Αργυρόπουλοι ή Αγιοστεφανίτες, οι Μελισσηνοί, οι Βαρούχαι, οι Μουσούροι, οι Βλαστοί, οι Χορτάτζαι, οι Γαβαλάδες, οι Αρχολέοντες ή και Αρκολέοι, οι Λίτινοι, οι Καφάτοι, οι Σκορδίλαι34. Αυτοί, πριν την εγκαθίδρυση της βενετικής κυριαρχίας

33.Αιώνες αργότερα, το 1578, ανανεώνονται στο Κάτω Κάστρο της Άνδρου, τα φεουδαλικά δικαιώματα του Μαρίνου Αργέντα (Δαρζέντα), δηλαδή απόγονου Αργυρών, από τον Φραγκίσκο Κορονέλλο, και αφορούν κτήσεις του στη Σαντορίνη, βλ. Π. Γ. Ζερλέντης, Ιωσήφ Νάκης Ιουδαίος Δουξ του Αιγαίου Πελάγους 1566-1579, εν Ερμουπόλει, 1924. Δεν διασώζονται απ’ αυτήν ή προγενέστερη περίοδο ανάλογες ανανεώσεις φεουδαλικών δικαιωμάτων, που να δείχνουν κάποια σύνδεση με ονόματα «αρχοντορωμαίων». Τουλάχιστον απ’ ό,τι είναι γνωστό σ’ εμάς, μέχρι σήμερα. 34.Δεν γνωρίζουμε αν ανάμεσα στα είκοσι μέλη που ακολούθησαν τον Μάρκο Α΄ στη Νάξο υπήρχαν εκπρόσωποι κι από τις 12 οικογένειες των αρχοντόπουλων. Συναντάμε κατοίκους της Νάξου με επώνυμα των Κρητικών αρχόντων στα νοταριακά έγγραφα του 16ου και 17ου αιώνα. Τον κυρ Νικόλα Βαρούχα υιό του ποτέ Κυριακού Βαρούχα συναντάμε στις 26 Απριλίου 1573 να παραδίδει χωράφι που έχει «εις τα Κυπουρία […] ο διά μυσιάρικον παντοτηνόν», βλ. Ιάκ. Τ. Βισβίζης, Ναξιακά νοταριακά έγγραφα των τελευταίων χρόνων του Δουκάτου του Αιγαίου 1538-1577, στο Επετηρίς της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τ.4, 1951. Γαβαλάδες συναντάμε ως το 1689 στα νοταριακά έγγραφα: τον μάστρο Ιωάννη Γαβαλά να υπογράφει ως μάρτυρας. Συμβία του η Μαργαρίτα και θυγατέρα του η Καλή στην οποία αφήνει τα σπίτια στο Νιο Χωριό. Υπάρχει και ο Ντεμένεγος Γαβαλάς πρε, ιερέας του δυτικού ρίτου, δόγματος, τον οποίο συναντάμε σ’ αρκετές πράξεις. Είναι κάτοικος Μέσα Κάστρου και φαίνεται ότι διατηρεί κάτι περισσότερο από καλή σχέση με τον ορθόδοξο ιερομόναχο Μακάριο Χωματιανό, αφού ο τελευταίος, προγραμματίζοντας ένα ταξίδι, τον αφήνει επίτροπο στην εκκλησία του, την Αγία Θεοδοσία, βλ. Α. Σιφωνιού-Καράπα, Γ. Ροδολάκη, Λ. Αρτεμιάδη, Ο κώδικας του Νοταρίου Νάξου Ιωάννου Μηνιάτη 1680-1689, στο Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ.29, 1990. Σε έγγραφα με ημερομηνία 1646 και 1688 μαρτυρείται το τοπωνύμιο «του Άρκουλα» στις Τρίποδες, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ναξιακά Δικαιοπρακτικά Έγγραφα του 16ου αιώνος, στο Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου 1955/1958-59, και Κώδικα Μηνιάτη. Το 1652 Φεβρουαρίου 1 συναντάμε

24

στην Κρήτη, ήταν μεγάλοι γαιοκτήμονες, με κοινωνική και οικονομική δύναμη και εμφανίζονται να δρουν αμέσως μετά την βενετική κατάκτηση. Κατείχαν τη γη ως γονική, ως γονική επαρχία (επίσκεψις), ως πρόνοια, προνοιατικές δωρεές. Με την άνοδο στο θρόνο του Ανδρόνικου Κομνηνού (1183-1185) έχασαν τις εκτάσεις που τους είχαν παραχωρηθεί. Μετά την εκθρόνισή του πέτυχαν την έκδοση εγγράφου που επικύρωνε τις κτήσεις τους στην Κρήτη35. «Στις αρχές του 13ου αιώνα, η κοινωνική κατάσταση στην Κρήτη είναι ουσιαστικά η ίδια με εκείνη του σύγχρονου βυζαντινού κόσμου: από τη μια πλευρά, υπάρχει ανάπτυξη της μεγάλης ιδιοκτησίας, εκκλησιαστικής ή λαϊκής, και από την άλλη τάση μείωσης της περιουσίας των μεσαίων ή μικρών ανεξάρτητων ιδιοκτητών γης. Ειδικά στην περίπτωση της Κρήτης, η γεωγραφική θέση της, που την απομόνωνε από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, με τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας και της κοινωνίας της, ευνόησε ορισμένες αυτονομιστικές τάσεις των ισχυρών γαιοκτημόνων. Δύο έγγραφα του 12ου αιώνα μαρτυρούν ότι η εγχώρια άρχουσα τάξη είχε μεγάλα κτήματα πριν από τη βενετική κατάκτηση: σ’ αυτά τα έγγραφα (που έχουν σωθεί σε αντίγραφα και όχι στο πρωτότυπο) ο Κωνσταντίνος Δούκας, ο διοικητής της Κρήτης, αναγνωρίζει και επικυρώνει σε ορισμένες κρητικές οικογένειες τα γονικά τους κτήματα. Ένα άλλο έγγραφο, αμφίβολης γνησιότητας, αναφέρει ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Β΄ Κομνηνός μοίρασε την Κρήτη σε δώδεκα ευγενείς οικογένειες. Τα ονόματα των δώδεκα κρητικών οικογενειών συνδέονται με αυτά που μνημονεύονται στα άλλα δύο έγγραφα (πβ. Σήφακας: 129-40, όπου γίνεται ανεπιτυχής απόπειρα να αποδειχτεί η γνησιότητα του εγγράφου). Είτε είναι γνήσια τα έγγραφα είτε όχι, η πραγματικότητα που περιγράφουν είναι εξακριβωμένη: αυτές οι οικογένειες είχαν όντως στην κατοχή τους μεγάλη έγγειο περιουσία και η κοινωνική και οικονομική τους δύναμη και επιρροή μεγάλωνε όσο αποδυναμωνόταν ο αυτοκρατορικός έλεγχος. Επομένως, η βενετική κατάκτηση αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή για τις περιουσίες αυτών των οικογενειών παρά για τους μικρούς ελεύθερους ιδιοκτήτες γης. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν την ελληνική λέξη ‘αρχοντόπουλοι’ για την ντόπια αριστοκρα-

τον Γεώργη Αρκολέον, μισέρ, ως μάρτυρα στη δωρεά της Μαρούσας θυγατέρας Ιακώβου Κρίσπου, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αι., στο Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμ Ζ΄, 1968. Η άνωθεν Μαρούσα πιθανότατα ήταν θυγατέρα του τελευταίου δούκα Κρίσπι. Το 1680 συναντάμε τον Γεώργη Άρχολο να υπογράφει ως μάρτυρας, βλ. Κώδικα Μηνιάτη. Στην περιοχή του χωριού Σαγκρί συναντάμε την Παναγία την Αρκουλιώτισσα, βλ. Γεωργίου Δημητροκάλλη, Παναγία η Αρκουλιώτισσα, Παρνασσός, τόμ. ΙΣΤ΄, αρ.4, 1974, αναδημοσιεύεται στο τ. 8 του π. Φλέα. Ίσως το τοπωνύμιο και η εκκλησία να μαρτυρούν την εγκατάσταση των Αρκολέων στη Νάξο. Σήμερα στην Πάρο και στη Νάξο διασώζεται το επίθετο Αρκουλάς. Τον Γιάννη Σκορδίλη συναντάμε να υπογράφει ως μάρτυρας σε πώληση αμπέλου κατόπιν αποκοπής, βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ναξιακά ό. π. 35.Ν. Σβορώνος, Το νόημα, ό. π. Γ. Α. Σήφακας, Το χρυσόβουλον Αλεξίου Β΄ Κομνηνού και τα δώδεκα αρχοντόπουλα 1182 μ. Χ., Κρητικά Χρονικά, τ.Β΄.

25

τία, και ο θρύλος των Δώδεκα Αρχοντόπουλων ζούσε στη μνήμη του κρητικού λαού ως το τέλος της περιόδου της Βενετοκρατίας. Αιώνες μετά την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας, οι Κρητικοί που έφεραν τα ονόματα των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών του νησιού - Μελισσηνός, Σκορδίλης, Βλαστός - θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευγενείς της αυτοκρατορίας (nobili del impero) και περνούσαν από γενιά σε γενιά την πεποίθηση ότι σχετίζονταν με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. […] Όταν η Βενετία κατέλαβε την Κρήτη, […] οι Κρητικοί αντέδρασαν με μια σειρά επαναστατικών κινημάτων, που ανάγκασε τη Βενετία να τροποποιήσει την αρχική μορφή κοινωνικής οργάνωσης που είχε σχεδιάσει να εφαρμόσει στο νησί και να εγκαταλείψει την πολιτική αποκλεισμού του εγχώριου στοιχείου από το φεουδαρχικό σύστημα που είχε εγκαθιδρύσει. […] Η τοπική αριστοκρατία […] εξασφάλισε την ενσωμάτωσή της στο βενετικό σύστημα και την τοποθέτησή της σε ίση οικονομική θέση με τους ξένους φεουδάρχες»36. «Το 1211 οι Αγιοστεφανίτες που είχαν τις κτήσεις τους στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στη ζώνη που αποτέλεσε το σεξτέριο των Αγ. Αποστόλων, κατέλαβαν τα φρούρια του Μιραμπέλλου και της Σητείας κι έγιναν κύριοι της Α. Κρήτης. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες, ο δούκας της Κρήτης Ιάκωβος Tiepolo, ζήτησε τη βοήθεια του δούκα του Αρχιπελάγους, Μάρκου Σανούδου, στον οποίο υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα τριάντα ιπποτικά φέουδα (cavallerie). Ο Σανούδος, διαθέτοντας σημαντική στρατιωτική δύναμη, νίκησε τους επαναστάτες, αλλά επειδή ο Tiepolo αρνιόταν ή ανέβαλλε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του, συνεννοήθηκε με τον άρχοντα Σεβαστό Σκορδίλη –ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος στο κίνημα των Αγιοστεφανιτών– και μαζί κατέλαβαν τον Χάνδακα, αναγκάζοντας τον δούκα να εγκαταλείψει την πόλη μεταμφιεσμένος σε γυναίκα και να καταφύγει στο φρούριο του Τεμένους. Δεν άργησαν όμως να φτάσουν ισχυρές επικουρίες από τη Βενετία, με αποτέλεσμα ο Tiepolo να καταλάβει την Άνω Σύβριτο, όπου έκτισε φρούριο. Έπειτα, επέστρεψε στο Τέμενος και από κει κατευθύνθηκε προς τον Χάνδακα, τον οποίο κατέλαβε με έφοδο, αιχμαλωτίζοντας τον Στέφανο Σανούδο37, αδελφό του Μάρκου, και τον Diotisalvi από

36.Χρύσα Α. Μαλτέζου, Η Κρήτη, ό. π. 37.Για τον Στέφανο Σανούδο, αλλού τον αναγνωρίζουν ως ξάδελφο του Μάρκου Α΄, δεν έχουμε κάποια άλλη πληροφορία. Μετά την απελευθέρωσή του θα ακολούθησε τον δούκα, στη Νάξο. Ίσως να επέστρεψε στη Βενετία. Αν έμεινε θα του παραχωρήθηκαν, μάλλον, εκτάσεις στη Νάξο ή αλλού. Μπορεί να έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρου Λάσκαρη. Ίσως όχι. Δεν γνωρίζουμε αν απέκτησε οικογένεια. Σανούδοι απαντώνται στα δικαιοπρακτικά έγγραφα του 16ου και του 17ου αιώνα. Θα τους συναντήσουμε σύντομα σε μελέτες που ακολουθούν. Η δουκική οικογένεια των Σανούδων έχει ως ακολούθως: Ο Μάρκος Α΄ με την Λασκαρίνα απέκτησαν(;) δυο γιους: τον Άγγελο, που τον διαδέχτηκε και τον Ιωάννη που έζησε στη Χαλκίδα ως το 1260. Ταυτίζεται, άραγε, με τον κυβερνήτη της βενετικής αρμάδας που το 1257 υπέγραψε ως μάρτυρας την πολεμική συμ-

26

την Bοlogna38, αρχηγό των στρατευμάτων του. Σύμφωνα με πληροφορία που μας δίνει το χρονικό του Αντωνίου Καλλέργη, στη διάρκεια της μάχης στο Τέμενος βρήκαν το θάνατο ο Νικόλαος Σεβαστός, ο Μάρκος Cavallarici, ο Στέφανος Σκορδίλης και ο Θεοτόκης Αγιοστεφανίτης, όλοι ‘capitani del Sanuto’. O Σανούδος, παρόλο που είχε ακόμη στην κατοχή του επτά φρούρια, μεταξύ των οποίων τα φρούρια του Μυλοποτάμου, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου, αποφάσισε να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να συνθηκολογήσει με τον Tiepolo (τέλη του 1212 ή αρχές του 1213).

φωνία Βενετών και ηγεμόνων της Εύβοιας εναντίον του πρίγκιπα της Αχαίας; Μάλλον τους γιούς του ο Μάρκος Α΄ τους είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο. Ο Άγγελος, δεύτερος δούκας ( 1228-1262), παντρεύτηκε την θυγατέρα του Μακάριου De Ste Menehould, δεν διασώθηκε το όνομά της, κι απόκτησε τρία παιδιά : τον Μάρκο Β΄, που τον διαδέχθηκε, μια θυγατέρα, την Να, που παντρεύτηκε τον Παύλο Navigajoso, Μέγα Δούκα της Λήμνου, και τον Μαρίνο, στον οποίο είχε παραχωρηθεί η «μισή Νάξος» κι ολόκληρη η Πάρος και η Αντίπαρος, κατά τον Hopf. Αυτός νυμφεύθηκε την Πόρτσια, την θυγατέρα του Γουλιέλμου Α΄ da Verona. Ο Μάρκος Β΄, τρίτος δούκας (1262-1303), νυμφεύθηκε μιαν αδελφή του Μαρίνου ή Μαρίνου ντάλλε Κάρτσερι, ηγεμόνα της κεντρικής Εύβοιας κι απόκτησε τρεις γιους. Τον Γουλιέλμο, που τον διαδέχθηκε, τον Φραγκίσκο, κύριο της Μήλου (1286), που παντρεύτηκε την Cassandra De Tournay, και τον Μάρκο, τον κύριο της Gridia, όπως ονόμαζαν τ’ Αγρίδια στην Άνδρο οι Λατίνοι, –η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από την Άνδρο,– που είχε και περιουσία στη Χαλκίδα. Υπήρξε ο παππούς του Spezzabanda. Πρόσφατα συναντήσαμε έναν τέταρτο γιο, τον Γιλβέρτο, που σκοτώθηκε στην Παλαιόπολη της Ηλείας στη μάχη μεταξύ Καταλανών και της πριγκίπισσας της Αχαΐας, Ματθίλδης της Αραγώνας, το 1316, βλ. Μ. Κουμανούδη, Για ένα κομμάτι γης. Η διαμάχη Σανούδων – Γκίζι για το νησί της Αμοργού (14ος αι.), Θησαυρίσματα, τ. 29, Βενετία 1999. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για νόμιμο ή για «φυσικό», νόθο, γιο του Μάρκου Β΄. Ο Γουλιέλμος Α΄, τέταρτος δούκας (1303-1323), απόκτησε έξη παιδιά. Τον Νικολό, που παντρεύτηκε την Jeannette De Brienne, τον Ιωάννη, τον Μαρίνο, κύριο της Ίου, ιππότη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (1347), τον Μάρκο ή Μαρκολίνο, αφέντη της Μήλου (1341-1376), τον Πιέτρο ή Περούλη ιππότη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (1347), και μια κόρη που παντρεύτηκε τον Πιέτρο Δάνδολο και πέθανε πριν το 1356. Ο Νικόλαος Α΄, δούκας του Αιγαίου Πελάγους, πέμπτος δούκας (1323-1341), δεν άφησε διάδοχο. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιωάννης. Υπήρξε ο πρώτος που υπέγραφε ως δούκας του Αιγαίου Πελάγους. Ιωάννης Α΄, έκτος δούκας (1341-1362), πέθανε χωρίς αρσενικό διάδοχο. Άφησε μια θυγατέρα, την Φιορέντσα. Η Φιορέντσα, έβδομη δούκισσα (1362-1371), είχε ήδη παντρευτεί τον Ιωάννη Dalle Carceri από το 1349, ο οποίος κατείχε τα 2/3 της Εύβοιας. Το 1358 χήρεψε και το 1364 παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Νικόλα Σανούδο τον επονομαζόμενο Spezzabanda, αυτός που διασκορπίζει τα στίφη του εχθρού. Ο Νικόλας θα κυβερνήσει ως τον θάνατό της, το 1371, και στη συνέχεια ως κηδεμόνας του ανήλικου γιου της, από τον πρώτο γάμο της, Νικολό. Ο Νικόλαος Β΄, Dalle Carceri, όγδοος δούκας, κυβέρνησε ως το 1383, οπότε δολοφονήθηκε από τον Φραγκίσκο Κρίσπο. Eδώ τελειώνει η δυναστεία που εγκαθίδρυσε ο Μάρκος Α΄ Σανούδος, βλ. Ανδρ. Λεντάκης, Το αρχοντολόϊ, ό.π. 38.Για τους Μπελώνια βλ. Νίκος Ανδρ. Κεφαλληνιάδης, Ο πύργος του Μπελώνια, ανάτυπον εκ της εφ. Ναξιακή Πρόοδος, Νάξος 1969 και Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Bologna, Belegno, Μπελώνια, π. Φλέα, 3, 2004.

27

Οι βενετοί χρονογράφοι αποδίδουν τη σύμπραξη Ελλήνων και Σανούδου σε προδοσία του τελευταίου. Όμως, η στάση του Σανούδου μπορεί να ερμηνευθεί, αν ληφθεί υπόψη η συμφιλιωτική απέναντι στο εγχώριο στοιχείο πολιτική που ακολουθούσε στο δουκάτο του. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, οι Κρητικοί να προτιμούσαν στη θέση του εκπροσώπου της Βενετίας να έχουν αυτόν ως ηγεμόνα. Από την άλλη μεριά, ο Σανούδος, μολονότι ήταν βενετός υπήκοος, είχε δώσει όρκο πίστης στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, άρα διατηρούσε την αυτονομία του σε σχέση με τη Βενετία. Πιθανότατα, μάλιστα, να απέβλεπε σε μια μελλοντική παραχώρηση της Κρήτης από τη μητρόπολη, όπως είχε συμβεί με την περίπτωση της Κέρκυρας, που είχε παραχωρηθεί το 1207 ως φέουδο από την ίδια τη Βενετική Πολιτεία σε ευγενείς Βενετούς. Οι κυριότεροι όροι της συνθήκης μεταξύ του δούκα του Αρχιπελάγους και του Τiepolo αφορούσαν την παράδοση στους Βενετούς των φρουρίων που είχε ο πρώτος στην κατοχή του, την αμοιβαία ανταλλαγή των αιχμαλώτων και τη χορήγηση γαλερών και άλλων πλοίων στον Σανούδο, προκειμένου να επιστρέψει στη Νάξο. Ο δούκας της Κρήτης υποχρεωνόταν να καταβάλει στον Σανούδο 1500 υπέρπυρα, εκτός από άλλα 800 για την παράδοση των φρουρίων. Ο Σανούδος θα έπαιρνε, επίσης, 1000 υπέρπυρα από τους Έλληνες των περιοχών που ήταν στην κατοχή του. Από τα εδάφη αυτά θα παραλάμβανε, ακόμη, 3000 μουζούρια σιτάρι και 2000 μουζούρια κριθάρι39. Παράλληλα, υποχρεωνόταν να μην επιστρέψει στην Κρήτη, παρά μόνον ύστερα από πρόσκληση του Δούκα της Κρήτης. Ιδιαίτερα σημαντικός από την άποψη των σχέσεων που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον Σανούδο και στους Κρητικούς είναι ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο μπορούσαν να ακολουθήσουν τον Μάρκο Σανούδο στη Νάξο ως είκοσι Έλληνες άρχοντες με τα άλογά τους. Οι τελευταίοι είχαν το δικαίωμα πριν φύγουν, να εμπιστευθούν τα σπίτια τους σ’ όποιον ήθελαν, Έλληνα ή Λατίνο. Με τη συνθήκη αυτή έληξε η πρώτη εναντίον των Βενετών επανάσταση, χωρίς ουσιαστικά οφέλη ή ζημιές ούτε για τον Σανούδο ούτε και για τους Κρητικούς»40. Η πολιτική της συμφιλίωσης.

Η «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ», την οποία ακολουθούσε ο Μάρκος Σανούδος απέναντι στο εγχώριο στοιχείο των νησιών, αποτελεί το λιθαράκι, υποστηρίζεται, πάνω στο οποίο θα πρέπει ν’ ακουμπήσουμε για να κατανοήσουμε τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν στην Κρήτη ανάμεσα στους Κρητικούς ευγενείς και στον Δεσπότη Νάξου και Άνδρου. Αποτελεί μια εξήγηση, όχι

39.Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, 3000 μουζούρια σιτάρι και 2000 μουζούρια κριθάρι εισαγωγή από την Κρήτη στη Νάξο αρχές του13ου αιώνα, σ’ αυτό το τεύχος. 40.Χρύσα Α. Μαλτέζου, Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο «Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.

28

κατ’ ανάγκη ικανοποιητική. Ωστόσο, η «συνύπαρξη» Σανούδου και κρητικών αρχόντων, ή μέρους της κρητικής αριστοκρατίας, μάλλον δεν θα πρέπει να συγχέεται με την πολιτική που ακολουθούσε ο Βενετός ηγεμόνας στις κτήσεις του, στα Κυκλαδονήσια, και μάλλον δεν οφείλεται στην «συμφιλιωτική πολιτική» που ακολουθούσε ο Μάρκος Α΄ απέναντι στους νησιώτες υπηκόους του. Οι κρητικοί άρχοντες δεν σκόπευαν να αποτινάξουν τον βενετικό ζυγό, αλλά να ενταχθούν στο σύστημα διοίκησης της Γαληνοτάτης, μ’ όρους τέτοιους που δεν θα έθιγαν την προγενέστερη θέση που κατείχαν στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η απάντηση λοιπόν συνάγεται από τα όσα ήδη γνωρίσαμε παραπάνω: όσο πιο εξασθενημένη και αδύναμη θα ήταν η παρουσία της κυβερνητικής και διοικητικής μηχανής της Βενετίας στην Κρήτη τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η κοινωνική και οικονομική δύναμη και επιρροή των Ελλήνων αρχόντων μεταξύ του εγχώριου πληθυσμού. «…η βενετική κατάκτηση αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή για τις περιουσίες αυτών των οικογενειών…». Κατά συνέπεια, η παρουσία της βενετικής διοίκησης απειλούσε τη θεσμική, κοινωνική και πολιτισμική δύναμη και επιρροή που ασκούσαν στον εγχώριο πληθυσμό. Το συμφέρον από τη σύμπραξή τους με τον Σανούδο είναι προφανές. Αυτή την πραγματικότητα και τους στόχους των κρητικών αριστοκρατών, ερχόταν να ενισχύσει η καταγωγή, η νομική και πολιτική θέση του Σανούδου στη νέα Λατινική Ρωμανία, ως Βενετού αλλά και ως υποτελή του Λατίνου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Ο Σεβαστός Σκορδίλης, και άλλοι κρητικοί άρχοντες, σωστά εκτίμησαν την κατάσταση και τα δεδομένα που διαμορφώνονταν ή μπορούσαν να διαμορφωθούν και επέλεξαν να διακινδυνεύσουν και να προτιμήσουν ως νέο άρχοντά τους το νέο ηγεμόνα των Κυκλάδων από την παρουσία της ισχυρής, δυναμικής και γραφειοκρατικής κυβέρνησης της Βενετίας, από την οποία ουδέποτε θέλησαν ν’ απαλλαγούν. Αλλά, το πιθανότερο, και από τη μεριά του Σανούδου, η «συμφιλίωση» ανάμεσα σ’ αυτόν και στο εγχώριο ελληνικό στοιχείο αποτέλεσε εξέλιξη που την επέβαλε η ανάγκη, αφού η δική του ηγεμονία είχε ορφανέψει από άρχοντες, αλλά και επειδή τα σχέδιά του ξεπερνούσαν τα στενά όρια της μικρής του ηγεμονίας. Το πιο πιθανό, επρόκειτο για μια πολιτική «οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης», όπως θα λέγαμε σήμερα. Έτσι, είτε ιδρυόταν μια νέα αυτόνομη ηγεμονία είτε εγκαθίστατο ως εκπρόσωπος της Βενετίας στην Κρήτη, με τη θέληση των Ρωμαίων Κρητικών ευγενών, η δομή της νέας ηγεμονίας, Κρήτης και Κυκλάδων νήσων, θα ήταν περισσότερο συνεκτική και ανθεκτική και οι δυνατότητές της, δημογραφικές, οικονομικές και στρατιωτικές, απείρως μεγαλύτερες. Επίσης σημαντικός, ρυθμιστικός, θα ήταν ο ρόλος της στο Αιγαίο και την ευρύτερη περιοχή της Α. Μεσογείου. Θεμελιωμένη στο φεουδαλικό σύστημα, ή, έστω, στις γαιοκτητικές αρχές και σχέσεις όπως τις αντιλαμβάνονταν οι Βυζαντινοί, ή και αποδεχόμενη ένα συγκερασμό αυτών των δύο, με την αποδοχή και το σεβασμό των συνηθειών κάθε κοινότητας, η νέα ελληνο-λατινική κοινωνία θα ήταν δυναμική, μακροβιότερη και θα αποτελούσε παράδειγμα για Έλληνες και Λατίνους. 29

Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ήλπισε να αποκτήσει η δική του ηγεμονία. Ελπίδα ή ανάγκη; Ήταν πρακτικός άνθρωπος. Σε τι συνίστατο η αναγκαία από τα πράγματα «πολιτική της συμφιλίωσης»; Στην ένταξη της εγχώριας και της νέας αριστοκρατίας, που τον ακολούθησε από την Κρήτη στο δουκάτο, στη νέα φεουδαλική τάξη; Στην αναγνώριση της θέσης, που ήδη κατείχε στη βυζαντινή αυτοκρατορία, και στη νέα οικονομική, κοινωνική, ρωμαιοκαθολική τάξη και ιεράρχηση των νησιών; Στην αποδοχή των συνηθειών και των εθίμων της; Στην αναγνώριση των δικαιωμάτων των χωριών και των χωρικών; Είχε κάποιες ιδέες από τις εμπειρίες που είχε αποκτήσει στη Ρωμανία, αλλά σκεπτόταν ότι η «συμφιλιωτική» πολιτική θα έπρεπε να γίνει με τους δικούς του όρους και δεν ήταν εύκολο να παραιτηθεί από τα δικά του συνήθεια. Όμως, παντού στη Ρωμανία, ό,τι σκέπτονταν οι νεήλυδες και επήλυδες κατ’ ανάγκη δεν συνέβαινε: η κατάκτηση του 1204, τελικά, αποδείχθηκε δυσχερέστατο έργο για Βενετούς και Λατίνους. Αυτή η πολιτική, η «συμφιλιωτική», θα εξελισσόταν στα νησιά μάλλον σε μια πολιτική ισορροπιών με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δυναστείας του. Όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες… Άρχοντες και αγρότες Ρωμαίοι στη νέα ηγεμονία.

ΟΙ «ΣΥΝΘΗΚΕΣ»;!… Μια σύνθεση από σχεδιασμούς, που εκπορεύονταν από διαφορετικά κέντρα και, επομένως, συμμετείχαν σ’ αυτήν διαφορετικοί όσον αφορά τη θρησκεία, την εθνότητα, τα θέσμια, τις πολιτισμικές συνήθειες - αντίπαλοι που είχαν ένα κοινό στόχο: την κατοχή, με πλήρες δικαίωμα κυριότητας, και εκμετάλλευση των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Υποθέτουμε ότι κύριο μέλημα του Μάρκου Α΄ Σανούδου υπήρξε η εμπέδωση της πολιτικής εξουσίας του. Η εμπέδωση μιας διακυβέρνησης ικανής να συσπειρώνει τους νησιώτες υπηκόους του και να τους οργανώνει για την επίτευξη μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιδιώξεων, τις οποίες έθετε η εξουσία του και έφεραν τη σφραγίδα της λογικής αυτής της εξουσίας. Από ποιον παράγοντα εξαρτιόταν η επιτυχία αυτής της διακυβέρνησης; Από το αν οι Ρωμαίοι είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν στους Λατίνους ή αν θα τους αποδέχονταν, θα έκρινε σε μεγάλο βαθμό την εμπέδωση της πολιτικής ηγεμονίας των Σανούδων στις Κυκλάδες νήσους. Ότι η αντίσταση στους Λατίνους, μετά την είσοδο των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, στις 12 Απριλίου του 1204, ήταν ανύπαρκτη ή ανοργάνωτη, χωρίς συνοχή και διάρκεια, έχει κατά καιρούς αποδοθεί σε διάφορους λόγους και αιτίες από τους μελετητές, οι οποίοι θεωρούν ότι απαντούν σε ερωτήματα όπως: είχαν τις δυνατότητες ή υπήρχαν οι προϋποθέσεις αντίστασης των Ρωμαίων στους Λατίνους; Όποια κι αν ήταν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι μελετητές δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι οι αντιδράσεις των Ρωμαίων απέναντι στους Λατίνους ήταν πρωτίστως πολιτικής 30

φύσεως κι όχι στρατιωτικής. Και ότι αυτή η δραστηριότητα έλαβε χώρα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Στη Νάξο και στην Άνδρο, πιθανόν, η αντίδραση απέναντι στους Λατίνους είχε και τα δύο χαρακτηριστικά: η στρατιωτική δράση κατέληξε στην καταστροφή της εγχώριας αριστοκρατίας, όπως έμμεσα μαρτυρείται από τα μνημεία που οικοδομήθηκαν ή και αγιογραφήθηκαν στο νησί της Νάξου μετά την λατινική κατάκτηση: σ’ αυτά οι κτήτορες ή οι δωρητές δεν είναι άρχοντες. Η απάντηση των Ρωμαίων στους κατακτητές ήταν κυρίως η παθητική αποδοχή της κατάκτησης προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη φυσική βία των καλά οπλισμένων Λατίνων, να περιορίσουν τις λεηλασίες, να διασφαλίσουν τα υπάρχοντα του πληθυσμού, να προλάβουν τη σύναψη μιας συμφωνίας της οποίας οι όροι θα διαμορφώνονταν κάτω από την απειλή των όπλων. Δεν θα σταματήσουν εδώ. Σ’ ολόκληρη την κατακτημένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στη Ρωμανία, θα ξεσπάσουν επαναστάσεις όταν οι Λατίνοι, στα εδάφη που έθεσαν υπό την επικυριαρχία τους, αρνήθηκαν να δεχθούν την προσφορά των αρχόντων της περιοχής να μπουν στην υπηρεσία τους ή όταν αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τις κτήσεις και τα δίκαιά τους, που τους είχαν παραχωρηθεί από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Οι κάτοικοι των πόλεων προσπαθούν να περισώσουν τις πόλεις τους και παραδόθηκαν μόνον όταν υπήρξε εγγύηση ότι θα διοικηθούν με τις συνήθειες με τις οποίες τους είχαν διακυβερνήσει οι βυζαντινοί αυτοκράτορες: μόνον δηλαδή όταν οι Λατίνοι συμφώνησαν να

«έχουσιν τα οσπίτιά τους ομοίως τα γονικά τους», ότι « όλα τα αρχοντόπουλα, όπου είχασιν πρόνοιες, να έχουσιν ο κατά εις, προς την ουσίαν όπου είχεν, […] και οι χωριάτες των χωριών να στέκουν ωσάν τους ηύραν»41. Ανάλογες πρέπει να υπήρξαν οι σκέψεις και η στάση των Κυκλαδιτών. Στην Τήνο φαίνεται ότι είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό κατανοητή η νέα τάξη πραγμάτων από τους εγχώριους άρχοντες. Λιγότερο στη Νάξο. Δεν αποτελούσε λύση για τους εγχώριους άρχοντες η εξορία-μετανάστευση, επειδή στον τόπο της νέας εγκατάστασης δεν θα είχαν την ιδιοκτησία τους, τη βάση δηλαδή που τους πρόσφερε την κοινωνική δύναμη και το κύρος. Γι’ αυτούς, οι λύσεις στα προβλήματά τους ήταν ή η ένταξή τους στη λατινική φεουδαρχική ιεραρχία, που θα τους επέτρεπε να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, ή η συμμετοχή τους στην αντίσταση στον κατακτητή. Η ένταξή τους θα γινόταν δυνατή μόνο με την προσφορά υπηρεσιών στο κατακτητικό έργο των Λατίνων.

41.Στ. Ν. Δραγούμης, Χρονικών Μορέως. Τοπωνυμικά-τοπογραφικά-ιστορικά, Ελεύθερη Σκέψη, 1994.

31

Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε το ρόλο που διαδραμάτισαν εκείνοι από τους εγχώριους που συντάχθηκαν με τον Σανούδο και τους νέους κυρίαρχους. Γιατί τον αποδέχθηκαν; Επειδή ήταν η πολιτική εξουσία που μπορούσε να εγγυηθεί την οικονομική και κοινωνική υπόστασή τους, που τους επέτρεπε να ενταχθούν στη φεουδαρχική ιεραρχία και να επιβιώσουν σαν κοινωνική ομάδα. Αυτή ήταν η απόφαση που είχε λάβει σ’ όλα τα εδάφη της πρώην Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το αρχοντολόϊ των Ρωμαίων, αντιμετωπίζοντας την καινούρια ηγεμονεύουσα τάξη, τους Λατίνους. Εξασφάλιζε τη συνέχειά τους, αφήνοντας στο περιθώριο το εγχώριο στοιχείο που αποτελούσε τη μεγάλη μάζα του νησιωτικού πληθυσμού, τους νησιώτες πάροικους, τους βιλλάνους, Ναξιώτες και λοιπούς Κυκλαδίτες. Σε κάποιους άλλους, εμπόρους και μεσάζοντες, τους επέτρεπε να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους στις εμπορικές ενασχολήσεις τους. Αλλά υπήρχε πάντα ο κίνδυνος της ανατροπής, και η θέση τους ήταν εκ των πραγμάτων μειονεκτική, αφού οι Λατίνοι καθόριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού, ενώ η ένταξη σήμαινε την ενσωμάτωσή τους σε μια νέα κοινωνία που ακολουθούσε τα δικά της θέσμια και είχε ίδιες πολιτισμικές αξίες. Τέλος, η ένταξη θα είχε ως συνέπεια την αμφισβήτησή τους από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: το γόητρό τους θα καταστρεφόταν στα πλαίσια της τοπικής βυζαντινής κοινωνίας, με δυσάρεστες συνέπειες για τη συνοχή, οικονομική, πολιτική και θρησκευτική, αυτής της κοινωνίας. Η εγκαθίδρυση της φεουδαρχίας σήμαινε, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, «τη μετατροπή της πολιτικής ισχύος σ’ ένα χαρακτηριστικό της γαιοκτησίας, όπου ο βυζαντινός άρχοντας θα βρισκόταν πλέον στο τέλος της λατινικής ιεραρχίας». Έτσι, όσοι, και όταν αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν υποτασσόμενοι στη φεουδαρχική ιεραρχία, «έθεσαν έναν όρο: να διατηρήσουν τα «σεβάσματά» τους, δηλαδή τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά τους, που τους εξασφάλιζε την παραδοσιακή ισχύ στο εσωτερικό της τοπικής βυζαντινής κοινωνίας»42. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι αν και τα Κυκλαδονήσια υπάγονταν στη βυζαντινή αυτοκρατορία ζούσαν «αυτοδιοικούμενα» κατά τη σύντομη περίοδο που προηγήθηκε της λατινικής κατάκτησης43, σύμφωνα με τα δικά τους Statuti Municipali, δημοτικά θέσμια, και υπεράσπιζαν «consuetudini, ragioni et giurisditioni», δηλαδή συνήθειες, δικαιώματα και δικαιοδοσίες των νησιωτικών κοινωνιών τους. Μάλλον, με τον όρο municipale, πρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για συμβούλιο προκρίτων στο οποίο συμμετείχαν οι εγχώριοι άρχοντες.

42.Π. Γουναρίδης, Οι πολιτικές προϋποθέσεις για την Αντίσταση στους Λατίνους το 1204, Σύμμεικτα, τόμ. Ε΄, ΕΙΕ/ΚΒΕ, Αθήνα 1983. 43.π. Μάρκος Φώσκολος, Το «Φέουδο» της Λατινικής Επισκοπής Τήνου. (Συμπληρωματικές πληροφορίες για τον φεουδαρχισμό και την εκκλησιαστική ιστορία της Τήνου), Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τομ. ΙΔ΄, 1991-1993.

32

Οι άρχοντες στις Κυκλάδες ήταν στρατιωτικοί; Υπήρχε η υποδομή για την οργάνωση της άμυνας, υποδομή στρατιωτική που την κινητοποιούσε η πολιτική βούληση των εγχώριων αρχόντων; Το γεγονός ότι στα τέλη του 12ου αι. κυριαρχούσε η μεγάλη ιδιοκτησία δεν σήμαινε ότι οι άρχοντες ήταν στρατιωτικοί, όσο κι αν ήταν διαδεδομένος ο θεσμός της πρόνοιας, ούτε ότι ήταν ανώτατοι στρατιωτικοί ή και πολιτικοί κρατικοί υπάλληλοι. Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης χαρακτήριζε τους άρχοντες των επαρχιών με τους όρους «θεματικός» και «κτηματικός», κι αυτοί οι όροι δεν σήμαιναν ότι οι άρχοντες ήταν στρατιωτικοί44. Για να αντισταθούν έπρεπε να διαθέτουν πολιτική εξουσία ικανή να τους συσπειρώσει και να οργανώσει την άμυνα των νησιών. Σε ποιο βαθμό η «αυτοδιοίκηση» υπήρξε ικανή να συσπειρώσει και να οργανώσει την αντίσταση, να λειτουργήσει δηλαδή ως πολιτική εξουσία, είναι ήδη γνωστό από το αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι Σανούδοι, είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη από τη συνοχή και τη συσπείρωση του εγχώριου στοιχείου των νησιών προκειμένου να εμπεδωθεί η ηγεμονία και η δυναστεία τους. Ο Μάρκος Α΄ Σανούδος γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση που επικρατούσε στις λατινοκρατούμενες χώρες. Ο ίδιος είχε λάβει μέρος στα γεγονότα της Κρήτης κι είχε γνωρίσει άμεσα τα χαρακτηριστικά, τον τρόπο σκέψης, τις ανάγκες, τη νοοτροπία των εγχώριων αρχόντων. Η εγκατάσταση και η χρησιμοποίηση αρχόντων στην ηγεμονία του, περίβλεπτων και περιφανών στην καταγωγή, που δεν ανήκαν στην εγχώρια Ναξιακή αριστοκρατία, και η ένταξή τους στη νέα φεουδαρχική ιεραρχία δεν έπρεπε να είναι περιστασιακή, αλλά οργανική και λειτουργική: με μια λέξη οι Ρωμαίοι άρχοντες έπρεπε να αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της νέας φεουδαλικής και ρωμαιοκαθολικής κοινωνίας. Όρισε λοιπόν, το πιθανότερο, «άρχοντες» και Λατίνους να μοιράσουν «τους τόπους και πρόνοιες». Κάλεσε Λατίνους και Έλληνες,

«μικρούς τε και μεγάλους, όλοι να οικονομηθούν […] τους τόπους όπου επρονοιάστηκαν […]»45. Τα αρχοντόπουλα από την Κρήτη, με την βυζαντινή καταγωγή, προσφέρονταν για να επανδρώσει την ηγεμονία του με το αναγκαίο δυναμικό, εκείνο που θα υπηρετούσε την πολιτική του: τη συσπείρωση του νησιωτικού πληθυσμού γύρω από τη δυναστεία του και τους στόχους της. Συσπείρωση που θα αποτελούσε εγγύηση για τη συνοχή και τη διάρκεια της ηγεμονίας του. Παράλληλα, ο νησιωτικός πληθυσμός, μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σ’ άρχοντες που μίλαγαν την ίδια γλώσσα, είχαν την ίδια θρησκεία και κατάγονταν από τους περίβλεπτους του Βυζαντίου. Ο Μάρκος Α΄ έδειξε εμπιστοσύνη,

44.Π. Γουναρίδης, Οι πολιτικές προϋποθέσεις, ό. π. 45.Στ. Ν. Δραγούμης, Χρονικών, ό. π.

33

τους γνώριζε και τον γνώριζαν, είχαν πολεμήσει μαζί, είχαν σκοτωθεί γι’ αυτόν, είχαν δείξει την προτίμησή τους σ’ αυτόν και τον ήθελαν ηγεμόνα τους στην Κρήτη αντί των Βενετών. Αν ο λαός και ο κλήρος χρησιμοποιούσαν τις θρησκευτικές διαφορές για να τον αντιπολιτευθούν, για τους «αρχοντορωμαίους» οι διαφορές αυτές ήταν αντικείμενο συζήτησης και η πολιτική νομιμοφροσύνη τους ήταν δεδομένη. Οι βυζαντινοί άρχοντες αναγνώριζαν σ’ αυτόν το βυζαντινό κρατικό πρότυπο, εγγυητή της ισχύος και του κύρους τους. Αλλά!… Η αναγνώριση της πολιτικής εξουσίας των Σανούδων ήταν ανεξάρτητη από την όποια πνευματική υποταγή που θα απαιτούσαν απ’ αυτούς οι διάδοχοί του ή η εκκλησία της Ρώμης. Δεν είχε δυσκολία να αποδεχθεί μια τέτοια συμπεριφορά, μια τέτοια αξίωση. Αυτοί, ορθόδοξοι, μπορούσαν να απορροφούν τους κραδασμούς των χωρικών βιλλάνων στην ύπαιθρο, να αναπτύσσουν ένα δίκτυο σχέσεων και ελέγχου στους κόλπους της Ελληνο-ορθόδοξης κοινωνίας των νησιών και να οργανώνουν ένα πεδίο σταδιοδρομιών ανεξάρτητων από τις σχέσεις γαιοκτησίας46. Μ’ αυτούς, τους «αρχοντορωμαίους», μπορούσε να προσφέρει στην ηγεμονία του την εσωτερική συνοχή από την οποία είχε ανάγκη και να δώσει ένα μήνυμα ανεξαρτησίας προς στους Λατίνους και κυρίως προς τη Βενετία. Τους έφερε και τους εγκατέστησε στη Νάξο και στα νησιά της ηγεμονίας του. Όμως, η σταδιακή κατάκτηση των νησιών, η σταδιακή δηλαδή ολοκλήρωση του δουκάτου, η διαρκής, για ένα αιώνα και πλέον, αμφισβήτηση της επικυριαρχίας των Σανούδων, από Λατίνους και Βυζαντινούς, διαμόρφωνε μια κατάσταση έκτατης ανάγκης, που απαιτούσε πολεμική ετοιμότητα, η οποία κλόνισε την οικονομική ισχύ και κοινωνική θέση των αρχόντων Ρωμαίων στα νησιά, και πιθανότατα οδήγησε στον αφανισμό τους ως τάξη. Ένας άλλος παράγοντας σταθερότητας και ισορροπίας στο δουκάτο υπήρξε, πιθανότατα, ένα στρώμα αγροτών εγκατεστημένων στα χωριά, ένα κοινωνικό στρώμα που κατελάμβανε μια θέση ενδιάμεση, ανάμεσα στους misser nobili και στην πλειοψηφία των χωρικών. Οι πληροφορίες για την ομάδα αυτή των αγροτών προέρχονται από τη Νάξο, από τις επιγραφές που διασώθηκαν στους ναούς της ναξιώτικης υπαίθρου. Αυτοί, οι Ναξιώτες του αγροτικού τοπίου, ήταν δωρητές ή ανακαινιστές ή και κτήτορες ναών, συνιδιοκτήτες: δεν υπήρξαν άρχοντες, ήταν αγρότες, οικογενειάρχες, ιερείς, κάποτε και ζωγράφοι. Υποθέτουμε ότι ανήκαν στο ανώτερο, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά στρώμα των αγροτών της ναξιακής υπαίθρου, αφού είχαν την οικονομική ευχέρεια να δαπανούν προκειμένου να κτίσουν ή να αναπαλαιώσουν ναούς ή και να καταβάλουν τη δαπάνη για την αγιογράφησή τους. Η δραστηριότητα αυτή ήταν μια μορφή αντίδρασης ή και αντίστασης

46.Π. Γουναρίδης, Τα Βυζαντινά Κράτη αποτέλεσαν εστίες αντίστασης στην επέκταση της κυριαρχίας των Λατίνων, στο «Σταυροφορίες», Επτά Ημέρες 2-32, Καθημερινή, Νοέμβριος 1998.

34

στη νέα φεουδαλική τάξη που έφερε, εγκατέστησε και ακολουθούσε την εκκλησία της Ρώμης; Πιθανόν. Όπως και νά ‘χει επρόκειτο για δραστηριότητες που έδειχναν προσήλωση των εγχώριων χωρικών στις βυζαντινές πολιτισμικές αξίες, τα έθιμα και τις συνήθειες, καθώς και τη συγκέντρωσή τους γύρω από την ορθόδοξη εκκλησία και την τοπική ηγεσία της. Πιθανότατα προέρχονταν από πάροικους, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Κράτος, «δημοσιακοί», ή στον ιδιοκτήτη προνομιακού κτήματος, ή ανήκαν σε μια ιδιαίτερη ομάδα αγροτών που ήταν γνωστοί στη βυζαντινή κοινωνία ως «ζευγαράτοι»47. Πιθανόν όμως να προέρχονταν από την ομάδα των «στρατιωτών», από τους αγρότες-καλλιεργητές που κατείχαν γη προσφέροντας στρατιωτικές υπηρεσίες στο βυζαντινό κράτος48. Η υπόθεση ότι δεν γνώρισαν, ως κοινωνική ομάδα, σημαντικές οικονομικές απώλειες εξαιτίας της κατάκτησης, καθώς και το ότι, αριθμητικά, επρόκειτο πιθανότατα για μικρή ομάδα μεταξύ των χωρικών αγροτών, που αποδείχθηκε ανθεκτική στο χρόνο, μάλλον ευσταθεί. Ο ρόλος της ομάδας αυτής, ρόλος ανάσχεσης των αντιδράσεων και εξομάλυνσης στη συνέχεια στην αγροτική ύπαιθρο, αξίζει να προσεχθεί και να ληφθεί υπόψη η σημασία της για τη συγκράτηση των χωρικών κοπιαστών, τη συνοχή και τη σταθερότητα της υπαίθρου στα πλαίσια της νέας ηγεμονίας. Εικάζουμε ότι το στρώμα αυτό των αγροτών υπήρξε και στ’ άλλα νησιά των Κυκλάδων, αλλά δεν γνωρίζουμε το μέγεθός του ούτε και τις πραγματικές δυνατότητές του. Οι οικονομικές δυνατότητες αυτού του ενδιάμεσου, μεταξύ των βιλλάνων και των φεουδαρχών, κοινωνικού στρώματος υπήρξαν, ασφαλώς, περιορισμένες. Κι αυτό το γνωρίζουμε από το γεγονός ότι οι εκκλησίες της περιόδου που ακολουθεί την κατάκτηση είναι μικρές, «είναι χτισμένες με κοινά 47.Δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της περιουσίας ενός ζευγαράτου, στη Νάξο, αρχές του 13ου αι. Ως ζευγαράτοι στη βυζαντινή κοινωνία εθεωρούντο όσοι κατείχαν κομμάτια γης γνωστά ως ζευγάρια. Ένα ζευγάρι σχεδόν ισοδυναμούσε με τη γη που μπορούσε να καλλιεργηθεί με ένα ζευγάρι βόδια, τα οποία υποτίθεται ότι είχαν οι ζευγαράτοι. Η οικονομική θέση τους σε σχέση με εκείνη των άλλων εξαρτημένων αγροτών μάλλον πρέπει να θεωρείται καλύτερη. 48.Ήταν δηλαδή κάτοχοι της οικονομίας-πρόνοιας στη βυζαντινή αυτοκρατορία, την εποχή των Κομνηνών. «Πρόνοια ή οικονομία: εκχώρηση εισοδημάτων ορισμένων γαιών από τον Αυτοκράτορα προς ιδιώτες, σε αντάλλαγμα για στρατιωτικές ή άλλες υπηρεσίες. […]». Από κοινωνική άποψη η θέση των προνοιαρίων, των ευεργετούμενων με την «πρόνοια», φαίνεται ότι ήταν προνομιακή: είχαν εξασφαλίσει ότι οι ιδιοκτησίες τους θα γίνουν κληρονομικές, εφόσον εκπλήρωναν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις που όφειλαν στο κράτος. Αυτό ήδη τους διακρίνει από τους εξαρτημένους αγρότες. Πιθανόν να μην καλλιεργούσαν οι ίδιοι τη γη. Να είχαν παροίκους ή να εκμίσθωναν τα κτήματά τους σε αγρότες, με αντάλλαγμα ένα μέρος της παραγωγής. Αυτό και πάλι τους τοποθετεί σε προνομιακή θέση, στα πλαίσια της αγροτικής κοινωνίας. Αυτοί οι στρατιώται αποτελούσαν ενδιάμεση κατηγορία ανάμεσα στην εγχώρια αριστοκρατία και τους εξαρτημένους αγρότες. Ωστόσο θεωρείται ότι οι στρατιώται αυτοί βρίσκονταν σε χειρότερη κατάσταση από τον αγρότη-στρατιώτη του Ι΄ αιώνα, και ότι τα έσοδά τους δεν ξεπερνούσαν τα 10 ή 12 υπέρπυρα το χρόνο, βλ. Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, Η Αγροτική κοινωνία στην ύστερη Βυζαντινή εποχή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001.

35

υλικά σε απλούστερες κατασκευές που έχουν ως μόνο στολίδι τις ελάχιστα δαπανηρές τοιχογραφίες[…]»49. Οικογενειάρχες, ιερείς, κάποτε και ζωγράφοι, ακριβώς εξαιτίας της ισχνής οικονομικής δυνατότητάς τους, θα εγκαινιάσουν το καθεστώς της συνιδιοκτησίας στους ναούς και θα χρειαστεί η συμβολή περισσότερων του ενός χορηγών προκειμένου να εικονογραφηθεί ένας ναός. Κάποια βελτίωση αυτής της κατάστασης, άγνωστο σε ποια έκταση και κάτω από ποιες συνθήκες, πραγματοποιείται μετά τα μέσα του 13ου αι. και στις αρχές του 14ου αι., καθώς στις νέες ή ξαναζωγραφισμένες εκκλησίες παρατηρείται «ποιοτικά ανώτερη ζωγραφική» αλλά είναι ενδεικτικό για το «παιδευτικό επίπεδο όλης της εποχής ότι οι επιγραφές είναι καλλιγραφημένες και ορθογραφημένες». Ποιες ήταν οι περιστάσεις που συνέβαλαν στην ανύψωση του παιδευτικού επιπέδου των κατοίκων της ναξιακής υπαίθρου δεν είναι γνωστές. Μάλλον, η Αυθεντία, τέλη του 13ου αι. και αρχές του 14ου αι., αντιμετωπίζοντας τις έξωθεν επιβουλές κι έχοντας ανάγκη την ενεργό υποστήριξη του ορθόδοξου στοιχείου, όχι μόνο επέδειξε ανοχή αλλά, πιθανόν, ενθάρρυνε δραστηριότητες αυτού του ενδιάμεσου στρώματος της ναξιακής υπαίθρου, όπως για παράδειγμα τη συνιδιοκτησία, ακίνδυνες για τη συνέχιση του καθεστώτος, που το έδεναν ακόμα περισσότερο με τους σκοπούς και τις αναγκαιότητες της δυναστείας των Σανούδων. Έτσι, δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι οι φράγκικες επιδράσεις στις εκκλησίες «είναι δυσδιάκριτες» και είναι μάλλον δύσκολο να γίνει δεκτή η άποψη ότι η απουσία δυτικών επιδράσεων μπορεί να «συνδυαστεί με τον άκρο συντηρητισμό, και ν’ αποκτήσει το νόημα μιας αφυπνισμένης ορθόδοξης, αν όχι εθνικής συνείδησης»50. Μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι., καθώς και τους επόμενους αιώνες, δεν συναντάμε, στα μνημεία που διασώθηκαν, ίχνη του ενδιάμεσου αυτού στρώματος της αγροτικής ναξιώτικης υπαίθρου. Γνωρίζουμε κάποιους από τους ανθρώπους αυτούς που συνέθεσαν αυτό το ενδιάμεσο στρώμα; Γνωρίζουμε. Αλλά οι ειδήσεις γι’ αυτούς είναι αποσπασματικές και έμμεσες. Είναι, κατά πάσα πιθανότητα, οι πρόγονοι των χωρικών της ναξιακής υπαίθρου που τα ονόματά τους διασώθηκαν σ’ επιγραφές ναών της Νάξου, οι οποίοι είδαν, αντίκρισαν, τον Μάρκο Σανούδο… και έζησαν την εμπειρία της κατάκτησης. Το 1270, στον Άγιο Νικόλαο, στο Σαγκρί, σε κτητορική επιγραφή, της οποίας σώζονται τμήματα, μαρτυρείται ο Νικόλαος Αναγνώστης και η συμβία του Ειρήνη. Το 1281, σε επιγραφή από το ναό των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, τον γνωστό σ’ όλους ναό με την ονομασία «Θεοτόκος», στ’ Απε-

49.Μαν. Χατζηδάκης, Εισαγωγικές Σημειώσεις, ό.π. 50.Στο ίδιο.

36

ράθου, μαρτυρείται ο Δημήτρης Μαβρικάς και η συμβία του Ειρήνη51. Το 1285/86, στον Άγιο Γεώργιου Νοσκέλου, σε επιγραφή συναντάμε τον Στέφανο τον υιό του παπά Χριστόφορου και την συμβία του, την Πλητή. Στον Άγιο Γεώργιο Διστόμου, από επιγραφή γνωρίζουμε τον Νικόλαο Στροβιλιάτη την συμβία και τα τέκνα τους52. Στην Παναγία του Αρχατού, 1285/86, μαρτυρείται ο ιερέας και ζωγράφος Μιχαήλ. Από επιγραφή στην Παναγία «στης Γιαλλούς», 1288/9, γνωρίζουμε τον Μιχαήλ (επώνυμο;). Επίσης στον ίδιο ναό, από άλλη επιγραφή, γνωρίζουμε τον Γεώργιο Πεδιάσιμο, τη συμβία του Μαρία και τα τέκνα αυτών. Στον ίδιο ναό, την Καλή της Χηώνου. Ακόμη τον Μιχαήλ του Ρ(;)ιάκητα και τη συμβία του Λεντού53. Τον Γεώργιο Καλοπόδι και την συμβία του Μαρία. Τέλος την Άννα της Κουτηνού και το τέκνο αυτής Επιφάνιο54. Στον Άγιο Στέφανο, στο Τσικαλαριό, από επιγραφή πληροφορούμαστε για τον Ξένο, τη συμβία του Καλή και τα τέκνα αυτών. Στον ίδιο ναό, από άλλη επιγραφή, μαρτυρείται ο Κάρπος, η συμβία του Μαργαρίτα και τα τέκνα αυτού55. Σε επιγραφή με χρονολογία 1309, στο νεότερο ζωγραφικό στρώμα της βασιλικής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην τοποθεσία Αφικλή, στ’ Απεράθου, αναγράφεται η Καλή η Φιλωτίτισσα ως δωρήτρια, και τα τέκνα αυτής. Επίσης ο ζωγράφος Νικηφόρος56. Στον Άγιο Γεώργιο Μαραθού, σε νεότερο ζωγραφικό στρώμα, αρχές 14ου αι., από επιγραφή μαθαίνουμε για κάποιον Φυρογένη και τον γιο του Νικήτα. Οι παππούδες των ανθρώπων αυτών, και του Μαβρικά, πιθανότατα, «στρατιώται» ή ζευγαράτοι, έζησαν την κατάκτηση της Νάξου και πιθανόν είδαν, αντίκρισαν, τον Μάρκο Σανούδο.

51.Γεώργιος Δημητροκάλλης, Συμβολαί εις την μελέτην των Βυζαντινών μνημείων της Νάξου, Αθήνα, 1972. Επίσης, Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Δυο επιγραφές στη Νάξο του 13ου αιώνα, σ’ αυτό το τεύχος. 52.Γιώργης Στυλ. Μαστορόπουλος, Άγνωστες χρονολογημένες επιγραφές 13ου και 14ου αιώνα από τη Νάξο και τη Σίκινο, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών (XVI, 1983). Αναδημοσίευση π. Ναξιακά. 53.Ν. Β. Δρανδάκης, Αι τοιχογραφίαι του ναού της Νάξου «Παναγία στης Γιαλλούς» (1288/9), Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΛΓ΄, Αθήνα 1964. Λεοντώ στους Βυζαντινούς, Λεντώ ή Λεντού σε έγγραφα της Τουρκοκρατίας. 54.Στο ίδιο. 55.Ν. Β. Δρανδάκης, Αρχαιολογικοί περίπατοι στη Βυζαντινή Νάξο, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμ. ΙΓ΄, 1985-1990, Αθήνα 1990. Τον 14ο αι. συναντάμε στις Σέρρες τον λόγιο Θεόδωρο Πεδιάσιμο και τον 13ο και 14ο αι. τον Ιωάννη Πεδιάσιμο που έγινε χαρτοφύλακας Βουλγαρίας και έγραψε σχόλια για αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Είναι πιθανόν και ο Γεώργιος Πεδιάσιμος της επιγραφής στην Παναγία «στης Γιαλλούς» να είχε καταγωγή από τη Μακεδονία. 56.Γιώργης Στυλ. Μαστορόπουλος, Οι εκκλησίες της περιοχής Φιλωτίου, στο «Φιλώτι», τόμ. Α΄.

37

Επίμετρο.

ΤΟ ΙΔΙΟ το γεγονός της κατάκτησης δημιούργησε νέα δυναμική. Οι ξένοι κυρίαρχοι, οι άποικοι, κουβαλούν στις αποσκευές τους τις δικές τους αντιλήψεις: πιστεύουν στην ανώτερη θρησκευτική ταυτότητά τους, στην αξία των δικών τους θεσμών, έχουν τη δική τους νοοτροπία, μιλούν άλλη γλώσσα, τη μητρική τους. Αλλά είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα των νησιών, τις συνήθειες και τα έθιμα των νησιωτών, τη θρησκεία τους, τη γλώσσα τους, και να ζήσουν μ’ αυτήν την πραγματικότητα. Ο εγχώριος πληθυσμός διέθετε τη δική του αφομοιωτική ικανότητα και προσδεκτικότητα απέναντι στην ξένη παρουσία. Και να αμύνεται γνώριζε, εφόσον κρινόταν σκόπιμο, προκειμένου να διατηρήσει τις δικές του συνήθειες, τη δική του πολιτισμική φυσιογνωμία και τη θρησκευτική ταυτότητά του. Η απουσία μαρτυριών δεν μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το μέγεθος της απορίας ή της αμηχανίας που θα κατέλαβε τον πληθυσμό μπροστά στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Αν και οι Λατίνοι και, κυρίως, οι Βενετοί, δεν ήταν άγνωστοι εντελώς, το αντίθετο συνέβαινε, σ’ αρκετούς από τους κατοίκους των νησιών57. Οι τοπικές συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, τα οποία ρύθμιζαν τη ζωή, τις μορφές και τις μεθόδους της παραγωγικής αλλά και της καθημερινής τους δραστηριότητας, εξακολούθησαν να ισχύουν, το πιθανότερο, προσαρμοζόμενα, αλλά και επηρεάζοντας, το δίκαιο του κατακτητή που, με τη σειρά του, προσαρμοζόταν στις συνθήκες τις οποίες αντιμετώπιζε. Όλες οι σφαίρες του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου επηρεάσθηκαν. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε την πλήρη ανατροπή του προγενέστερου νομικού και εθιμικού καθεστώτος, όπως ήδη αναφέρθηκε. Σε ποια κλίμακα εφαρμόστηκε το φεουδαρχικό σύστημα στις Κυκλάδες νήσους και σε ποιο βαθμό η νησιωτική βυζαντινή κοινωνία μετασχηματίστηκε ακολουθώντας τα δυτικά πρότυπα, είναι ένα θέμα στο οποίο δεν μπορεί να δοθεί απάντηση εδώ. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι το φεουδαρχικό σύστημα, όπως εφαρμοζόταν στη Δύση, δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στα εδάφη της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η εδραίωση της ηγεμονίας «πέρναγε» και μέσα από ένα γάμο με μια ελληνίδα πριγκίπισσα και την εγκατάστασή της στο θρόνο του δουκάτου; Ήταν

57.Γνωρίζουμε ότι με το χρυσόβουλο του 1198 ο Αλέξιος Γ΄ έδωσε προνόμια στους Βενετούς, στην Άνδρο, Κέα, Μήλο, βλ. Δ. Α. Ζακυθηνός, Μελέται, ό.π. Την περίοδο που προηγήθηκε της Τέταρτης Σταυροφορίας, η θέση που κατείχε το βενετικό εμπόριο στη βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 12ο αιώνα χαρακτηρίζεται ακμαία. « Όλα τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, όλα τα λιμάνια, οι πόλεις της άνω και κάτω Ρωμανίας, και τέλος κάθε περιοχή της ελληνικής αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από την Κέρκυρα, τριγυρίζοντας την Πελοπόννησο ως την Κωνσταντινούπολη, όλος ο τόπος (ήταν) γεμάτος ανθρώπους και εμπορεύματα βενετικά», βλ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Βενετία και Βυζαντινή παράδοση. Η εικόνα της Παναγίας Νικοποιού, Σύμμεικτα, τόμ.Θ΄, μέρος Β΄, Μνήμη Δ. Α. Ζακυθηνού, ΕΙΕ/ΚΒΕ, Αθήνα 1994.

38

ευκταίο. Η ευκαιρία δόθηκε στο Μάρκο Σανούδο ανέλπιστα, μετά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Βυζαντινών της Νίκαιας, όπου αιχμαλωτίσθηκε και βρισκόταν στη φυλακή, στη Σμύρνη. Ο αυτοκράτορας, Θεόδωρος Λάσκαρης, θα του προσφέρει την ελευθερία του και πριγκίπισσα για σύζυγο από τον οίκο του. Η Λασκαρίνα, γνωστή με το επίθετό της επειδή οι χρονογράφοι δεν διέσωσαν το μικρό της όνομα, αδελφή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρου Λάσκαρη, ή, κατ’ άλλους χρονογράφους, συγγενής του, την οποία νυμφεύθηκε ο Μάρκος Α΄, είναι αυτή που, κατά πάσα πιθανότητα, ανάμεσα στ’ άλλα προικιά της, έφερε την αμφιπρόσωπη εικόνα της Παναγίας, έργο του 12ου αι., που κοσμεί σήμερα το κεντρικό αλτάριο της Καθολικής Μητρόπολης58. Κάποιοι ιστορικοί δέχονται ότι απόκτησε με το Μάρκο Α΄ δύο γιους, τον δεύτερο δούκα Άγγελο και τον Ιωάννη που έζησε στη Χαλκίδα ως το 126059.

58.Δεν υπάρχει λόγος να δεχόμαστε την άποψη ότι και αυτή η εικόνα, ανάμεσα στις τόσες άλλες, όπως το θέλει η τοπική παράδοση, έφθασε στο νησί μας από τη θάλασσα, για να γλιτώσει από τη μανία των Εικονομάχων, όταν υπάρχει το γεγονός του γάμου του Μάρκου Α΄ με τη Λασκαρίνα. Υπήρχε συνήθεια, άρχοντες και πληβείοι, να δίνουν ως «προίκα και εις όνομα προίκας» εικονίσματα. Δεν ήταν ασυνήθιστο μια θυγατέρα του οίκου των Λάσκαρη να διέθετε μια τέτοια εικόνα, πραγματικό κόσμημα. 59.J.K.Fotheringham, Marco Sanudo, Conqueror of the Arcipelago, Oxford at the Clarendon Press,1915. Υπάρχουν δυο ομάδες βενετσιάνικων χρονικών από τις οποίες αντλούμε για τον Μάρκο Σανούδο. Απ’ αυτές η ομάδα Cronica antica θέλει η γυναίκα του Μάρκου Α΄ να είναι η αδελφή του αυτοκράτορα και απ’ αυτή την πληροφορία πρέπει να προέκυψε ότι ανήκε στην οικογένεια των Λάσκαρη. Οι Μ. Barbaro και Marin Sanudo καταλήγουν ότι μπορεί να μην ήταν αδελφή του αυτοκράτορα της Νίκαιας αλλά πάντως ανήκε στην οικογένεια Λάσκαρη, χωρίς να προσδιορίζεται το μικρό της όνομα. Φαίνεται ότι η άποψη αυτή προέρχεται από κάποια γενεαλογία που βρισκόταν στην κατοχή της οικογένειας των Σανούδων. Ο Hoph από την άλλη πλευρά υποθέτει ότι η πριγκίπισσα ανήκε στην οικογένεια των Αγγέλων στην οποία ανήκε η αυτοκράτειρα Άννα. Αυτή η υπόθεση οφείλεται στο ότι ο διάδοχος του Σανούδου ονομάστηκε Άγγελος, όνομα που προηγουμένως δεν είχε χρησιμοποιηθεί στις οικογένειες των Καντιάνι και των Σανούδων. Το επιχείρημα δεν είναι ισχυρό. Γιατί το όνομα Άγγελος δεν ήταν άγνωστο στην οικογένεια Σανούδου πριν απ’ αυτή την ημερομηνία. Όταν το Μάρτιο του 1196 ο βενετσιάνικος στόλος στην Άβυδο αρνήθηκε να γυρίσει και έπρεπε να μαζευτούν χρήματα για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα και να παραμείνουν στις θέσεις τους, 179 αξιωματούχοι θεωρήθηκαν ότι είχαν τα χρήματα γι’ αυτό το σκοπό. Τα ονόματά τους και η συνεισφορά τους αναγράφονται σε χειρόγραφο της βιβλιοθήκης του Αγίου Μάρκου που έχει δημοσιευθεί από τους Tafel και Tomas. Δύο μέλη της οικογένειας Σανούδου εμφανίζονται στον κατάλογο, ο Leonardo που πρέπει να είναι αδελφός του Μάρκου και ο Άγγελος που φαίνεται να είναι άνθρωπος κάποιου κύρους. Σ’ όλα τα γεγονότα η συνεισφορά του που ανερχόταν στα 99 υπέρπυρα ή περίπου 45 λίρες στερλίνες, είναι 17ος στη σειρά του καταλόγου. Ο γιος του Μάρκου θα μπορούσε κάλλιστα να ονομασθεί Άγγελος εξαιτίας αυτής της πλούσιας συγγένειας. Πρέπει επίσης να υπολογίσουμε την πιθανότητα ο γιος να ήταν καρπός ενός προγενέστερου γάμου. Σύμφωνα με τον Σωζέ ο Άγγελος ήταν 26 χρόνων όταν τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Ακόμα κι αν δεχτούμε όσα υποστηρίζει ο Σωζέ, ο Άγγελος πρέπει να γεννήθηκε πριν από την εκστρατεία στην Ασία. Ο Σωζέ επίσης πληροφορεί ότι ο Μάρκος συνοδευόταν από τον Άγγελο όταν πήγε να επισκεφθεί τον αυτοκράτορα Ερρίκο στην τελευταία εκστρατεία του, το 1216, κι άφησε τον Άγγελο επικεφαλής των δυνάμεών του στο δουκάτο, όταν επέστρεψε στη Νάξο μετά την εκλογή

39

Έφερε ο Μάρκος Σανούδος τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στη Νάξο; Μάλλον ναι. Παρά το ότι, τελικά, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του δεν εγκαταστάθηκε λατίνος επίσκοπος στη Νάξο, είναι αυτός, πιθανότατα, που «επέβλεψε» για την εγκατάσταση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Νάξο, με την παραχώρηση του μοναστηριού του Σωτήρα Χριστού, του Φωτοδότη, στους Βενεδικτίνους μοναχούς, το 122760, και την ίδρυση της «Αδελφότητας του Αγιωτάτου Σώματος του Χριστού» τον προηγούμενο χρόνο, το 1226, από Ναξίους Καθολικούς μη ιερωμένους61. Προετοίμασε το έδαφος, εν τέλει, με τον περιορισμό και τη χειραγώγηση της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ορθοδόξων μοναστηριών. Ενάντια στη δική του και του διαδόχου του θρησκευτική πολιτική στρεφόταν, πιθανότατα, η «ταραχή των σχισματικών» Ναξίων της αγροτικής υπαίθρου62. Ο Μάρκος Α΄ έβλεπε ότι οι Κυκλάδες ήταν δύσκολο να επιβιώσουν ως κρατική οντότητα μόνο με τις δικές τους δυνατότητες. Οι Βενετοί, οι Λατίνοι γενικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, δεν βιάστηκαν ή δεν φάνηκαν πρόθυμοι να αποικίσουν τις νέες κτήσεις. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, στην Κρήτη πρώτα, στη Σμύρνη στη συνέχεια, αν και απέτυχαν από στρατιωτική άποψη, συνέβαλαν, αν όχι στην ενδυνάμωση, στην προστασία τελικά αυτής της νησιωτικής ηγεμονίας, που έδειξε ότι διέθετε τη θέληση αλλά και τη δύναμη της στρατιωτικής επέμβασης προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντά της. Στην Κρήτη ήλπισε, και με την υποστήριξη Ελλήνων γαιοκτημόνων, ότι θα έπειθε τη Βενετία να του παραδώσει την ηγεμονία της Κρήτης, όπως αυτή είχε ήδη πράξει με την περίπτωση της Κέρκυρας, που την πα-

του αυτοκράτορα Πέτρου το 1217. Ο Σωζέ δεν έχει έγκυρες πληροφορίες για όλα αυτά αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο Άγγελος αντιπροσώπευσε τον πατέρα του για να αποδώσει ομάτζιο(= ομολογία πίστης) σύμφωνα με τον δούκα Μάρκο Β΄, στον αυτοκράτορα Ροβέρτο ο οποίος ήταν στη Ρωμανία από το 1221-1227. […]». Μεγάλη είναι η σύγχυση γύρω από τα πρόσωπα και τις δραστηριότητες του Άγγελου και του Μάρκου Β΄ Σανούδου και οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στις ανεπαρκείς πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του ο Ιησουίτης ηγούμενος και συγγραφέας του έργου «Ιστορία των αρχαίων δουκών και λοιπών ηγεμόνων του Αιγαίου Πελάγους», Ροβέρτος Σωζέ. 60.Βλ. B. J. Slot, Ένα δίπλωμα, ό. π. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το αν το τάγμα αυτό, των Βενεδικτίνων, ήρθε και πότε στη Νάξο, αν εγκαταστάθηκε και ποιες δραστηριότητες ανέπτυξε. Το μοναστήρι του Φωτοδότη Χριστού, το πλουσιότερο στη Νάξο, - όπως πληροφορούμεθα από μεταγενέστερες πηγές, - υπήρχε λοιπόν από τη βυζαντινή εποχή, πριν την κατάκτηση των Λατίνων. Το παραχωρητήριο έγγραφο του μοναστηριού από τον Μάρκο Α΄ επιβεβαιώνει την άποψη αυτή. Τις όποιες ειδήσεις για την παλαιότητα του μοναστηριού τις είχαμε, μέχρι τώρα, από τον Ιησουίτη μοναχό Λίχτλε, που υποστήριξε ότι κτίσθηκε «κατά μίαν ημίσβεστον επιγραφήν εις τους 1497». H τοπική παράδοση ήθελε το μοναστήρι να το έκτισε βυζαντινός πρίγκιπας ή βυζαντινή βασιλοπούλα, βλ. Ν. Α. Κεφαλληνιάδης, Το Μοναστήρι του Φωτοδότη στο Δανακό-Νάξου, Αθήνα 1968, βλ. και π. Φλέα, τ.7, 2005. 61.Ιωάν. Ν. Δέλλα Ρόκκας, Η Καπέλλα Καζάτζα, η Αδελφωσύνη και η Εμπορική Σχολή Νάξου, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμ. Δ΄, 1964, Αθήνα, αναδημοσιεύτηκε στο π. Αρχατός, τ.1, 1997. 62.Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Η «Ταραχή των Σχισματικών», ό. π., π. Φλέα, τ.5, 2005.

40

ραχώρησε σε βενετούς ευγενείς. Η επικυριαρχία της Κρήτης ή η σταθερή ανάμειξη στις υποθέσεις της, αποτελούσε εγγύηση για την ηγεμονία του, τα νησιά του Αρχιπελάγους, καθώς η κατοχή της Κρήτης και η γεωπολιτική της εποχής καθόριζε την επιβίωση της γαλλικής ηγεμονίας στην Αχαΐα. Αν και δεν υπολόγισε σωστά τα στρατηγικά σχέδια της Γαληνοτάτης, η επιχείρηση δεν πήγε άσχημα: απέκτησε φέουδα στην Κρήτη, nobili για τη φτωχή σε ευγενείς ηγεμονία του, δίχως τους οποίους η εγκαθίδρυση φεουδαλικής πολιτείας αλλά και η εδραίωση της δικής του δυναστείας θα ήταν αδύνατη, άνοιξε εμπορικό δίαυλο για τα δημητριακά, την ξυλεία που χρειαζόταν για την κατασκευή πλοίων, αλλά και γι’ άλλα προϊόντα που παράγονταν στην επικράτειά του. Παρά την απαγόρευση που επέβαλε η Βενετία στον Μάρκο Α΄, να μην επισκεφθεί την Κρήτη αν δεν του το ζητούσαν, η Βενετία θα καλέσει τους Σανούδους στην Κρήτη να βοηθήσουν στην καταστολή της νέας εξέγερσης των περίβλεπτων Κρητικών ευγενών το 1228. Γεγονός που δείχνει ότι, στο μεταξύ, οι σχέσεις είχαν εξομαλυνθεί. Αν και τον συνέλαβαν αιχμάλωτο στη Σμύρνη οι άνθρωποι του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρου Λάσκαρη, ο τελευταίος, γοητευμένος από την ομορφιά, την εξυπνάδα και την ανδρεία του Σανούδου, θα του δώσει την αδελφή του ή συγγενή του από τον οίκο του, για σύζυγο. Θα το δεχτεί αφού τίποτα δεν εξυπηρετούσε καλύτερα τα όποια σχέδιά του για μια ελληνο-λατινική ηγεμονία από μια Ελληνίδα πριγκίπισσα στο θρόνο του δουκάτου της Νάξου και Άνδρου. Η οποία, ας σημειωθεί, μπορούσε να είχε σημαντικότατο ρόλο στην υπόθεση της διαδοχής του αν οι κληρονόμοι του αφανίζονταν: στο δουκάτο οι γυναίκες δεν αποκλείονταν από το κληρονομικό δικαίωμα, ακολουθώντας το ελληνικό έθιμο που εδραζόταν στο ρωμαϊκό νόμο. Ταυτόχρονα, άνοιξε ένα δίαυλο επικοινωνίας, εμποροοικονομικό με τη Μικρά Ασία, και διπλωματικό με την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η επίθεση στη Σμύρνη από τη μεριά του, σκοπό είχε να προλάβει πιθανή επίθεση από τους Βυζαντινούς της Νίκαιας εναντίον της ίδιας της Νάξου – οι οποίοι ουδέποτε δέχθηκαν ότι τα νησιά χάθηκαν γι’ αυτούς, – ή και την κατάληψη των νησιών που βρίσκονται κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Δεν αποκλείεται να υπήρξε κάποια συμφωνία ανάμεσα στο Μάρκο Α΄ και το Θεόδωρο Λάσκαρη. Γεγονός είναι ότι ο διάδοχος του τελευταίου Ιωάννης Γ΄ ο Βατάτζης θα επιχειρήσει, από το 1224 και μετά, την κατάληψη των Κυκλάδων νήσων. Πέθανε το 1227, πάντως πριν ή κατά τη διάρκεια του 1228, δέχονται κάποιοι από τους ιστορικούς. Αυτό πίστευε και ο εγγονός του, ο Μάρκος Β΄63. Ήδη γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρισκόταν στη Βενετία, στο Ριάλτο, απ’ όπου ασκούσε κάποια από τα καθήκοντα του ηγεμόνα. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο του θανάτου του, τον τόπο και το χώρο

63.Αναφέρεται στον S. Borsari, Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo, Νεάπολη 1963, βλ. π. Φλέα, τ.8, 2005.

41

στον οποίο ενταφιάστηκε. Η Δούκισσα, αν ο νέος ηγεμόνας, ο Άγγελος, ήταν δικό της παιδί, θα κυβέρνησε με τη βοήθεια συγγενών Σανούδων, πιθανόν, μέχρι την ενηλικίωσή του. Την τύχη της δεν την γνωρίζουμε. Ο Ροβέρτος Saulger θα γράψει για το Μάρκο Α΄: «Ο ηγεμών ούτος εκοσμείτο υπ’ εξαιρετικών προτερημάτων. Ήτο σώφρων και θαρραλέος. Ήταν όμως υπέρ το δέον φιλόδοξος, και εφέρετο υπό του προς το μεγαλείον πάθους. Ως απόδειξιν φέρομεν την προδοσίαν της Κρήτης, ην οι μεταγενέστεροι ουδέποτε θα τω συγχωρήσωσι.[…] εκέκτητο κράσιν υγιά και εύρωστον, ανάστημα μεγαλοπρεπές, διάνοιαν δραστικήν και οξείαν. Ην δε μάλα ευεργετικός και ελευθέριος προς τους υπηκόους αυτού»64. Ο William Miller θα χαρακτηρίσει το Μάρκο Α΄ τυχοδιώκτη, γενναίο, άκαμπτο, συμφεροντολόγο και ακράτητο. Θα του αναγνωρίσει ότι υπήρξε «ο κατάλληλος άνθρωπος για να ιδρύσει δυναστεία σ’ εποχή που μια αδύνατη αυτοκρατορία είχε διασπαστεί και σ΄ ένα μέρος του κόσμου όπου η ετοιμότητα αξίζει περισσότερο από την ηρωική απλότητα του χαρακτήρα»65. Στο βαθμό που σχεδίαζε να συγκροτήσει μια ελληνο-λατινική ηγεμονία, θεμελιωμένη σε Λατίνους, όχι κατ’ ανάγκη Βενετούς, και σ’ Έλληνες φεουδάρχες, βασισμένη στη συγκατάμειξη της δυτικής και της ανατολικής παράδοσης, οι σχεδιασμοί αυτοί δεν μπορούσαν να βρουν έδαφος, να καλλιεργηθούν και να καρποφορήσουν εκείνη την εποχή. Η συνύπαρξη δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Στην Κρήτη, οι διαμάχες ανάμεσα στους Κρητικούς ευγενείς και τη Βενετία, για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, κράτησε περισσότερο από τρεις αιώνες. Προσπάθησε να αποφύγει σκοπέλους και εμπόδια που παρεμβάλλουν η εμμονή και η δογματικότητα. Οι διάδοχοί του, όπως άλλωστε και οι σύγχρονοί του, μηδέ της Βενετίας εξαιρουμένης, δεν είχαν τη διορατικότητά του. Ζώντας στους κόλπους μιας λατινικής αυτοκρατορίας που συνεχώς συρρικνωνόταν, έφθινε και είχε την ανάγκη πολλών προστατών, ανάμεσα σε ηγεμονίσκους που εποφθαλμιούσαν οι μεν τους δε, οι διάδοχοί του θα αγωνισθούν να μην εγκαταλείψουν τις κατευθύνσεις που χάραξε και να συνεχίσουν το έργο του. Θα προσπαθήσουν να κρατήσουν ως κληρονομιά απ’ αυτόν και να εφαρμόσουν μια πολιτική αποστάσεων και αυτονομίας στη δράση από τη Βενετία και να «χρησιμοποιούν» τους εκάστοτε ηγεμόνες που αναγνώριζαν ως επικυρίαρχους. Θα το επιτύχουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, που αποκτά ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις αν ληφθούν υπ’ όψη το μέγεθος και οι δυνατότητες της ηγεμονίας που απαρτιζόταν από τις Κυκλάδες νήσους. Το νησιωτικό δουκάτο φάνηκε ότι είχε απομακρυνθεί από τη madrepatria μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα περίπου. Αλλά οι διαμάχες ανάμεσα στους βενετούς nobili, η πολιτική και στρατιωτική εξέλιξη

64.R. Saulger, Ιστορία των Αρχαίων Δουκών και των λοιπών ηγεμόνων του Αιγαίου Πελάγους, εν Ερμουπόλει Σύρου 1878, αναδημοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, 11, 1992. 65.W.Miller, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, 1204-1566, Γ΄ Έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

42

στο Αιγαίο, η εξάρτηση, πιθανόν, από το κρητικό σιτάρι, αλλά και από την ξυλεία, το οικονομικό και πολιτικό εμπάργκο, θα συντελέσουν ώστε, προς τα τέλη του 13ου αιώνα και μετά, η Βενετία να εδραιώσει στο δουκάτο και στις μικρότερες ηγεμονίες, μια όλο και μεγαλύτερη autorita: από ανεξάρτητα πριγκιπάτα θα μεταβληθούν σε βενετσιάνικα προτεκτοράτα66. Ο Μάρκος Α΄ είχε αρχίσει να θέτει τα θεμέλια μιας ηγεμονίας που θα διαρκούσε 359 χρόνια, η μακροβιότερη φεουδαλική και ρωμαιοκαθολική πολιτεία απ’ όσες ιδρύθηκαν μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Οι σημερινοί κάτοικοι της πρωτεύουσας της Νάξου την οποία ίδρυσε, της Χώρας, δεν του φέρθηκαν όπως του άξιζε. Αν δεν ήταν αυτός δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη και τι είδους μέλλον ήταν γραφτό ν’ ακολουθήσει η Νάξος, οι Κυκλάδες γενικότερα. Ειδικότερα της πολύβουης και αδηφάγου Χώρας που, αν και πρωτεύουσα του νησιού από το 1207 ή το 1210 μέχρι σήμερα, παραμέλησε το ιστορικό της κέντρο, δηλαδή τον Μπούργο, το Μέσα Κάστρο και το Νιο Χωριό, ό,τι διαμόρφωσε κατά τη διάρκεια της μεσαιωνικής ιστορίας της ως πόλη, ως πρωτεύουσα του δουκάτου. Ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτόν, ένας πύργος ερείπιο, που υποτίθεται ότι έκτισε, ένα από τα τέσσερα οικόσημα που κοσμούν το υπέρθυρο της Καθολικής Μητροπόλεως – της οικογένειάς του μάλλον – ένα cafe bar, ενοικιαζόμενα studios, ένα mini market, κι ένας δρόμος στο Κάστρο που φέρουν το όνομά του, μαρτυρούν το πέρασμά του από τη Νάξο. Ανάξια λόγου για την υστεροφημία ενός ηγεμόνα όπως υπήρξε αυτός.

Νάξος, 2004/2005

66.G. Dennis, Ιστορικά προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ της Βενετίας, των κτήσεων που υπάγονταν άμεσα σ’ αυτήν και των φεουδαλικών ηγεμονιών στα Ελληνικά νησιά, βλ. Agostino Pertusi, (a cura di), Venezia e il Levante fino al secolo XV, Firenze 1972. Θα δημοσιευθεί σε προσεχή τεύχη του περιοδικού μας.

43

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΤ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ

¢À√ ∂¶π°ƒ∞º∂™

™Δ∏

¡∞•√

Δ√À

13

√À

∞πø¡∞

¡ÈÎfiÏ·Ô˜ ∞Ó·ÁÓÒÛÙ˘: ¤Ó·˜ ÂÁÁÚ¿ÌÌ·ÙÔ˜ ¡·ÍÈÒÙ˘ ÙÔ˘ 13Ô˘ ·ÈÒÓ·.

Ενθύμηση του Γεωργίου Δημητροκάλλη Συναντήσαμε τον Νικόλαο Αναγνώστη το 1270, στον Άγιο Νικόλαο1, σε μικρή απόσταση από το σημερινό χωριό Σαγκρί, σε κτητορική επιγραφή, της οποίας σώζονται τμήματα2: σ’ αυτήν μαρτυρείται ο Νικόλαος Αναγνώστης και η συμβία του Ειρήνη. Μπορούμε να συσχετίσουμε το επίθετο Αναγνώστης της επιγραφής στον Άγιο Νικόλαο Σαγκριού, –από τα παλαιότερα επίθετα, που διασώθηκαν από τον 13ο αιώνα, στη Νάξο– με τον Αναγνώστη, π.χ. του «Απόστολου» στην εκκλησία. Κι αυτό σημαίνει ότι τον 13ο αιώνα ένας Ναξιώτης γνώριζε γραφή και ανάγνωση, κι επομένως η θέση του στην πραγμάτωση του εκκλησιαστικού τυπικού ήταν ουσιαστική. Ως όνομα βαφτιστικό, Αναγνώστης ή Ανεγνώστης, υπάρχει στ’ Απεράθου κι είναι χαρακτηριστικό ότι το έφεραν μέλη εκκλησιαστικών οικογενειών, τα οποία χωρίς να είναι ιερείς συμμετείχαν ως αναγνώστες στη λειτουργία: Αναγνώστης Ζευγώλης, ο Ανεγνωστογιάννης δηλαδή ο Γιάννης του Ανεγνώστη, η Σοφιά του Ανεγνωστογιάννη, κλπ.

1. «[…] Στο γείσο του ιερού υπάρχει η κτητορική επιγραφή που σώζονται τα τμήματά της: Και Πάνσεπτος ναός του Θεού….Νικολ….(Ανα)γνώστου και της συμβίου αυτού Ειρήνης. Έτος ςψοη’. Η χρονολογία από κτήσεως κόσμου: 6778-5508=1270», βλ. Γεωργίου Δημητροκάλλη, Χρονολογημένες Βυζαντινές Επιγραφές του ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνα από τη Νάξο, «Επιθεώρηση Τέχνης», ν. 90, Ιούνιος 1962. 2. Κατά συνέπεια, δεν γνωρίζουμε αν ο Νικόλαος Αναγνώστης υπήρξε ο μόνος κτήτορας του ναού του Αγίου Νικολάου ή αν ήταν ένας από τους κτήτορες, κι αν, επομένως, το καθεστώς της συνιδιοκτησίας των ναών είχε τεθεί σ’ εφαρμογή από την εποχή εκείνη, τον 13ο αιώνα δηλαδή. Μάλλον θα πρέπει να δεχτούμε, από τις μαρτυρίες που έχουμε κι από άλλους ναούς της Νάξου, ότι το καθεστώς της συνιδιοκτησίας κατ’ ανάγκη είχε τεθεί σ’ εφαρμογή στη Νάξο, από τον 13ο αιώνα. Είχε επιβληθεί δηλαδή από την πραγματικότητα της αποικιακής δομής και λειτουργίας της κοινωνίας που εδραιώθηκε με τη Λατινοκρατία. Ο συνδυασμός «εξουσίας-ελέγχου επί των κατοίκων […] και το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος ήταν παράγοντες που ώθησαν στην εξάπλωση της συνιδιοκτησίας», παρατηρεί ο Δημ. Δημητρόπουλος στο Ελαιοτριβεία, Μύλοι, Φούρνοι, Εκκλησίες στον νησιωτικό χώρο τον 17ο αιώνα. Προσέγγιση στο ζήτημα της συνιδιοκτησίας με βάση το παράδειγμα της Μυκόνου, Μνήμων, τόμ. Δέκατος Έκτος, Αθήνα 1994.

44

¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˜ Ô ª·‚ÚÈο˜: ¤Ó·˜ ∞ÂÚ·ı›Ù˘ (;) ÙÔ˘ 13Ô˘ ·ÈÒÓ·.

Ενθύμηση του Αντώνη Φλ. Κατσουρού Το 1281, σ’ αφιερωτική επιγραφή από το ναό των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, τον γνωστό σ’ όλους μας ναό με την ονομασία «Θεοτόκος», στην τοποθεσία Δήμος, στ’ Απεράθου, συναντήσαμε το Δημήτριο Μαβρικά και τη συμβία του την Ειρήνη. Η επιγραφή, στην οποία μαρτυρείται ο Δημήτριος ο Μαβρικάς, δημοσιεύθηκε από τον Αντώνη Φλ. Κατσουρό3. Ο Βασίλης Βλ. Σφυρόερας θεωρεί «λίαν πιθανόν, ότι ο Μαβρικάς της αφιερωτικής επιγραφής της Νάξου έχει σχέσιν προς την οικογένειαν Μαβρικά της Κρήτης»4. Ποια μπορεί να είναι η σχέση αυτή; Πράγματι, το επίθετο Μαβρικάς απαντάται στη Bενετοκρατούμενη Κρήτη κατά τον 16ο αιώνα. Ο Μαβρικάς της Κρήτης είναι ένας από τους 130 παπάδες που υπάγονται στη δικαιοδοσία, εκκλησιαστική και πολιτική, του Λατίνου αρχιεπίσκοπου του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), το 1558. Μαρτυρείται δηλαδή ο Νάξιος Μαβρικάς, της αφιερωτικής επιγραφής στο ναό της Θεοτόκου, 263 χρόνια νωρίτερα από τον παπά Μαβρικά του Χάνδακα της Κρήτης. Συναντήσαμε, επίσης, τον Ιωάννη Μαυρικά το 1595-1599, ζωγράφο, στο Χάνδακα5. Παρατηρούμε μια συνέχεια της οικογένειας στο Χάνδακα της Κρήτης. Ίχνη από τον Μαβρικά της «Θεοτόκου» στο Δήμο, στ’ Απεράθου, δεν έχουν, απ’ όσο γνωρίζω, εντοπιστεί μέχρι σήμερα στη Νάξο. Αν η οικογένεια Μαβρικά ήλθε στη Νάξο από την Κρήτη, αυτό θα έγινε το 1212 ή το 1213, με την επιστροφή του Μάρκου Α΄ Σανούδου στη Νάξο, συνοδεύοντας κάποιον από τους κρητικούς άρχοντες που τον ακολούθησαν6. 3. «Δίχως άλλο στη μεσαιωνική εποχή υπήρχεν εκεί συνοικισμός, που το νεκροταφείο του σωζόταν ακόμη απ’ εδώ και λίγα χρόνια έξω απ’ το ερειπωμένο ξωκκλήσι της Θεοτόκου (βλπ. Ν. Καλογερόπουλου, Τριάκοντα πέντε άγνωστοι ναοί της Νάξου, Νέα Εστία ΙΔ΄, 1933, σ. 876. Αναδημοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, τ.3, 1988/89). Στο ξωκκλήσι αυτό μπορείς να διαβάσεις την εξής ανέκδοτη επιγραφή του έτους 6789 (=1281): Δ[έησις] τ[ου] δούλου του Θ[εο]ύ Δημη[τρίου] του Μαβρικ[ά] κ[αι] της συμ[βίας] αυτού Ειρήνης ψυχική σ[ω]τηρία κ[αι] ει τις ιερεύς ιερουρ[γεί] εις τον ναόν τούτον μνήσθη διά εμ[ά]ς διά τον Κ[ύριο]ν έτους στψπθ΄», βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρού, Τοπωνύμια της Νάξου, «Ναξιακόν Αρχείον», 1947, αναδημοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, 6, 1989. 4. Bλ. Βασ. Βλ. Σφυρόερα, Κρητικά επώνυμα εις τας Κυκλάδας, Β΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, τόμ. Δ’, αναδημοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, 13, 1995. Επίσης βλ. Ζ. Ν. Τσιρπανλή, Νέα στοιχεία σχετικά με την εκκλησιαστική ιστορία της Βενετοκρατούμενης Κρήτης (13ος-17ος αι.), Ελληνικά, 20, 1967. 5. Βλ. Αθαν. Δ. Παλιούρα, Η ζωγραφική εις τον Χάνδακα από 1550-1600, Θησαυρίσματα, τόμ. 10, Βενετία 1973. 6. Βλ. Κωνστ. Α. Κατσουρού, Αναζητώντας τον Μάρκο Α΄ Σανούδο, σ’ αυτό το τεύχος.

45

Αν δεν ήλθε με την επιστροφή του Μάρκου Σανούδου, τότε η πιθανότερη άφιξη της οικογένειας στη Νάξο πρέπει να τοποθετηθεί το 1273 όταν Κρητικοί, με τους άρχοντες Χορτάτζηδες επικεφαλής, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη και να μεταναστεύσουν. Τον 13ο αιώνα ο κυριότερος λόγος μετανάστευσης ήταν οι επαναστάσεις και η γενική πολιτική αναταραχή. Οι Κρητικοί πρόσφυγες, τότε, κατέφυγαν στη Μικρά Ασία. Είναι πιθανόν κάποιοι απ’ αυτούς να τράβηξαν κατά τις Κυκλάδες, αλλά δεν έχουμε καμιά είδηση για τέτοια μετοίκηση ή μετανάστευση. Δεν πρέπει να αποκλεισθεί η περίπτωση κάποιος ή κάποιοι από τους Μαβρικάδες να κατέφυγαν από τη Νάξο στην Κρήτη, στο Χάνδακα, σ’ αναζήτηση καλύτερης τύχης. Πότε συνέβη αυτή η μετακίνηση δεν γνωρίζουμε. Στην περίπτωση αυτή, της μετακίνησης της οικογένειας από τη Νάξο στην Κρήτη, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Μαβρικάς και η συμβία του Ειρήνη ήταν Bυζαντινοί Ναξιώτες, κάτοικοι Απεράθου, ζούσαν δηλαδή κι είχαν τις δουλειές τους στις οικήσεις και τα διακρατήματα του Περάθου. Δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση να μην υπήρχε καμιά συγγενική σχέση ανάμεσα στους Μαβρικάδες της Κρήτης και σ’ εκείνους της Νάξου. Όπως κι αν έλαβαν χώρα τα γεγονότα ο Δημήτριος Μαβρικάς και η συμβία του Ειρήνη είναι οι παλαιότεροι, γνωστοί σε μας, κάτοικοι της περιοχής που σήμερα ονομάζουμε Απεράθου.

Νάξος Νοέμβρης του 2005

46

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΤ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ

300 ª√À∑√Àƒπ∞ ™πΔ∞ƒπ ∫∞π 200 ª√À∑√Àƒπ∞ ∫ƒπ£∞ƒπ ∂π™∞°ø°∏ ∞¶√ Δ∏¡ ∫ƒ∏Δ∏ ™Δ∏ ¡∞•√ ∞ƒÃ∂™ Δ√À 13 ∞πø¡∞ √À

Ενθύμηση του Εμμ. Βιλαντώνη του νοτάριου Στα τέλη του 1212 ή αρχές του 1213 ο Μάρκος Α΄ Σανούδος επέστρεψε από την Κρήτη στα Κυκλαδονήσια που αποτελούσαν την ηγεμονία του, το πιθανότερο στη Νάξο, μετά την «ατυχή» γι’ αυτόν εκστρατεία στην Κρήτη, όπου είχε μεταβεί με πρόσκληση των Βενετών για την καταστολή της εξέγερσης των Κρητικών αρχόντων. Επέστρεψε αφού συνομολόγησε συνθήκη με τον Ιάκωβο Τiepolo, τον Βενετό Δούκα της Κρήτης. Οι όροι της συνθήκης αφορούσαν την παράδοση στους Βενετούς των φρουρίων που είχε ο Μάρκος Σανούδος στην κατοχή του, την αμοιβαία ανταλλαγή των αιχμαλώτων, τη χορήγηση γαλερών και άλλων πλοίων στο Δούκα Νάξου και Άνδρου, προκειμένου να επιστρέψει στη Νάξο. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν ο όρος της συνθήκης που του έδινε το δικαίωμα να πάρει μαζί του είκοσι Κρητικούς άρχοντες1. Μεταξύ των όρων της συνθήκης προβλεπόταν ότι ο Σανούδος θα έπαιρνε από τα ιπποτικά φέουδα που του εκχωρήθηκαν στην Κρήτη, 1000 υπέρπυρα από τους Έλληνες κατοίκους των περιοχών αυτών κι ακόμη, από τις ίδιες αυτές κτήσεις, θα παραλάμβανε 3000 μουζούρια σιτάρι και 2000 μουζούρια κριθάρι. Το μουζούρι ήταν μονάδα χωρητικότητας για τα δημητριακά. Στην Κρήτη στις αρχές του 13ου αι. ήταν ίσο με περίπου 17 κιλά2. Δηλαδή ο Μάρκος Α΄ Σανούδος εισήγαγε στη Νάξο 51 τόνους σιτάρι και 34 τόνους κριθάρι. Αντιμετώπιζε το δουκάτο, αρχές του 13ου αι., έλλειψη σιτηρών; Ήταν περιορισμένη η ντόπια παραγωγή; Ίσως, η εγχώρια παραγωγή να μην επαρκούσε, εξαιτίας των συνθηκών που δημιούργησε και των πρόσθετων αναγκών που προκάλεσε η κατάκτηση του 1207 και χρειαζόταν η εισαγωγή σιτηρών για τις ανάγκες των κατοίκων, στις κτήσεις του δουκάτου Νάξου και Άνδρου. Ή η χαμηλή παραγωγικότητά τους οφειλόταν στην έλλειψη εργατικών χεριών και έτσι, αναγκαστικά, έμεναν ανεκμετάλλευτες εκτάσεις που διαφορετικά θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν. Ή, ο Μάρκος Α΄, εξήγαγε σιτάρι από τις κτήσεις του στην Κρήτη για να το μεταφέρει σ’ άλλες περιοχές και να το πουλήσει αλλού, κάνοντας με τον τρόπο αυτό παράνομο εμπόριο σιτηρών σε βάρος των κατοίκων της Κρήτης, αλλά και των νησιών του. 1. Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Αναζητώντας το Μάρκο Α΄ Σανούδο: Η εδραίωση του δουκάτου Νάξου και Άνδρου (Αιγαίου Πελάγους). Υποθέσεις εργασίας, σ’ αυτό το τεύχος. 2. Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη, ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 1997.

47

Αυτή η τελευταία συμπεριφορά δεν ήταν άγνωστη μεταξύ των φεουδαρχών της εποχής, που συνέβαινε να έχουν κτήσεις σ’ άλλα νησιά του Αιγαίου. Έτσι, ο Ανδρέας Barozzi το 1309 και το 1316 πήρε άδεια από τις βενετικές αρχές να εξάγει σιτάρι από την Κρήτη στη Σαντορίνη και τη Θηρασία. Μάλλον πρόκειται για τον αντίπαλο των Σανούδων, κύριο της Σαντορίνης. Σημαντική παραγωγή σιταριού είχαν οι Barozzi της Κρήτης. Και ο Ιωάννης Ghisi το 1363 πήρε άδεια να εξάγει σιτάρι για την Αμοργό. Αυτός είχε κτήσεις στην Κρήτη και στην Αμοργό. Δεν γνωρίζουμε τη σχέση του με τους Ghisi Τήνου-Μυκόνου και Σποράδων νήσων. «Το κύκλωμα του σιταριού (παραγωγή, διακίνηση, τιμές), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού σε μια αγροτική οικονομία τα σιτηρά γενικά αποτελούν όχι μόνο τα προϊόντα που παράγονται σε μεγαλύτερη ποσότητα, αλλά και τα προϊόντα με τη μεγαλύτερη σημασία, των οποίων η αφθονία ή η έλλειψη έχει άμεσες συνέπειες για τον πληθυσμό και γενικότερα για το κράτος […] η ξεχωριστή σημασία των σιτηρών […] διαμόρφωσε μια πραγματικότητα που ρύθμιζε πολλές από τις σχέσεις (οικονομικές, κοινωνικές, και πολιτικές ακόμη) μεταξύ των μελών της […] κοινωνίας»3. Ωστόσο υπήρχε κι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο ο Μάρκος Α΄ εισήγαγε σιτηρά στην επικράτειά του. Αν υποθέσουμε ότι και στη Νάξο, τηρουμένων των αναλογιών και όπως συνηθιζόταν στο Βυζάντιο, τα μοναστήρια, κυρίως, παρήγαγαν σιτάρι και γενικότερα διαχειρίζονταν το «κύκλωμα» του σιταριού, κι αν λάβουμε υπόψη ότι τα μοναστήρια, την εποχή των Κομνηνών, εποχή που προηγείται της κατάκτησης του 1207, υπήρξαν μέσα και φορείς της αγροτικής αναδόμησης, κι ασκούσαν επίδραση στους νησιώτες με το να είναι και κέντρα εκπαίδευσης, αντιλαμβανόμαστε έναν από τους λόγους για τους οποίους έκανε την εισαγωγή σιτηρών, προϊόντων με τόσο κρίσιμη σημασία, από τις κτήσεις του στην Κρήτη: για να χειραγωγήσει τα μοναστήρια, πλήττοντάς τα οικονομικά αλλά και ως κέντρα εκπολιτισμού, περιορίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την επίδρασή τους στον εγχώριο πληθυσμό. Ίσως αρκετές από τις εκκλησίες τις διασκορπισμένες στο νησί, στη Νάξο, να αποτελούν το μόνο μνημείο που άφησε αυτή η δραστηριότητα των μοναστηριών. Δεν γνωρίζουμε αν οι εισαγωγές σιτηρών επαναλήφθηκαν και για πόσο χρονικό διάστημα. Είναι πολύ πιθανό να ισχύουν όλες οι υποθέσεις που αναφέραμε ή να συνδυάζονται κάποιες απ’ αυτές. Νάξος Νοέμβρης 2005

3. Δημ. Τσουγκαράκης, Η σιτική πολιτική της Βενετίας στην Κρήτη τον 13ο-14ο αιώνα, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, τόμ. Τρίτος, Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1990.

48

N·Íȷ΋ ÎÔÈÓˆÓ›· η› ÓÔÔÙÚԛ˜ √ÈÎÂÈÔ Ô›ËÛ˘ ·ÏÏÔÙÚ›Ô˘ ‰¿ÊÔ˘˜, ÔÈÎÔ Â‰ÔÊ¿ÁÔÈ, «ÔÈ ·˘ı·ÈÚ¤Ùˆ˜ ȉÈÔ ÔÈÔ‡ÌÂÓÔÈ Í¤ÓËÓ È‰ÈÔÎÙËÛ›·Ó, ηٷ ·ÙËÙ¿‰Â˜ ·ÏÏÔÙÚ›ˆÓ ‰ÈηȈ̿وӻ, · fi ÙÔÓ 17Ô ·ÈÒÓ· ̤¯ÚÈ…; Ενθύμηση του Νικολάου Μητσάκη Τους Κυκλαδίτες γενικότερα, τους Ναξιώτες ειδικότερα, απασχολούσαν ιδιαίτερα σειρά περιορισμών και απαγορεύσεων, που οι κάτοικοι των νησιών όφειλαν να τηρούν κατά τη διάρκεια της κτηριακής κατασκευής. Δικαιώματα και υποχρεώσεις απέρρεαν από τους οικοδομικούς και κτηριακούς κανονισμούς που περιείχοντο στο εθιμικό δίκαιο. «Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου, τα χαρακτηριστικά των νησιών αλλά και οι διαφορετικές ιστορικές διαδρομές τους, αποτυπώνονται στις ποικίλες μορφές του οικιστικού πλέγματος και των τύπων κατοίκησης που συναντάμε στα νησιά του Αιγαίου»1. Στο περιβάλλον του Αιγαίου, στη Νάξο, οι παραβάσεις οικοδομικών και κτηριακών κανονισμών, οι καταπατήσεις δημοσίων και ιδιωτικών χώρων, η έλλειψη του όποιου χωροταξικού σχεδιασμού, δεν «ανακαλύφθηκαν» από την εγχώρια κοινωνία τον τελευταίο αιώνα, δεν είναι αποτέλεσμα της έκπτωσής της από κάποιον πολιτισμικό και χωροταξικό παράδεισο: έχουν μακρά παράδοση! Οι πρακτικές αυτές διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια της πορείας που ακολούθησε η αποικιακή κοινωνία, αυτή που εγκαθιδρύθηκε στις Κυκλάδες, στη Νάξο κυρίως, μετά την κατάκτηση του 1207 από τους Λατίνους, και κληρονομήθηκε από τους Οθωμανούς, κάτω από τη διοίκηση των οποίων γνώρισαν νέα άνθηση. Στο περιβάλλον της οθωμανικής διοίκησης κα-

* Στη Νάξο αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα που αφορούν τη χρήση της γης, τα οποία δυστυχώς δεν βρίσκουν λύση. Δεν θεωρώ υπεύθυνους, μόνο, για τα προβλήματα αυτά, τους όποιους κατά καιρούς δημοτικούς άρχοντες και άλλους αξιωματούχους, αλλά ολόκληρη την εγχώρια κοινωνία, στο σύνολό της. Ευχαριστίες προς τους κ.κ. Μεν. Α. Τουρτόγλου, Εμμ. Β. Μαρμαρά και Δημ. Δημητρόπουλο, στις μελέτες των οποίων οφείλονται οι παρατηρήσεις του γράφοντος. 1. Δημήτρης Δημητρόπουλος, Δόμηση και κοινοτική παρέμβαση στα νησιά του Αιγαίου, 17ος – αρχές 19ου αι., Μνήμων, τόμ. Εικοστός Τρίτος, Αθήνα 2001.

49

ταχωρείται η παρέμβαση των κοινοτικών αρχών και η αναφορά τους στο εθιμικό δίκαιο προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις, αυτούς τους αιώνες που σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες άρχιζε ν’ ανθίζει η νεοτερική εποχή. Μάλιστα, η τοπική διοίκηση της εποχής, συνεπικουρούμενη αρκετές φορές από την εγχώρια κοινωνία, φέρεται να σέβεται τις τοπικές συνήθειες και να επεμβαίνει για να προστατεύσει συλλογικά αγαθά, όπως το περιβάλλον και η ποιότητα της ζωής του εγχώριου πληθυσμού. Θα δούμε παρακάτω ότι δεν επρόκειτο περί αυτού, για την προστασία δηλαδή των συλλογικών αγαθών. Μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να δεχθούμε ότι, ούτε σκεψεις ούτε απόψεις διαμόρφωσε η εγχώρια προκριτοδημογεροντία, σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος χώρου, του ιστορικού τοπίου, των συλλογικών αγαθών. Στην κορυφή της πυραμίδας της πολιτισμικής διαχείρισης αυτού του τόπου δεν έχει εγγραφεί και δεν έχει εμπεδωθεί η θεματική και ο προβληματισμός για την υπεράσπιση του φυσικού ή του δομημένου περιβάλλοντος, καθώς και η σωτηρία των ιστορικών μνημείων του. Αν, όπως θα δούμε παρακάτω, οι τοπικές αρχές, με την επέμβασή τους στην αγορά και στις ανθρώπινες δραστηριότητες, επέβαλαν κανόνες με σκοπό τη συντήρηση κεκτημένων, η εγχώρια κοινωνία ή ένα μέρος απ’ αυτήν, είχε στρέψει τις πλάτες, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, στην τοπική παράδοση κι είχε πάψει να σέβεται τις τοπικές συνήθειες, τουλάχιστον όσον αφορά τους οικοδομικούς και κτηριακούς κανονισμούς. Χαρακτηριστικό της στάσης και της αλλαγής νοοτροπίας απέναντι στα όσα η τοπική παράδοση και οι συνήθειες αξίωναν να γίνονται σεβαστά από τους εγχώριους, αποτελούν τα όσα υποστήριξαν μερικοί από τους συμπατριώτες μας, αρχές του 19ου αιώνα, που προσπάθησαν να θεμελιώσουν τις ιδιωτικού χαρακτήρα δραστηριότητές τους, παρανομούντες, αγνοώντας δηλαδή το συλλογικό αγαθό, στο εθιμικό δίκαιο της Νάξου: «… εις την πατρίδα μας επεκράτει μέχρι τούδε παλαιά και αρχαία συνήθεια, ότι όπου είναι δρόμος κοινός, να κτίζη όσον υψηλά θέλει ο καθείς, χωρίς να εμπορή τις να τον εμποδίση και όχι, ότι τάχα εγίνοντο καταχρηστικώς, αλλ’ ότι είναι τοπική αρχαία συνήθεια, καθώς φαίνεται η Χώρα μας όλη, ότι είναι κατά τον αυτόν τρόπον κτισμένη…». Αποκαλυπτικά τα όσα υποστήριξαν οι συμπατριώτες μας αυτοί: όχι ότι εγίνοντο καταχρηστικώς,… υποστήριξαν, αφού πρόκειται για αρχαία τοπική συνήθεια, και, άλλωστε, η Χώρα όλη είναι κτισμένη κατ’ αυτό τον τρόπο!!! Θα επανέλθουμε παρακάτω στο ζήτημα αυτό. Το 1814 οι κοινοτικές αρχές έδειξαν ενδιαφέρον προκειμένου να παραμένουν ανοικτοί οι δημόσιοι δρόμοι. Κι αυτό σημαίνει ότι κάποιοι από τους εγχώριους, τον δημόσιο δρόμο, τον καταπατούσαν. Έτσι, κρίθηκε από το κριτήριο (= δικαστήριο) παράνομη η «περίφραξη τοποθεσίας, η οποία παλαιόθεν ήταν όχι μόνον «κομούνα στράτα των παραπορευομένων», αλλά και καταφύγιο των ζώων όλων των χωρίων». Περιέφραξαν δηλαδή τον χώρο που χρησίμευε και ως καταφύγιο των ζώων όλων των χωρίων!!! Η απόφαση αυτή χαρακτηρίσθηκε «κοινωφελής», που σήμαινε ότι κανείς, μικρός ή μεγάλος, 50

δεν είχε δικαίωμα να στραφεί εναντίον της αφού συμφωνούσαν μ’ αυτήν όλοι οι προεστώτες2. Το 1815 διατάχθηκε η κατεδάφιση παρανόμου κτίσματος που οικοδομήθηκε «εμπρός σε δημόσιο δρόμο (βασιλικό δρόμο)». Η απόφαση απαγόρευε την εκ νέου οικοδόμηση από τον οποιοδήποτε «δεδομένου ότι ο τόπος είναι κοινόχρηστος». Τα κωδικοποιημένα έθιμα της Νάξου του 1810 όριζαν ότι: «…οι προεστώτες να παρατηρούν και να μην αφήνουν κτίζοντας ή ανακαινίζοντας τα σπήτια των να στενοχωρώσι τους κοινούς δρόμους, αλλά να τους βιάζουν να φυλάττουν τα αρχαία όρια»3. Τον 19ο αιώνα ένας Ναξιώτης είχε δικαίωμα να κτίσει σπίτι σε ιδιόκτητο οικόπεδο, αν σεβόταν τα όρια με τις γειτονικές ιδιοκτησίες και το πλάτος του δρόμου όπου βρισκόταν το υπό ανέγερση κτήριο. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν συμπατριώτες μας οι οποίοι δεν σέβονταν αλλά «βίαζαν» τα όρια με τις γειτονικές ιδιοκτησίες ούτε λάμβαναν υπόψη τους το πλάτος του δρόμου, αλλά «στεναχωρούσαν» τους κοινούς, δημόσιους, δρόμους. Τον 19ο αιώνα υπήρχε κανόνας που σκοπό είχε να διαφυλάξει τη θέα προς τη θάλασσα και το βουνό, καθώς και τον ηλιασμό κτηρίων που ήδη είχαν κτισθεί. Εν τούτοις, έξι Ναξιώτες, το 1826, τον Απρίλιο, ζητούν να μην εφαρμόζεται ο κανόνας αυτός. Ευτυχώς, μια ομάδα 48 προκρίτων και κατοίκων του νησιού, με κοινή τους επιστολή τον Οκτώβριο του 1826 – μετά από πέντε μήνες ολιγωρίας, χωρίς να μεσολαβεί καλοκαιρινή τουριστική μέθη τα χρόνια εκείνα, - υποστήριξαν την ακόλουθη θέση: «… Ουδείς οικοδομών κτίριον, δύναται να βλάψη τους δημοσίους δρόμους, τους δημοσίους τόπους και τας δημοσίας θεωρίας. Ουδείς, οικοδομών μεταγενεστέρως, δύναται να υστερήση από τον πλησίον του την θεωρίαν της θαλάσσης, πεδιάδος, βουνού και ηλιακού φωτός…». Ευτυχώς, η Γενική Δημογεροντία της Νάξου, τον Αύγουστο του 1827, ένα χρόνο αργότερα δηλαδή, επικυρώνει τη θέση των 484. Εντυπωσιάζουν τα χρονικά διαστήματα αδράνειας-αφύπνισης-δράσης(;) των πολιτών, καθώς και η ολιγωρία της δημόσιας αρχής. Εικάζουμε, μπορούμε να εικάσουμε, τις αιτίες αυτής της καθυστερημένης κινητοποίησης και της ολιγωρίας της δημόσιας αρχής. Γνωρίζουμε ότι τα αποτελέσματα επέμβασης σαν κι αυτήν θα ανατραπούν, λίγα χρόνια αργότερα, στις πλέον προηγμένες νησιωτικές κοινωνίες. Η διάνοιξη παραθύρων συχνά δημιουργούσε προστριβές μεταξύ των γειτόνων. Απαγορεύσεις για το ζήτημα αυτό περιλαμβάνονταν στον κώδικα νόμων της Νάξου του 1810. Απαγορευόταν επίσης η διάνοιξη θυρών και πα-

2.Μεν. Α. Τουρτόγλου, Η Νομολογία των κριτηρίων της Νάξου (17ος-19ος αι.), Μνημοσύνη, τόμ. 14ος, 1998-2000. 3.Στο ίδιο. 4.Εμμανουήλ Β. Μαρμαράς, Εθιμικό δίκαιο και δομημένο περιβάλλον στις Κυκλάδες, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμ ΙΒ΄, 1995.

51

ραθύρων σε μεσότοιχους και σε κοινοτική απόφαση της Νάξου του 1815 «διατάσσεται το κτίσιμο θύρας που οδηγούσε σε κοινή αυλή με άλλη οικία και η διάνοιξη νέας θύρας σε δημόσιο δρόμο»5. Πράγμα που σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι κανόνες παραβιάζονταν συστηματικά. Τέλος, ο ιδιοκτήτης ενός κτηρίου έπρεπε να επιληφθεί της επισκευής του κτηρίου αν αυτό κινδύνευε να καταρρεύσει, ή όφειλε να το κατεδαφίσει ο ίδιος, ή να επιτρέψει στο «κοινό» - στον «δήμο» της εποχής – να επιληφθεί του θέματος. Πράγμα που σημαίνει ότι αρκετοί ήταν εκείνοι που παραμελούσαν τις υποχρεώσεις τους αυτές. Ας σταθούμε για λίγο στο θέμα της παρεμπόδισης της θέας υπαρχόντων οικοδομών από νεοανεγειρόμενες. Τον 19ο αιώνα η διένεξη μεταξύ δύο κατοίκων της Νάξου αποτέλεσε αφορμή «να καταγραφούν οι διαφορετικές νοοτροπίες και οι συγκρούσεις που υπήρχαν μεταξύ των κατοίκων των νησιών σχετικά με τους όρους δόμησης νέων κατοικιών, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται τα προβλήματα που έθετε η οικδόμηση στο πλαίσιο των νησιωτικών οικισμών. […] – Ο Χατζή Ιωάννης Αυλητής αντιμετωπίζοντας από τον Ν. Καρτάλη, ιδιοκτήτη γειτονικού σπιτιού, αντιδράσεις για την ανέγερση οικοδομής αποστέλλει στις κοινοτικές αρχές της Νάξου απόσπασμα από την κωδικοποίηση των εθίμων της Νάξου στα 1810 με ευθύνη του μοναχού Ιλαρίωνα, σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι όποιος ήθελε να κτίσει σπίτι δεν μπορούσε να παρεμποδισθεί από τους κατόχους γειτονικών ακινήτων, εφόσον μεσολαβούσε ανάμεσα στις δύο ιδιοκτησίες δρόμος. Παράλληλα στις 18 Απριλίου 1826 κατατίθεται στις κοινοτικές αρχές έγγραφο υπογεγραμμένο από έξι κατοίκους της Νάξου στο οποίο δηλώνεται: « ότι εις την πατρίδα μας επεκράτησε και επικρατεί μέχρι τούδε παλαιά και αρχαία συνήθεια ότι όπου είναι δρόμος κοινός να κτίζη όσον υψηλά θέλει ο καθείς, χωρίς να ημπορεί τις να το εμπδίση, και όχι ότι τάχα εγίνοντο καταχρηστικώς αλλ’ ότι είναι τοπική αρχαία συνήθεια, καθώς φαίνεται η Χώρα μας όλη ότι είναι κατά τον αυτόν τρόπον κτισμένη». – Στις 15 Οκτωβρίου 1826 με αφορμή την παραπάνω υπόθεση συντάσσεται αρχινοταριακό κοινό γράμμα, υπογεγραμμένο από τους προεστούς του νησιού, όπου ορίζεται ότι κανείς δεν μπορεί να οικοδομεί κτήριο το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα να στερεί τη θέα και το ηλιακό φως από τις ήδη υπάρχουσες κατοικίες. – Ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα εκδίδεται δικαστική απόφαση των Εφόρων Νάξου, με την οποία απαγορεύεται η ανέγερση της επίδικης οικοδομής. […]». Οι Έφοροι αιτιολογούν κατ’ αυτό τον τρόπο την απόφασή τους: «Γενικώς λοιπόν οι πρόκριτοι ου μόνον έδοσαν γνώμην σύμφωνον με τους Νόμους και τα αρχαία Έθιμα αλλά παρέστησαν ημίν ευκρινώς την αρχαίαν συ5.Στο ίδιο.

52

νήθειαν της Νάξου, ήτις είναι κατά πάντα σύμφωνος και εφαρμοσμένη με τους Κώδικας των Αυτοκρατορικών Νόμων, ότι δηλαδή ουδείς οικοδομών δικαιούται να υστερήση την θέαν θαλάσσης, πεδιάδος, βουνού από τον καταντίκρυ και του πλαγίου γείτονά του, ουδέ δύναται να του υστερήση του ηλιακού φωτός και να καταστήσει το οσπίτιον αυτού σκοτεινόν.[…]. – Στις 28 Αυγούστου 1827 λαμβάνεται απόφαση από τους Δημογέροντες της Νάξου με την οποία: α) Δηλώνεται ότι γνωμοδότηση της 5ης Οκτωβρίου 1826: «επειδή είναι κατά πάντα σύμφωνος με τα αρχαία έθιμα της πατρίδος μας και με τους βυζαντινούς Κώδικας των Νόμων των αειμνήστων Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως να έχη του λοιπού επί της Νάξου κύρος και ισχύν νόμου». β) Επιβεβαιώνεται η απόφαση των εφόρων. γ) Απορρίπτεται η γνωμοδότηση των έξι κατοίκων της Νάξου και ορίζεται ότι: «επειδή αντιβαίνει και αντιφάσκει επί τας αρχαίας τοπικάς ημών συνηθείας, έχει δε βάσιν τας επί των ανωμαλιών γενομένας καταχρήσεις να είναι άκυρος και ανίσχυρος». δ) Γίνεται αναφορά στο απόσπασμα των εθίμων της Νάξου του 1810 που είχε υποβληθεί στο τοπικό Κριτήριο και τονίζεται: «το περί οικοδομών απόσπασμα Νόμων της Νάξου γενομένων επί της διερμηνείας του αείμνηστου Μπείγζαδε Παναγιωτάκη Μουρούζη, επειδή και οι τοιούτοι Νόμοι ούτε παρά της τότε Ανωτάτης αρχής επεκυρώθησαν, ούτε εις ενέργειαν εβάλθησαν επί των Κριτηρίων παρά της πατρίδος μας να είναι άκυρον και ανίσχυρον». Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διένεξη μεταξύ των δύο κατοίκων της Νάξου, η αντιμετώπισή της και η βαρύτητα που δίνουν οι κοινοτικές αρχές του νησιού στην επίλυση της υπόθεσης, καθώς και ο προβληματισμός που αναπτύσσεται με αφορμή αυτήν, βρίσκεται νομίζω στο επίκεντρο μιας ιδεολογικής σύγκρουσης που είχε οξυνθεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Οι κοινοτικές αρχές της Νάξου επικαλούμενες την αρχαία συνήθεια και τους νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων δεν υπερασπίζονται κατά κύριο λόγο – όπως θα λέγαμε με σύγχρονους όρους – το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Νομίζω ότι κυρίως υπεραμύνονται ενός τρόπου διαχείρισης των κοινωνικών και οικονομικών πραγμάτων, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραμάτιζε η εκ των άνωθεν επιβολή κανόνων στην αγορά και στις δραστηριότητες των ανθρώπων. Ο νεωτερισμός λοιπόν της ελεύθερης δόμησης που αποπειράται να εισαγάγει στο άρθρο ογ΄ ο κώδικας νόμων, που συντάχθηκε το 1810 κατ’ επιταγή του Δραγομάνου του Στόλου Παν. Μουρούζη, υπήρξε μία εξωτερική παρέμβαση που δεν βρήκε ανταπόκριση και συνάντησε τις αντιδράσεις μιας κοινωνίας που είχε μάθει να κινείται στους παραδοσιακούς ρυθμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1833, στις Σπέτσες, ένα νησί με ανεπτυγμένες εμποροναυτικές δραστηριότητες, θα επιτραπεί να οικοδομούν οι αγοραστές όπως ήθελαν οικοδομές6. 6. Δημήτρης Δημητρόπουλος, Δόμηση και κοινοτική, ό. π.

53

Ωστόσο, υπήρχε μια λογική, που σήμερα απουσιάζει: η λογική ανάπτυξης του οικισμού. Παρά το ότι η ανοικοδόμηση των οικιών βασιζόταν στην ελεύθερη βούληση των οικιστών, το τελικό αποτέλεσμα «ήταν σε μεγάλο βαθμό προγραμματισμένο από τη λογική ανάπτυξης του οικισμού. Αυτή η διαπίστωση, ίσως, ερμηνεύει το αρμονικό και πειθαρχημένο σύνολο που εμφανίζουν οι Κυκλαδικοί οικισμοί μέσα από το τυχαίο της μορφής τους»7. Αυτή η «λογική ανάπτυξης του οικισμού» απουσιάζει στις μέρες μας κι αποτελεί ένα από τα ζητούμενα για την επιβίωση της εγχώριας κοινωνίας, είτε το αναγνωρίζει συνειδητά είτε ασυνείδητα, και δεν φαίνεται ότι είναι δυνατόν να καλυφθεί από τους όποιους πολεοδομικούς και χωροταξικούς προβληματισμούς και σχεδιασμούς που αφορούν τη Χώρα, την πρωτεύουσα, αλλά και τα χωριά…πλέον! Νάξος Δεκέμβρης του 2005 Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός

7.Εμμανουήλ Β. Μαρμαράς, Εθιμικό δίκαιο, ό. π.

54

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΤ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ

√ ¡π∫√§∞√™ ª∞Àƒ√°∂¡∏™ ∏ ¡∞•√™ ∫∞π ∏ º§∂∞ Του Σπύρου Δελαγραμμάτη Ναυπλιώτη

Αρκετοί από τους αναγνώστες μας αναρωτήθηκαν για το εξώφυλλο του τεύχους 7, αφού δεν γνώριζαν το Δραγομάνο του Στόλου Νικόλαο Μαυρογένη (1770-1786), τη σχέση του με τη Νάξο, και δυσκολεύονταν να συσχετίσουν την ονομασία του Δελτίου του Ιστορικού Ομίλου, «Φλέα», με τη «βρύση» της Παροικιάς στην οποία αναφέρεται ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον Εστί». Όταν ξεκινήσαμε την έκδοση, αποφασίσαμε ότι ως όνομα θα επιλέξουμε ένα από τα τοπωνύμια του τόπου μας, της Νάξου, κι αν συμφωνούμε ένα από τα τοπωνύμια που συναντάμε στον τόπο τ’ Απεραθιού. Ξεχωρίσαμε, ανάμεσα στα τόσα, τα τοπωνύμια: «Γράμματα», «Ασπαρτώνας» και «Φλέα»1. Η επιλογή του τοπωνυμίου «ΦΛΕΑ» έγινε και επειδή ο τίτλος παραπέμπει στο πρόσφατο παρελθόν της ενεργού συμμετοχής μας στα νέα εναλλακτικά κινήματα, στις μορφές συλλογικής δράσης, στην πολιτική οικολογία και στη μη βία, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στον εθελοντισμό. Μαρτυρά ένα σημαντικό κομμάτι της ταυτότητάς μας. Αλλά και επειδή οι χρονιές 2002-4 υπήρξαν δίσεκτα για μας χρόνια. Χρειάσθηκαν υπομονή, επιμονή, προσπάθεια για να σταθούμε όρθιοι, στα πόδια μας. Συντροφιά μας τα λόγια του Ποιητή:

«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, […] όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω, ανοίξετε, αδελφοί, μια βρύση ανοίξετε, τη δική σας βρύση του Μαυρογένη». Κι εμείς μια βρύση ανοίξαμε, μια πηγή, τη Φλέα, τη δική μας βρύση. Αυτό, τουλάχιστον, προσπαθήσαμε από μιας αρχής και γι’ αυτή την πηγή πασχίζουμε.

1. «Γράμματα, τα, (Απεράθου). Τοποθεσία όπου ίσως άλλοτε υπήρχεν επιγραφή. […] Ασπαρτώνας, ο, (Απεράθου) και Ασπαρθώνας, ο, (Φιλώτι). Από το φυτό: ασπαρτιά, η, (= σπάρτος), βλ. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύμια της Νάξου, «Ναξιακόν Αρχείον», Ιούνιος-Οκτώβριος 1947. Αναδημοσιεύθηκε στο π. Απεραθίτικα, τ.6, 1989.

55

Στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει το ιστορικό κέντρο της Παροικιάς, στη γειτονική Πάρο, τρεις οι βρύσες του Νικόλαου Μαυρογένη. Ο Δραγομάνος του Στόλου, στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, τροφοδοτεί τη γενέθλια πόλη με το κατ’ εξοχήν αναγκαίο για τη ζωή αγαθό: το νερό! Ένα «σύστημα» ύδρευσης της εποχής, τον 18ο αιώνα, προσιτό σ’ όλους τους κατοίκους, ανεξάρτητα από την κοινωνική, εθνοπολιτισμική, οικονομική τους θέση και υπόσταση. Αυτός ο νησιώτης, ο Παριανός, με καταγωγή από την Πελοπόννησο, δεν ανήκε στην τάξη των Φαναριωτών, κι αμοιβαία δυσπιστία και δυσμένεια χαρακτήριζε τις σχέσεις τους. Εναντίον του Νικόλαου Μαυρογένη, του αυτοδημιούργητου Οσποδάρου (=Ηγεμόνα) της Βλαχίας συνωμοτούσε ολόκληρο το Φανάρι. Ο Σουλτάνος, αντιμετωπίζοντας τη συμμαχία Αυστριακών και Ρώσων, βρήκε στο πρόσωπό του τον υπερασπιστή της απειλούμενης αυτοκρατορίας του. Αυτός ο άκαμπτος, εγωϊστής, πεισματάρης και σκληροτράχηλος άνθρωπος γνώριζε ότι τα αξιώματα τα είχε αποκτήσει δουλεύοντας πιστά στο Σουλτάνο, που θα τον ανακηρύξει Ηγεμόνα Βλαχίας και Μολδαβίας και Σερασκέρη, αρχιστράτηγο των τουρκικών στρατευμάτων εναντίον Ρώσων και Αυστριακών, που εισέβαλαν στο Δούναβη. Αυτός ο γκιαούρης άρχοντας, ο χριστιανός, ανέλαβε την υπεράσπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Αυτόν, ο Ρήγας ο Βελεστινλής, θα χαρακτηρίσει «έκτρωμα της ανθρωπίνης φύσεως και ανάξιον ηγεμόνα». Αυτή η φράση διασώθηκε στο χειρόγραφο, αυτόγραφο και αυθεντικό, της «Φυσικής». Αλλά ο Ρήγας δεν άφησε να τυπωθεί στο βιβλίο η φράση αυτή που αναφέρεται στο Μαυρογένη, που στο μεταξύ η Υψυλή Πύλη ανακάλυψε σ’ αυτόν το εξιλαστήριο θύμα της αποτυχίας των τουρκικών δυνάμεων εναντίον των Αυστρορώσων, και με διαταγή του Σουλτάνου αποκεφαλίστηκε την 1η Οκτωβρίου του 17902. Κι ο Ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, κρατά ανάλογη με τον Ρήγα στάση απέναντι στο Μαυρογένη. Αυτό αφήνει να φανεί. Γιατί, ενώ ζητά από μας να μνημονεύουμε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη όταν θολώνει ο νους μας, δεν ζητά κάτι ανάλογο για το Δραγομάνο του Στόλου. Ωστόσο, ο Ποιητής, ζητά από μας να πράξουμε κάτι περισσότερο: ν’ ανοίξουμε μια βρύση, να δώσουμε δηλαδή ζωή σε πράγματα και σ’ ανθρώπους, κι αυτή η βρύση να είναι αυθεντική, ένα δικό μας κατά το δυνατό έργο, ένα δημόσιο αγαθό, όχι κάποιο αντίγραφο, όχι κάποιο έργο ύποπτο για ιδιοτελείς σκοπούς: μια βρύση ανοίξετε, τη δική σας βρύση του Μαυρογένη. Για μας τους νησιώτες, τους Κυκλαδίτες, για μας τους Ναξιώτες, η δράση του Νικόλαου Μαυρογένη δεν σταματά στο «σύστημα» ύδρευσης της Πα-

2. Λ. Ι. Βρανούσης, Ρήγας Βελεστινλής, Αθήνα 1957.

56

ροικιάς. Ούτε και ο συμβολισμός με τον οποίο έχει περιβληθεί ο ενδοξότατος άρχοντας, σε σχέση με τη «Φλέα». Όταν ανέλαβε τη δραγομανία ο Νικόλαος Μαυρογένης, δημιουργήθηκε μια ιδιότυπος διοικητική μορφή στα νησιά, ιδίως τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας3. «…υπεράνω των αποφάσεων των προεστώτων ευρίσκετο η θέλησις του Δραγομάνου του Στόλου, όστις έπρεπε να επικυρώση ταύτας διά να θεωρηθούν ισχυραί […] Ζητήματα φορολογικά, διορισμοί προκρίτων, κωδικοποίησις νομικών εθίμων και απονομή δικαιοσύνης, θέματα παιδείας ή εκκλησίας, διατιμήσεις τροφίμων, πλήθος άλλων υποθέσεων των κοινοτήτων υπήγοντο εις την αρμοδιότητα του Δραγομάνου του Στόλου, όστις ηδύνατο να ρυθμίζη ταύτα καθ’ ον τρόπον ενόμιζεν καλύτερον. Ανεπιφυλάκτως δυνάμεθα να είπωμεν ότι τας νήσους εκυβέρνα ο Δραγομάνος του Στόλου, ως προκύπτει εξ εκατοντάδων εγγράφων, των οποίων το περιεχόμενον μαρτυρεί ότι ούτε γνώσιν τούτων δεν ελάμβανε ο καπουδάν πασάς, όστις τυπικώς μόνον ήτο διοικητής των νήσων»4. Πρωτίστως, η ιδιότυπος αυτή διοικητική μορφή, υπήρξε έργο του Νικόλαου Μαυρογένη. Θερμός ζηλωτής, εγκαλλώπισμα και καύχημα απασών των νήσων ο Νικόλαος Μαυρογένης ενίσχυσε και συμπαραστάθηκε στον Άνδρου Διονύσιο Καΐρη Β΄ (1775-1799) όταν ο τελευταίος αποφάσισε να συστήσει σχολή ελληνικών γραμμάτων στην Άνδρο. Ο Μαυρογένης προσέφερε 250 γρόσια. «… δια συνδρομής και βοηθείας του ενδοξοτάτου άρχοντος δραγομάνου του βασιλικού στόλου κυρίου κυρίου Νικολάου Μαυρογένη…» ιδρύεται στη Νάξο το 1775 Αυγούστου 30 η σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Γρόττα. Σ’ αυτό το σχολείο, - στο οποίο δίδαξε ο Χρύσανθος ο Αιτωλός, - από το 1775 μέχρι και τη δεκαετία του 1950, 175 συνολικά χρόνια λειτουργίας, έλαβαν τα πρώτα φώτα πάρα πολλοί Ναξιώτες, κι υπάρχουν σήμερα Χωραΐτες που μπορούν να μας μιλήσουν για τη μαθητική τους ζωή στον Άγιο Γεώργιο Γρόττας. Ο Μαυρογένης προσέφερε 500 γρόσια. Αλλά και 200 γρόσια, διάφορον(=τόκος), να δίδεται στο σχολείο της Νάξου «επί τοιαύτη συνθήκη του στέλλεσθαι από της νήσου Πάρου πέντε πτωχά παιδία εις το σχολείον τούτο προς μάθησιν». Επίσης ενίσχυσε τη σχολή της Σίφνου, για την οποία διέθεσε το 1776 300 γρόσια και το 1779 500 γρόσια. Το 1783 δαπάνησε μεγάλο ποσό για την οικοδόμηση σχολείου στην Κέα και στη Μύκονο, το 1785, με δικές του δαπάνες, οικοδομήθηκε νέο κτήριο για να στεγασθεί η σχολή του Αγίου Λουκά5. Τέλος, με την «ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΤΕ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΟΤΑΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ ΚΥ(ΡΙ)ΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ» οικοδομείται

3. Βασ. Βλ. Σφυρόερας, Οι Δραγομάνοι του Στόλου. Ο Θεσμός και οι φορείς, Διατριβή επι Διδακτορία υποβληθείσα εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1965. 4. Στο ίδιο. 5. Στο ίδιο.

57

η εκκλησία του Αγίου Αρτεμίου, η μεγαλύτερη μάλλον στη Νάξο, στην κοιλάδα των Χαλάντρων, που αποτελεί συνέχεια της λαγκαδιάς της Κεραμωτής6. Οπωσδήποτε δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των ηρώων της ελληνικής Παλιγγενεσίας. Η ιδεολογία του δεν μαρτυρά ότι ήταν θιασώτης της διάλυσης και καταστροφής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν συμμεριζόταν τις απόψεις της φαναριώτικης τάξης, με την οποία μόνο αντιπαλότητες τον συνέδεαν. Η δράση του αποκαλύπτει ότι είχε ταχθεί υπέρ της συντήρησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στους κόλπους της οποίας η ελληνική εθνότητα μπορούσε, σύμφωνα με τις δοξασίες του, να αναπτυχθεί. Όμως κατάφερε να βρει ένα θετικό δρόμο και να τον ακολουθήσει. Μια βρύση, ένα κρουνό, και την μόρφωση για τους υπόδουλους νησιώτες. Αυτό το παράδειγμα του Μαυρογένη, ένα θετικό δρόμο, της ζωής και της παιδείας, της καλλιέργειας, προσπαθούμε να ακολουθήσουμε και θα το συνεχίσουμε όσο αντέξουμε. Ώστε να μπορούμε να μνημονεύουμε, βασιζόμενοι πρωτίστως στις δυνατότητές μας, Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τι κρίμα!… Η Νάξος δεν ευτύχησε εκείνα τα δίσεκτα χρόνια του 18ου αιώνα, οι Ναξιώτες δεν αξιώθηκαν να συμπεριλαμβάνουν μεταξύ των μελών τους, μεταξύ των δοκίμων της κοινωνίας τους, τον δικό τους Μαυρογένη…, ν’ ανοίξουν τη δική τους βρύση! Ναξία, Ιανουάριος 2006

6. Μαρτυρείται μαζί με τον ποτέ (=μακαρίτη) Παροναξίας κυρ Άνθιμο Βαρδή και τον άρχοντα Μάρκο Πολίτη «μετά του κοινού των χωρίων», στο υπέρθυρο της κυρίας εισόδου της εκκλησίας, σ’ αυτή την τοποθεσία όπου η παράδοση τοποθετεί τον παλιό Κινίδαρο στον καιρό της Λατινοκρατίας, βλ. Νίκος Κεφαλληνιάδης, Οι Άγιοι Αρτέμιος και Δημήτριος, Ανάτυπον εκ της εφ. «Ναξιακή Πρόοδος», Νάξος 1963.

58

59

Ευχαριστούμε τον κ. Mιχάλη N. Mαρινάκη, την κ. Αναστασία Κονδύλη Περιστεράκη, τον κ. Νικόλαο Κρητικό τέως Διευθυντή του Β΄ Γυμνασίου Νάξου, τον κ. Ιωάννη Τζουάνη Δήμαρχο Δρυμαλίας, την κ. Κατερίνα Κατσουρού για τη βοήθειά τους στην έκδοση του π. Φλέα.

¶ÔÏÈÙÈÛÙÈ΋ Î·È ÔÏÈÙÈ΋ ¤Î‰ÔÛË ÙÔ˘ πÛÙÔÚÈÎÔ‡ √ Ì › ÏÔ ˘ ¡ ¿Í Ô ˘ ∞ ƒ ™ fi ™ — ∞ Â Ú ¿ ı Ô ˘

Αν θέλετε να έχετε επαφή με τον «Αρσό» και το π. «Φλέα» μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους: Στέλιο Ν. Μαρινάκη, 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 22850-26.880, 6973047144) Νίκο Βασ. Φραγκίσκο, Ελ. Βενιζέλου 152, 123 51 Αγ. Βαρβάρα ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-5451.339, 22850-24.658) Κώστα Αντ. Κατσουρό, Μπουκουβάλα 8, 114 71 Αθήνα ή 843 00 Χώρα Νάξου (τηλ. 210-6423.783, 22850-22.974, 6942938883) Ευχαριστούμε τον τυπογράφο κ. Λουκά Μιχαλόπουλο, το φίλο μας, για την προσφορά του

61

62

63

64

65

66

flea-09.pdf

There was a problem previewing this document. Retrying... Download. Connect more apps... Try one of the apps below to open or edit this item. flea-09.pdf.
Missing:

547KB Sizes 28 Downloads 173 Views

Recommend Documents

No documents